Μέλια (Β' Μέρος)

2022-07-17

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ιωάννα Κεκάτου, φοιτήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών...

@Ιωάννα Κεκάτου

Το επόμενο πρωί ξύπνησε, ντύθηκε και πήγε στο σχολείο μετά από τουλάχιστον δυο μήνες. Οι ματιές που της έριχναν κλεφτά μαθητές και καθηγητές ήταν τουλάχιστον αηδιαστικές. Αδιάκριτες, χωρίς κανένα ίχνος συμπόνιας, σεβασμού ή εν συναίσθησης. Άραγε δεν ντρέπονταν; Άραγε εκείνη δεν ντρεπόταν ρίχνοντας τις ίδιες ακριβώς ματιές στους ιδίους ανθρώπους για διαφορετικούς λογούς τόσα χρονιά;

Και η απάντηση είναι πως όχι. Εκείνη δεν ντρεπόταν τόσα χρονιά. Έκρινε ασύστολα από τις επιλογές και τις συνήθειες τους μέχρι το τι φορούσαν, πως και πότε. Προσέβαλε μαθητές, μείωνε καθηγητές και γενικότερα ας πούμε πως κανένας μέσα στο σχολείο δεν είχε απαραιτήτως καλή γνώμη για εκείνην. Και δεν θα το παρατηρούσε ποτέ εάν δεν της είχε συμβεί αυτό το φρικτό γεγονός. Αυτά σκεφτόταν όσο περπατούσε στον διάδρομο για να φτάσει στο γραφείο της.

Στο πέρασμα της από την αίθουσα της χημείας της φάνηκε πως άκουσε μια πνιχτή κραυγή. Σταμάτησε για να ξανά ακούσει πιο προσεκτικά. Η κραυγή ξανά ακούστηκε και την ακολούθησε ένας δυνατός ήχος. Σαν κάτι να πέφτει.

Έντρομη έτρεξε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Μάταια όμως. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από την από μέσα πλευρά. Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να φωνάζει δυνατά να της ανοίξουν την πόρτα, ενώ ταυτόχρονα απειλούσε πως οποίος είναι μέσα θα τιμωρηθεί με αποβολή. Άδικα φώναζε όμως, καθώς δεν έπαιρνε απάντηση από την άλλη μεριά της πόρτας.

Ένας μαθητής περνούσε εκείνη την στιγμή τρέχοντας στον διάδρομο. Η Μέλια τον σταμάτησε και του ζήτησε να φωνάξει όσο πιο γρήγορα γινόταν τον επιστάτη για να ανοίξουν την πόρτα. Το παιδί έφυγε τρέχοντας και εκείνη συνέχισε να χτυπάει επίμονα το χέρι της στην μεταλλική πόρτα. Μετά από περίπου δυο λεπτά αποφάσισε να παραιτηθεί από την προσπάθεια. Ίσως να είχαν αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό και ο αέρας να είχε ρίξει κάτι. Ίσως ο Στέλιος ακόμα και από τον άλλον κόσμο να έπαιζε παιχνίδια με το μυαλό της.

Ο επιστάτης μαζί με τον μαθητή έφτασαν και εκείνος με τα δεύτερα κλειδιά του και μετά από αρκετή προσπάθεια κατάφερε να ανοίξει την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν δεν το περίμενε κανένας. Ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής αιωρούνταν μπροστά στα μάτια τους κρεμασμένος από μια θηλιά που ήταν δεμένη από ένα σίδερο στο ταβάνι. Έντρομη η κατά τα αλλά ψύχραιμη Μέλια έπεσε γρήγορα πάνω στο σώμα του αγοριού και με την βοήθεια του επιστάτη τον κατέβασαν από την θηλιά. Από το σοκ που υπέστη δεν θυμόταν καν ποτέ κάλεσε ασθενοφόρο και πως έφτασαν στο νοσοκομείο. όλες οι εικόνες ήταν μπερδεμένες στο μυαλό της και η μονή που φάνταζε λιγάκι πιο έντονη από τις άλλες ήταν το πρόσωπο του παιδιού. Δεν ήταν καθαρό όπως θα έπρεπε να ήταν. Ήταν παραμορφωμένο και είχε πάνω του αίματα. Αυτο δεν κολλούσε στο παζλ των σκέψεων της. Η θηλιά στον λαιμό του δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με τους μώλωπες αυτούς. Ή θα μπορούσε;

Καθόταν μονή της στην είσοδο του νοσοκομείου και κάπνιζε. Είχε κόψει το κάπνισμα εδώ και χρονιά αλλά αυτή η στιγμή της φαινόταν η κατάλληλη για να το ξανά αρχίσει. Δεν ήταν κάθε μέρα σαν και την σημερινή. Ένα μηχανάκι πέρασε ξαφνικά από μπροστά της και κατευθύνθηκε προς το πάρκινγκ βγάζοντας την από τις σκέψεις της. Τι κακιά συνήθεια που είχαν τα μηχανάκια να την βγάζουν από την νιρβάνα της. Πέταξε το τσιγάρο της στο πάτωμα και σκέφτηκε πως θα αντιμετώπιζε την όλη κατάσταση στο σχολείο. Πως θα ξανά κέρδιζε τον σεβασμό που θεωρούσε πως είχε χάσει από μαθητές και καθηγητές, πως θα αντιμετώπιζε τους γονείς του μαθητή που θα ζητούσαν εξηγήσεις ενώ εκείνη δεν είχε ιδέα πως θα μπορούσε ένας τόσο νέος άνθρωπος να φτάσει μέχρι εκεί και ποσό μάλλον όταν αυτό το παιδί φοιτούσε στο σχολείο της. Ανησυχίες σορό, σκέψεις αλλοπρόσαλλες και σκόρπιες και λύση καμία.

Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Γιώργου. Έτσι τον έλεγαν. Δεν τον είχε παρατηρήσει ποτέ στο σχολείο. Κοίταξε για λίγο μέσα πριν μπει και εκείνη. Οι γονείς του κάθονταν αγκαλιά και μητέρα του είχε αποκοιμηθεί κρατώντας το χέρι του παραλίγο νεκρού παιδιού της. Τυχερός ήταν που ακούστηκε η καρεκλά να πέφτει είπαν οι γιατροί. Αν είχαν αργήσει να τον κατεβάσουν έστω και εάν λεπτό παραπάνω δεν θα είχε την ιδία κατάληξη. Τώρα, το τυχερός ή όχι μόνο εκείνος θα μπορούσε να το κρίνει όταν ξυπνούσε και συνειδητοποιούσε τι είχε γίνει.Τον κοίταξε για λίγο εξονυχίστηκα στο πρόσωπο. Τα μάτια του και τα δυο έμοιαζαν με δυο κουρασμένες και μαύρες τρύπες. Στο μέτωπο του υπήρχε μια μεγάλη μελανιά και το κάτω χείλος του ήταν σε απαίσια κατάσταση. Κανένας πριν αυτοκτονήσει δεν παίρνει φορά και πέφτει πάνω σε τοίχους σκέφτηκε. Γιατί αυτός θα ήταν ο μονός τρόπος να δημιουργηθεί αυτό το αποτέλεσμα στο πρόσωπο του.

Η Μέλια πλέον πιο απελπισμένη και για άλλη μια φορά πιο μπερδεμένη από ποτέ αποχαιρέτησε τους γονείς και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Στον δρόμο πήρε μια πολύ σημαντική υπόσχεση. Ίσως την πιο σημαντική που είχε δώσει στην ζωή της, πως θα έβρισκε ποιος του το έκανε αυτό και γιατί, και πως θα τον τιμωρούσε η ίδια προσωπικά και πως πάση θυσία και όσο περνούσε από το χέρι της δεν θα άφηνε ποτέ ξανά κανέναν άνθρωπο να προκαλέσει τόσο πολύ κακό ή να νιώσει τόσο πολύ κακό.

Κανένας άνθρωπος και ποσό μάλλον κανένα παιδί δεν αξίζει να φτάσει σε σημείο. Είτε να θέλουν να κάνουν κακό στον εαυτό τους, είτε να αφήνουν άλλους να τους κάνουν κακό.

Και σε εκείνην κάποιος είχε κάνει πολύ κακό και πολύ πρόσφατα. Τόσο πρόσφατα που ούτε καν η ίδια δεν είχε προλάβει να μείνει μονή της για να περιποιηθεί τις πληγές της. Αυτό το κακό την είχε αλλάξει και το έβλεπε και μονή της. Πλέον είχε δει μια διαφορετική πλευρά των ανθρώπων. Μια πλευρά που μέχρι και τα 27 της χρόνια δεν είχε καν φανταστεί και δεν σκόπευε να επιτρέψει σε κανέναν άλλον άνθρωπο να δει αυτή την πλευρά της ζωής όσο περνούσε από το χέρι της. Ήταν κάτι που δεν θα ευχόταν ούτε στον χειρότερο της εχθρό.

Το επόμενο πρωί πήγε στο σχολείο και έβαλε το σχέδιο που προετοίμαζε μέσα στο μυαλό της όλο το βραδύ, σε δράση. Αρχικά κάλεσε όλους τους συμμαθητές του Γιώργου στο γραφείο της και άρχισε να παρατηρεί πολύ προσεκτικά τις αντιδράσεις και τις απαντήσεις τους σε ότι τους ρωτούσε. Όταν είδε πως αρκετοί από αυτούς δεν απαντούσαν με σιγουριά τις ερωτήσεις και πως κανένας τους δεν την κοιτούσε στα ματιά, όσο όλο υποστήριζαν πως δεν είχαν ιδέα γιατί μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο, αποφάσισε να πάρει λίγο πιο δραστικά μετρά. Τους έστειλε όλους πίσω στην τάξη τους και άρχισε να τους καλεί έναν έναν στο γραφείο της επικαλούμενη ένα από τα πιο δυνατά ανθρωπινά συναισθήματα, τον φόβο. Τους εξήγησε πως οποίος δεν μιλήσει θα αποβληθεί για πάντα από το σχολείο και θα κατηγορηθεί πως ευθύνεται προσωπικά και αρά θα δικαστεί ως ηθικός αυτουργός. Κανένα δεκαπεντάχρονο παιδί δεν έχει ως όνειρο ζωής να καταλήξει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, επομένως όλοι μίλησαν, πράγμα που ομολογουμένως ξάφνιασε την Μέλια μιας και δεν περίμενε οι απειλές της να πιάσουν τόπο πραγματικά. Και έτσι είπε ο καθένας την δική του εκδοχή.

Το βασικότερο συμπέρασμα ήταν ένα. Ο μαθητής δεν είχε αυτοκτονήσει. Η αλήθεια είναι πως μετά από όσα άκουσαν τα αυτιά της Μέλιας και οι τοίχοι του γραφείου της, τής φαινόταν εξαιρετικά εντυπωσιακό το πως εν τέλει ο μαθητής είχε τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ώστε να αντέξει όλα όσα της είπαν οι υπόλοιποι μαθητές. Να σημειωθεί πως όταν η μέλια ξύπνησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου μετά από το επεισοδιακό βραδύ της με τον Στέλιο και θυμήθηκε όσα της είχαν συμβεί, διαπραγματεύτηκε πάρα πολύ σοβαρά την λύση της αυτοκτονίας. Και όχι από ντροπή ή από ανάγκη για λύτρωση, αλλά επειδή πραγματικά δεν ήταν σίγουρη για το πως θα μπορούσε να συνεχίσει την ζωή της από εκεί και πέρα, το πως θα μπορούσε να περάσει έστω και άλλη μια μέρα μέσα σε ένα κουφάρι που σιχαινόταν και αηδίαζε με κάθε σπιθαμή του.

Το συναίσθημα αυτό προφανώς και δεν έφυγε ποτέ ούτε και οι πολύχρωμες σκέψεις της

αυτοκτονίας της. Κάθε μέρα που σηκωνόταν από το κρεβάτι ευχόταν να την βρουν πνιγμένη στο αίμα της στην μπανιέρα του σπιτιού της και κάθε βράδυ όταν ακουμπούσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι σκεφτόταν όλες τις ευκαιρίες που είχε χάσει μέσα στην μέρα της για να το τελειώσει όλο αυτό ήσυχα μα και φαντασμαγορικά. Κάθε τρένο και αυτοκίνητο στο οποίο εν τέλει δεν έκανε ένα βήμα μπροστά ή δεν έγειρε ελαφρά το τιμόνι της προς τα πάνω του, κάθε μπουκάλι χλωρίνης που δεν χάιδεψε το εσωτερικό του οισοφάγου της, κάθε μαχαίρι στην κουζίνα που την κοιτούσε με λάγνο βλέμμα όσο έτρωγε το μεσημεριανό της κλείνοντας το μάτι προληπτικά στις φλέβες της και κάθε ταράτσα και γέφυρα στην περιοχή της από την οποία δεν πήδηξε ούτε και σήμερα.

Επομένως γεννάται το εξής ερώτημα: Πώς είναι εφικτό ένα παιδί δεκαπεντάχρονο παιδί να πρέπει να ανεχτεί την παραμικρή αισχρή συμπροφορά από την στιγμή που μέχρι και ένας ενήλικας δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τόσο την συμπεριφορά όσο και τον εαυτό του σε σχέση με αυτήν; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη, γεννάται το εξής ερώτημα: Γιατί να πρέπει ένας άνθρωπος ανεξαρτήτου ηλικίας να αντιμετωπίσει την παραμικρή αισχρή συμπεριφορά από έναν άλλο άνθρωπο ενήλικα ή μη;

Το συγκεκριμένο παρ'όλα αυτά παιδί εδώ και δυο ολόκληρα χρονιά έπρεπε να έρχεται αντιμέτωπο καθημερινά εντός και εκτός σχολείου με ομοφοβικά σχόλια, λόγω της σεξουαλικότητας του, την οποία τελικά ποτέ δεν είχε εκφράσει δημοσιά, ούτε είχε «προκαλέσει» κάπως με αυτήν, έπρεπε να δέχεται άλλους ανθρώπους να τον ξυλοκοπούν για τα ρούχα που φορούσε, την μουσική που άκουγε, τους ανθρώπους που επέλεγε να έχει κοντά του, την εμφάνιση του, την προσωπικότητα του, την στάση του απέναντι στην ζωή. Έπρεπε να ανέχεται απειλές για την ζωή του που έφτασαν σε σημείο να γίνουν αληθινές εκείνο το πρωί.

Έπρεπε στην πιο τρυφερή ηλικία, στην ηλικία που το μόνο του συναίσθημα που θα έπρεπε να νιώθει είναι η χαρά και η αγάπη, να έρχεται αντιμέτωπος με έναν άλλο «άνθρωπο» που αφού τον χτύπησε μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του αποφάσισε να τον κρεμάσει, φοβούμενος την αστυνομία νομίζοντας πως ήταν πλέον πια νεκρός. Προσποιούμενος μια αυτοκτονία με την πρόφαση πως κανένας δεν θα εντυπωσιαζόταν ιδιαίτερα από μια τέτοια κίνηση μιας και επρόκειτο για ένα χαμένο κορμί. Και ναι είχε δίκιο. Ήταν ένα χαμένο κορμί. Ο ίδιος και όχι ο Γιώργος που δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανένα και για τίποτα και που πλέον πια κρεμόταν από το ταβάνι σαν πολυέλαιος.

Όλοι ήξεραν κανένας όμως δεν θα μιλούσε ποτέ αν δεν ήταν υπό την απειλή κάποιου ανωτέρου. Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να είναι τόσο παράλογοι;

Όλα τα δάχτυλα πλέον έδειχνα προς τα μια κατεύθυνση και κάθε περιγραφή ταίριαζε μόνον σε έναν άνθρωπο, δημιουργώντας στην Μέλια οξύμωρα συναισθήματα. Από την μια χαρά για την ευκολία και την ευκρίνεια της κατάστασης και από την άλλη λύπη και αηδία.

Η Μέλια είναι η αλήθεια πως δεν αντιμετώπισε τις συγκεκριμένες πληροφορίες με μεγάλη ψυχραιμία. Το ίδιο απόγευμα επισκέφτηκε τον μαθητή της στο νοσοκομείο και του εξήγησε πως ήξερε τα πάντα, ενώ του τόνισε για χιλιοστή φορά ποσό περήφανη ήταν για εκείνον. Του υποσχέθηκε πως όσο περνούσε από το χέρι της τίποτα σχετικό δεν θα συνέβαινε πάλι και εκείνος προς έκπληξη της, όχι μόνο δεν αρνήθηκε τίποτα από όσα του είπε πως ξέρει (πράμα που μέσα της ευχόταν ακατάπαυστα) και όχι μόνο δεν την έβρισε για το ποσό άκαρδη και αδιάφορη υπήρξε ως διευθύντρια (πράγμα που η ίδια πίστευε ότι της άξιζε), αλλά αντίθετα στο τέλος την πήρε αγκαλιά και της ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία στην οποία την έβαλε.

Δεν πίστευε δευτερόλεπτο από ότι συνέβαινε στην ζωή της πλέον. Όλο φάνταζαν υπερβολικά και τραγελαφικά και σε αυτό το επίπεδο ήταν σίγουρη πως απλά θα εμφανιστεί κάποιος από το πουθενά και θα της ανακοινώσει πως τους τελευταίους μήνες παίζει εν αγνοία της σε κάποιο τηλεπαιχνίδι και πως έχει κερδίσει ένα ταξίδι στο διάστημα ή πως απλά στο Μάτριξ αντιμετωπίζουν κάποιες τεχνικές δυσκολίες και πως όλα θα επιστρέψουν στο φυσιολογικό σε λίγο. Όμως, επειδή κάτι μέσα της τής έλεγε πως δεν θα γίνει στο σύντομο μέλλον κανένα από τα δυο, τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε που της έδωσε την ευκαιρία να τον γνωρίσει και ψύχραιμα έφυγε από το νοσοκομείο κατευθυνόμενη προς το σπίτι του θύτη. Η Μέλια είχε ορκιστεί πως θα έδινε λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα μονή της. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη ούτε στην δικαιοσύνη, ούτε στην αστυνομία και το να το αντιμετωπίσει μονή της ήταν η μονή λογική λύση. Δεν λέω πως ήταν και η σωστή, αλλά σίγουρα για την Μέλια φάνταζε μόνο τίμια. Δεν ήθελε να προξενήσει κακό, ήθελε μόνο να είναι σίγουρη πως τα τέρατα θα ζούσαν μόνο με τα τέρατα.

Έφτασε στο σπίτι, χτύπησε την πόρτα και όταν οι γονείς του της άνοιξαν, εκείνη τους εξήγησε πως ήθελε να μιλήσει λιγάκι με τον γιο τους για ένα ζήτημα που είχε προκύψει στο σχολείο, αναφερομένη στην απόπειρα αυτοκτονίας ενός συμμαθητή του παιδιού τους. Εκείνοι παραξενεμένοι την δέχτηκαν και την οδήγησαν στο δωμάτιο του κανακάρη τους.

Όταν το αγόρι την είδε να μπαίνει στο δωμάτιο σάστισε και η Μέλια με περίσσιο θάρρος πέρασε και έκατσε σε μια καρέκλα στο γραφείο απέναντι του. Τον κοίταξε στα ματιά. Ήταν καταγάλανα μα μικρά. Σαν κουμπότρυπες και το βλέμμα του σκληρό και ξένο. Όχι όπως θα άρμοζε σε ένα βλέμμα που ανήκει σε ένα παιδί δεκαπέντε χρονών. Του έκανε μερικές ανούσιες ερωτήσεις όπως εάν ήξερε τον Γιώργο και εάν μιλούσαν ή ένα είχε ακούσει πως κάποιος τον

παρενοχλούσε χωρίς παρ' όλα αυτά να προσδώσει την θεωρία περί δολοφονίας που

ούτως ή άλλως δεν ήξεραν και πολλοί. Κάθε απάντηση του ήταν αρνητική. Όχι δεν

τον ήξερε. Όχι δεν είχαν μιλήσει ποτέ. Όχι δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι για

παρενόχληση. Συνέχισε να τον κοιτάει στα ματιά και θυμήθηκε εκείνα του αλλού

παιδιού που πριν μια ώρα την κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη και αγάπη σε αντίθεση με

αυτά που είχε εκείνη την στιγμή απέναντι της.Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να φύγει. Ό,τι απάντηση ήθελε την είχε πάρει πλέον. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο γύρω της. Στον τοίχο ήταν κολλημένη μια αφίσα με το σύμβολο της σβάστικας που συνοδευόταν από φασιστικά συνθήματα και στην βιβλιοθήκη σημαιάκια πάλι με το ίδιο σύμβολο και βιβλία με αλλόκοτους τίτλους που σε όλη της την ζωή απέφευγε από αηδία. Το βλέμμα της τυχαία έπεσε πάνω σε ένα πορτοφόλι που καθόταν σκονισμένο στην βιβλιοθήκη. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το πορτοφόλι. Το είχε χάσει την ημέρα που βγήκε με τις φίλες της για φαγητό. Κάποιος της το είχε πάρει μαζί με όλη της την τσάντα όσο ήταν λιπόθυμη! Διπλά στεκόταν μια ταμπακιέρα. Και αυτή πολύ γνώριμη. Πιο συγκεκριμένα η ταμπακιέρα που της την είχε κάνει δώρο η κολλητή της στα γενέθλια της για να την κοροϊδέψει που καυχιόταν πως είχε κόψει το κάπνισμα. Και αυτή ήταν εντελώς τυχαία μέσα σε εκείνην την τσάντα. Τι δουλειά είχαν τα προσωπικά της αντικείμενα στο δωμάτιο ενός μικρού δολοφόνου;

  • Που το βρήκες αυτό το πορτοφόλι;
  • Το αναγνωρίζεις;
  • Που το βρήκες;
  • Μου το χάρισαν.
  • Ποιος;
  • Τι σημασία έχει, δικό σου είναι; της είπε με ειρωνεία να ξεχειλίζει από κάθε λέξη του και εκείνη θόλωσε.
  • Ναι δικό μου είναι! Πες μου που το βρήκες και δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Θέλω απλά να μάθω. Είπε και πλησίασε απειλητικά κοντά του.
  • Το πήρα από μια τρελή που μάλλον είχε χάσει τον λογαριασμό από τις ουσίες και είχε πέσει μπροστά σε μια πολυκατοικία. Σε εκείνη θα ήταν άχρηστο. Μια ξοφλημένη ήταν.
  • Μάλιστα. Αυτή στο έδωσε;
  • Όχι εγώ το πήρα. Το θες;
  • Όχι μπορείς να το κρατήσεις.

Η Μέλια προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Σκεφτόταν διαρκώς πως η μοίρα θα της έδινε απλόχερα μια καλύτερη ευκαιρία για να του εξηγήσει πως αυτή η τρελή είχε καταλήξει αναίσθητη στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κάπως θα τα κατάφερνε και θα ξανά βρίσκονταν μονοί τους. Αυτός θα ήταν και ο μόνος της στόχος από εδώ και πέρα. Σε αυτό το σημείο ο πόνος και η θλίψη της την είχαν μουδιάσει. Δεν υπήρχε κάτι σε αυτό τον κόσμο που να ήθελε να του κάνει και να τη ήταν αρκετό. Καμία τιμωρία, καμία πληγή, κανένα έγκλημα, καμία κίνηση ή λέξη δεν θα ήταν ποτέ αρκετά για να καλύψουν ή ακόμα και να ισοσταθμίσουν τον πόνο που είχε προκαλέσει σε αυτό το παιδί χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.


Παραμένοντας ψύχραιμη, τους αποχαιρέτησε και επέστρεψε στο σπίτι της. Πέρασε όλο το βραδύ της στριφογυρνώντας στο κρεβάτι και κάνοντας το μυαλό της το ίδιο ανακατεμένο με τα σεντόνια της. Καμιά λύση δεν ήταν αρκετή, κανένα αύριο αρκετά φωτεινό και τίποτα αρκετά δίκαιο. Μόνο το περιεχόμενο της λέξης «τίποτα» θα μπορούσε ίσως, ελάχιστα να αντικατοπτρίσει την λύση. Το επόμενο πρωί παρέδωσε στην αστυνομία ό,τι στοιχεία είχε και εκείνοι της ανακοίνωσαν πως θα ξεκινήσουν ερευνά για να ερευνήσουν την υπόθεση και μέσα σε αυτή την πρόταση επιβεβαιώθηκαν όλοι της οι φόβοι. Δεν θα γινόταν τίποτα και καμία ερευνά δεν θα διεξαγόταν με τα σωστά αποτελέσματα. Η λύση ήταν μια για την Μέλια.

Το ίδιο απόγευμα ο διοικητής του τμήματος μετά από μια πολύωρη συζήτηση με τον θύτη αποφάσισε να τον κρίνει προφυλακιστέο μιας και το θύμα είχε περιγράψει καρέ καρέ το τι του είχε συμβεί εκείνο το πρωί και είχε δηλώσει ξεκάθαρα την ταυτότητα του δράστη. Το μόνο που χρειαζόταν η Μέλια ήταν δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά μαζί του στο ίδιο δωμάτιο και το πρόβλημα της θα είχε την καταλληλότερη λύση . Αλλά πως; Ο μονός που επιτρεπόταν να μπει στο δωμάτιο μαζί του ήταν ο δικηγόρος του. Και να μην συζητήσουμε βέβαια για το ποσό αντίθετη ήταν η ίδια με αυτό. Άνθρωποι σαν και εκείνον δεν θα έπρεπε να χρίζουν άξιοι υπεράσπισης, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει τίποτα για να υπερασπιστούν. Η ηθική και η αξιοπρέπεια τούς αποχαιρέτησε την ίδια στιγμή που και εκείνοι επέλεξαν να κάνουν οποιοδήποτε έγκλημα.

Ήταν σίγουρη για το τι ήθελε να κάνει και είχε σκοπό να το κάνει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Πήρε την τεράστια τσάντα της και κατευθύνθηκε προς τον θάλαμο. Αποφάσισε να δράσει πονηρά και να επικαλεστεί την συναισθηματική φόρτιση στην οποία βρισκόταν ούτως ή άλλως. Όταν η επίσκεψη του δικηγόρου τέλειωσε, η Μέλια πήγε και έκατσε με τον φύλακα για μισή περίπου ώρα και του εξήγησε σε ποσό κακή ψυχολογική κατάσταση ήταν. Συνέχισε να του τονίζει πως θα ήθελε μόνο να καθίσει απέναντι του και να τον κοιτάξει στα ματιά. Να τον ρωτήσει μόνο για μια φορά γιατί και εκείνη ορκιζόταν πως θα πίστευε ό,τι και αν της έλεγε ως απάντηση. Και κατά βάση αυτό ίσχυε. Ασχέτως πως ο θύτης δεν επέλεξε ποτέ να της απαντήσει στα ερωτήματα της. Η Μέλια ήταν διατεθειμένη να πιστέψει οποιασδήποτε δικαιολογία προκειμένου να ησυχάσει τις σκέψεις της.

Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο το αν ο φύλακας την πίστεψε ή αν την λυπήθηκε ή και αν ακόμα και ο ίδιος ήθελε να ικανοποιήσει τον δικό του ηθικό κώδικα υποθέτοντας το τι θα ακολουθούσε. Το σίγουρο είναι όμως πως την άφησε να περάσει μέσα και να μείνει μαζί του δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά όσο εκείνος διακριτικά στεκόταν έξω από την πόρτα. Επομένως, δεν μπορεί κάνεις να ισχυριστεί πως δεν είχε ακούσει τις φωνές από την άλλη πλευρά της πόρτας ή ότι δεν ήταν απολυτά σίγουρος για το τι είχε συμβεί πραγματικά μέσα σε εκείνους τους τέσσερις μουχλιασμένους και κρύους τοίχους. Αλλά εκείνος δεν αποκάλυψε ποτέ τίποτα. Ίσως και αυτό να ήταν λιγάκι άδικο αλλά ίσως και να υπαγόταν σε ένα διαφορετικό είδος ατομικής ηθικής. Σε αυτό υποθέτω πως μόνο ο φύλακας θα μπορούσε να απαντήσει. Για να γίνω όμως λίγο πιο συγκεκριμένη, σε εκείνο το κελί, στις δέκα και μισή η Μέλια πέρασε το κατώφλι του με τα χεριά της πεντακάθαρα και στις δέκα και σαράντα πέντε το ξανά πέρασε με το φόρεμα της γεμάτο από αίματα που αυτή την φορά δεν ήταν δικά της . Με τους κόμπους στα δάχτυλα της κατακόκκινους και σχισμένους αφήνοντας πίσω της άλλη μια αυτοκτονία που συνοδευόταν από ένα γράμμα που είχε γράψει ο ίδιος ο αυτόχειρας.

Μαμά , μπαμπά συγγνώμη αλλά η συνειδητοποίηση δεν έρχεται πάντα με τις καλύτερες επιπτώσεις. Συγγνώμη για ό,τι ζήσατε όσο ήμουν εδώ, συγγνώμη για ότι θα ζήσετε τώρα που φεύγω. Ίσως εγώ τελικά να μην ήμουν και τόσο άξιος για αυτή την ζωή. σε κανέναν δεν αξίζει τέτοια μοίρα. Σας αγαπώ.

Αυτές ήταν οι ακριβείς λέξεις που έγραφε το μικρό χαρτάκι που αποτέλεσε μοναδικό αποδεικτικό για τα αίτια του νεκρού σώματος που βρέθηκε να κρέμεται άψυχο από το κουρτινόξυλο του κελιού περίπου μια ώρα αργότερα. Η Μέλια είχε ξυλοκοπήσει και πνίξει έναν άλλον άνθρωπο με τα ίδια της τα χεριά και έπειτα τον είχε κρεμάσει με τις κουρτίνες του κελιού από το ταβάνι. Η ζωή της όδευε μέρα με την μέρα και σε πιο ξέγνοιαστα και ευχάριστα μονοπάτια όπως είναι προφανές σε όλους.Η εικόνα του νεκρού πάνω στο κουρτινόξυλο, τα υάλινα πλέον ματιά, το αίμα που έτρεχε από την μύτη του στο πάτωμα, θυμίζοντας κάτι από το μαρτύριο της σταγόνας, δημιούργησαν στην Μέλια μια μνήμη που όσο σκληρά και να προσπαθούσε δεν θα έσβηνε ποτέ. Τουλάχιστον τώρα ήξερε πως τα τέρατα βρισκόταν στην κόλαση και όχι κάτω από το κρεβάτι. Εκεί που θα έπρεπε να είναι και όχι ανάμεσά στους ανθρώπους. Και αυτός και ο Στέλιος είχαν πάρει τον δρόμο που τους άξιζε.

Στις εφημερίδες η είδηση κυκλοφόρησε ως αυτοκτονία και όλοι αυτό πίστεψαν όσο και αν ο ιατροδικαστής μαζί με τους γονείς επέμεναν πως κάτι τέτοιο ήταν τουλάχιστον απίστευτο και πως το σκηνικό δεν ήταν καθόλου πρακτικό και ρεαλιστικό για μια τέτοια πράξη, αρά αποκλείεται να το είχε κάνει μόνος του. Ο φύλακας δεν μαρτύρησε ποτέ την επίσκεψη της Μέλιας, ενώ ήταν εκείνος που βρήκε πρώτος το πτώμα. Όταν την έβλεπε τυχαία στον δρόμο την κοιτούσε στα ματιά και μετά κοιτούσε κατευθείαν το πάτωμα. Δεν ήξερε τι ένιωθε για εκείνη. Ίσως λίγο φόβο, αλλά κατά βάση μέσα του την θαύμαζε για το θάρρος που είχε να κάνει ό,τι έκανε, για αυτό δεν την μαρτύρησε ποτέ όσες φορές και να τον ρώτησαν αν είδε κάποιον να μπαίνει στο κελί.

Η Μέλια από την άλλη για πολύ καιρό ένιωθε μέσα της ένα κοκτέιλ συναισθημάτων. Από την μια δεν μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι έβαψε τα χέρια της με αίμα και από την άλλη ένιωθε μια απρόσμενη πληρότητα στην ψυχή της και θεωρούσε πως είχε κάνει το μόνο πράγμα που έβγαζε νόημα για εκείνην. Κανείς δεν την κατηγόρησε ποτέ μιας και δεν θεωρήθηκε καν ύποπτη αν και εκείνη και ο Γιώργος ήξεραν πολύ καλά τι είχε συμβεί, όμως ούτε και εκείνος της πρόσαψε κάτι για αυτό, αντίθετα έγιναν και πολύ κάλοι φίλοι. Η ζωή της σταμάτησε να είναι τόσο επεισοδιακή και δραματική. Η σχέση της με τους μαθητές της άρχισε να πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο. Σταδιακά και με την βοήθεια μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων έφτιαξε ένα ασφαλές περιβάλλον για όλους στο σχολείο της δίνοντάς το βήμα σε όλους να μιλήσουν ανοιχτά για την «διαφορετικότητα» που εν τέλει δεν ήταν και τόσο διαφορετική.

Η Μέλια στα εικοσιεννιά της πλέον είχε επιλέξει να πιστεύει στην αγάπη. Δεν είχε μετανιώσει στιγμή και για τίποτα και το μόνο που ήθελε ήταν όσο θα περνάνε τα χρονιά η ίδια να μπορεί να τηρεί την υπόσχεση της. Να μπορεί να συνεχίζει να απομακρύνει το κακό από τον κόσμο πάση θυσία.

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε