ΑΡΙΑΓΝΗ: ΜΙΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΛΑΣΙΚΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΕΡΓΟ

2022-10-16

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ελεάννα Παρασκευοπούλου, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Ελεάννα Παρασκευοπούλου

Ένα μεταπολεμικό έργο εστιάζει μόνο σε έναν πόλεμο; Μόνο στον συλλογικό αγώνα για την νίκη; Μήπως ο συγγραφέας υπογείως θέλει να δείξει την προσωπική επανάσταση του κάθε ήρωα; Και αν ναι, πόσο εμείς οι ίδιοι ως αναγνώστες μπορούμε να καταλάβουμε την προσπάθειά του, ώστε να λάβουμε το μήνυμα; Ένα γνωστό, λοιπόν λογοτεχνικό έργο που στέλνει αυτό το μήνυμα είναι το Αριάγνη, του Στρατή Τσίρκα.

Για όσους δεν γνωρίζουν την πλοκή του έργου, κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Βρισκόμαστε στο Κάιρο το 1943. Η Αριάγνη μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της, ζούνε σε μια φτωχική συνοικία του Καΐρου, που τη λένε «Λαβύρινθο». Φιλοξενεί τον Μάνο Σιμωνίδη στο σπίτι της εκείνα τα χρόνια και δεν διστάζει να προσφέρει τη βοήθειά της σε όποιον την ζητήσει. Ο Σιμωνίδης εκείνο τον καιρό αρθρογραφεί στην παράνομη εφημερίδα της αριστεράς, «Ο μαχητής», η οποία αγωνιζόταν για την εκκαθάριση του ελληνικού στρατού από τα πολυπληθή βασιλικά και μεταξικά στοιχεία. Τέλος, διαδραματίζεται η καταδίκη των δύο ελληνικών ταξιαρχιών που είχανε σχηματιστεί και πολεμούσανε στο πλευρό των Συμμάχων, αφού διατάσσονται από την κυβέρνηση του Καΐρου να βαδίσουν από το Χαλέπι της Συρίας μέχρι τη Ράκκα κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη.

Όπως βλέπετε όντας το έργο αυτό μεταπολεμικό δείχνει τις πολεμικές κινήσεις και καταστρώσεις των Ελλήνων, όχι στην καρδιά της Ελληνικής Αντίστασης όμως, αλλά στην Αίγυπτο. Αυτό που δεν φαίνεται με μια πρώτη ματιά είναι η «Αντίσταση» μιας γυναίκας στα «πρέπει» της εποχής της και αυτή είναι η Αριάγνη, πρωταγωνίστρια στο ομώνυμο δεύτερο βιβλίο του Τσίρκα.

Αρχικά τι γνωρίζουμε για τον Φεμινισμό;

Ο Φεμινισμός ξεκίνησε να ακούγεται στον κόσμο με διαφορετικές αντιλήψεις. Ξεκίνησε συγκεκριμένα από τον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο οι γυναίκες ήθελαν να διεκδικήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ξεκίνησαν τον λόγο τους τονίζοντας τις ομοιότητες στα δύο φύλα και ότι πρέπει να υπάρχει ισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Το αντεπιχείρημα όμως κάποιων γυναικών ήταν να τονιστούν οι διαφορές ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, καταλήγοντας στο ότι οι γυναίκες είναι ανώτερα πλάσματα. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο πόλοι, οι οποίοι και οι δύο προσπαθούσαν να απαντήσουν στις μεταβολές της κάθε κοινωνίας. Χρονολογικά, ο Φεμινισμός χωρίζεται σε τέσσερα κύματα, το 1920 ξεκίνησε το πρώτο κύμα, το 1960 το δεύτερο κύμα, το 1990 το τρίτο κύμα και το τέταρτο κύμα αναφέρεται από το 1980 περίπου μέχρι στα μέχρι και σήμερα. Μετά από τα τρία κύματα, μπορεί να επιτεύχθηκαν οι περισσότεροι στόχοι των κινημάτων, αλλά εν τέλει δεν σταμάτησαν την δράση τους. Συνοψίζοντας καταλήγουμε στο ότι ο φεμινισμός είναι κάτι το περίπλοκο. Είναι πολύπλευρος, ποικιλόμορφος για το ιστορικό, για το πολιτικό και το ιδεολογικό περιεχόμενο του.

Μας ενδιαφέρει το δεύτερο κύμα Φεμινισμού από χρονολογική άποψη‧ Από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τα τέλη του 1970 αναπτύσσεται ο φεμινιστικός πολιτικός ακτιβισμός. Η οικονομική ισότητα μεταξύ των φύλων και η ενασχόληση με τα δικαιώματα γυναικείων μειονοτήτων παρά με απόλυτα δικαιώματα όπως το δικαίωμα ψήφου απασχόλησαν ξανά αυτό το κύμα. Ουσιαστικά, οι διεκδικήσεις πλέον γίνονται πιο μαχητικές με το βιβλίο της Simone de Beauvoir "Το δεύτερο φύλο", στο οποίο η συγγραφέας υποστηρίζει ότι «γυναίκα γίνεσαι, δεν γεννιέσαι». Σε αυτό το κύμα αναπτύσσεται επίσης και η φεμινιστική λογοτεχνική κριτική, η οποία ασχολείται με τους τρόπους αναπαράστασης των γυναικείων χαρακτήρων στη λογοτεχνία, με το ζήτημα της γλώσσας ως φορέα της πατριαρχικής ιδεολογίας και με τη γυναικεία συγγραφή. Οι φεμινίστριες αυτού του κύματος καταγγέλλουν τον ανδρικό λόγο ως υποτιμητικό για τις γυναίκες, είτε αυτές είναι υποκείμενα είτε αντικείμενα της λογοτεχνικής πράξης, και αναζητούν τρόπους για να ανυψωθεί μια γυναικεία φωνή.

Μιας και μάθαμε λίγα πράγματα για τον Φεμινισμό ας παρατηρήσουμε γιατί η Αριάγνη χαρακτηρίζεται Φεμινίστρια της εποχής της. Η Αριάγνη είναι σύζυγος του Διονύση και μητέρα έξι παιδιών. Είναι γυναίκα του σπιτιού, φροντίζει για όλους και για όλα, ήσυχη, ανιδιοτελής και γενικώς τα βγάζει πέρα μόνη της χωρίς τη βοήθεια κανενός. Πέρα από το οικονομικό κομμάτι, στο οποίο είναι εξαρτημένη από τον άνδρα της, τον Διονύση, και τα παιδιά της και συγκεκριμένα από τις κόρες της Καλλιόπη και Ουρανία, οι οποίες φέρνουν έναν αξιοπρεπή μισθό στο σπίτι, πράγμα αξιέπαινο για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, η Αριάγνη θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη γυναίκα, αφού έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου μόνη της το σπίτι, στο οποίο μένει η οικογένεια της, και ακόμα και στις δυσκολίες που της φέρνει η ζωή στέκεται όρθια. Από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ίδια και η οικογένειά της φαίνεται ο δυναμισμός της, ο δυναμισμός που έχει ανάγκη μια γυναίκα, η οποία θέλει να γίνει ανεξάρτητη, να σταθεί στα πόδια της και να διεκδικήσει τα θέλω της. Αναφέρεται και σε κάποιο σημείο του κειμένου ότι όταν φτάνει ο Σταμάτης, ο γιός της, το φαγητό δεν επαρκεί για όλους και η Αριάγνη του γεμίζει κρυφά από το δικό της πιάτο. Η ηρωίδα βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει την ανάγκη της σωστής διαχείρισης των λιγοστών πόρων που έχει μια οικογένεια. Αν κάποιος θέλει να φτιάξει σπιτικό και θέλει να επιβιώσει στα δύσκολα, θα πρέπει να σέβεται κάθε αντικείμενο που αγοράζει και να το προσέχει, για να μπορεί να το χρησιμοποιεί για όσο περισσότερο καιρό γίνεται. Αυτή η στάση της δείχνει την εξυπνάδα της, την ευστροφία της, την δυναμικότητά της και την αποφασιστικότητά της να επιβιώσει και να φροντίζει τα παιδιά της και για αυτό νιώθει περήφανη για τον εαυτό της. 

Το όνομά της την παρουσιάζει αθώα, ήρεμη, αγνή. Η Αριάγνη διαθέτει την ωριμότητα, εκείνη που της επιτρέπει να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης της. Γνωρίζει πως η μοίρα της είναι συνδεδεμένη με τη μοίρα των ντόπιων κατοίκων, τους σέβεται και αναγνωρίζει στο πρόσωπό τους την ευγένεια των συναισθημάτων τους και τη μεγαλοψυχία τους, ειδικά στον Γιούνες. Σε αντίθεση με το σύζυγό της, που αντιμετωπίζει υποτιμητικά τους ντόπιους, η Αριάγνη κατανοεί πως θα ήταν μια περιττή και ανώφελη ματαιοδοξία να υιοθετήσει τις απόψεις του πρώτου και να θεωρήσει τον εαυτό της καλύτερο από τους ντόπιους. Βλέπει σ' εκείνους τα ίδια βάσανα με τα δικά της και πολύ περισσότερο βλέπει σ' εκείνους την ίδια αγάπη και την ίδια διάθεση αυτοθυσίας που χαρακτηρίζει και την ίδια. Η Αριάγνη ακούει με πικρή απογοήτευση τον άντρα της να αποκαλεί τους Αιγύπτιους "γομάρια" και να σχολιάζει πως τους χρειάζεται μαστίγιο, για να φοβούνται. Για την Αριάγνη είναι αδιανόητη η φυλετική αυτή διάκριση, ιδίως ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους που θα έπρεπε να ζουν μεταξύ τους απολύτως αρμονικά. Βλέπει γύρω της όχι Έλληνες και Αιγύπτιους, αλλά ανθρώπους. Ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν σκληρά μόνο και μόνο για να διασφαλίσουν τα τελείως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Η Αριάγνη θεωρεί όχι μόνο απαράδεκτη τη στάση του συζύγου της, αλλά και επικίνδυνη, καθώς διαβλέπει πως η συνεχής αυτή περιφρόνηση απέναντι στους ντόπιους θα προκαλέσει την αντίδρασή τους. Η παραπάνω γνώμη της, αν και η θέση της στην τότε κοινωνία ήταν να χαρακτηρίζεται κατώτερη και σιωπηλή, την χαρακτηρίζει ανοιχτόμυαλη, διαλλακτική και λογική, προσόντα που χρειάζονται για έναν άνθρωπο, ειδικά την σήμερον ημέρα, για να καταλάβει καλύτερα τον κόσμο και να ξεφύγει από το κατεστημένο.

Από τα παραπάνω στοιχεία αλλά και από το χρονικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται το συγκεκριμένο έργο, καταλαβαίνουμε ό,τι κυριαρχεί στο σπιτικό της Αριάγνης, αλλά και γενικά στην κοινωνία εκείνων της εποχής. Το φεμινιστικό κίνημα έχει αναφερθεί αρκετές φορές σε αυτές τις συνθήκες και στο πόσο αυτή η κατάσταση επηρεάζει την ψυχοσύνθεση της γυναίκας και σε ποια θέση την εντάσσει. 

Ο Διονύσης είναι ο σύζυγος της Αριάγνης, πατέρας των παιδιών της, άρα και ο «αρχηγός» της οικογένειας και του σπιτιού του. Παρατηρούμε να ενσαρκώνει επαρκώς τον ρόλο του «πάτερ φαμίλια» και να διακρίνεται από συγκεκριμένα πατριαρχικά χαρακτηριστικά. Είναι αυστηρός, τυπικός, απόμακρος κάποιες φορές, και υπερήφανος ακόμα και όταν κάνει λάθη και δεν τα παραδέχεται ούτε καν στην Αριάγνη, για να μην αντιδράσει. Φέρεται αδιάφορα αρκετές φορές στην οικογένεια του. 

Επιπρόσθετα, η Αριάγνη βρισκόμενη υπό το καθεστώς αυτό, δεν έχει δικαίωμα λόγου-γνώμης και το εντοπίζουμε σε αρκετά σημεία του βιβλίου, όπου συζητάνε "οι άνδρες" για ένα κύριο θέμα, το οποίο αφορά όλους, τον πόλεμο και ο Διονύσης της ζητά την γνώμη πάντα ειρωνικά και πειραχτικά. Επιπλέον, οι κόρες τους, δουλεύουν κανονικά φέρνοντας έναν αξιοπρεπή μισθό στο σπίτι. Διαθέτουν μια κάποια ελευθερία, την οποία δεν δίνει ο Διονύσης στην Αριάγνη. Δεν της έχει επιτρέψει πιθανότατα να δουλέψει, καθώς την εντάσσει αυτομάτως μέσα στο σπίτι, κάνοντάς την να νιώθει ανίκανη να ασχοληθεί με το οτιδήποτε. 

Προς το τέλος του έργου παρατηρείται μια απρόσμενη αλλαγή από την Αριάγνη. Μαθαίνει με κακό τρόπο ότι πέθανε ο Ναμπουλιόν και θέλει να ντυθεί, όπως αρμόζει, να θρηνήσει, να πενθήσει, να πάει στην κηδεία. Ο Διονύσης γίνεται έξαλλος με την στάση της, την χαρακτηρίζει άλογη και παράφρων, που θέλει να πάει σε κηδεία ξένων και διαφωνεί πλήρως με την επιθυμία της. Εκείνη όμως καταφέρνει να πείσει τα παιδιά της να έρθουν μαζί της και φεύγει χωρίς να την απασχολεί η γνώμη του Διονύση, διακινδυνεύοντας το στεφάνι της, όπως τόνισε χαρακτηριστικά και η ίδια.

Η Αριάγνη γνωρίζει πως, αν και δε γεννήθηκε στην Αίγυπτο, αυτή είναι η πατρίδα της, γιατί εκεί μεγάλωσε τα παιδιά της, γιατί εκεί έχει τις καλύτερες αλλά και τις πιο επώδυνες αναμνήσεις της. Φεύγοντας από την Αίγυπτο θα στερηθεί τις ιστορίες που κρύβει για εκείνη κάθε σημείο της πόλης όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Θα στερηθεί τις φιλίες που τη δένουν με τους ντόπιους κατοίκους, θα στερηθεί την αγάπη που ένιωσε για εκείνους και την αγάπη που ένιωσαν για εκείνη. Ζούσε μια ζωή δύσκολη, με πολλές υποχρεώσεις, προσπαθώντας να αναδείξει την αξία της μέσα από το σπίτι, ακόμα και όταν ο σύζυγός της ήταν απών, αλλά μας δείχνει ότι έχει κρατήσει και καλές στιγμές παρόλη την ταλαιπωρία που υπέστη. Εν τέλει, έκανε και εκείνη επιτέλους την «επανάστασή» της, κάνοντας αυτό που πραγματικά ήθελε, χωρίς να νιώθει ενοχές και ότι προδίδει κάποιον, μα νιώθοντας γαλήνια.

Εν κατακλείδι, η κάθε γυναίκα και ο κάθε άνθρωπος γενικότερα έχει το δικαίωμα να εκφράσει αυτό που θέλει και να πράξει όπως θέλει. Τα φεμινιστικά κινήματα υποστήριξαν ότι πρέπει μια γυναίκα να είναι ελεύθερη να φτιάξει τη ζωή της, όπως εκείνη επιθυμεί και να έχει η ίδια τον έλεγχο του εαυτού της. Η Αριάγνη αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα της παραπάνω αντίληψης. Στο τέλος, η Αριάγνη πηγαίνει στην κηδεία, δίχως έγνοια για το τι θα σκεφτεί και τι θα πει ο κόσμος, δίχως έγνοια για το τι θα πει ο άνδρας της, τον οποίο έπρεπε να υπακούει τότε. Έκανε ότι η ίδια ένιωθε σωστό. Αυτό αποτελεί φανερά μια πράξη Φεμινισμού.

@Κοινωνικά Ζητήματα

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε