Φιλίες κι αποτσίγαρα

2022-10-16

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ειρήνη Πατατανέ...
@Ειρήνη Πατατανέ

Ο κρύος αέρας διέσχιζε το μισάνοιχτο παράθυρο και χάιδευε το κορμί του. Δεν ήξερε πως είχε βρεθεί εκεί. Να κοιτάζει μια φωτογραφία άψυχη και να κλαίει. Ήξερε μόνο ότι πονούσε. Πονούσε από τα λόγια που είχε ανταλλάξει. Από τον τρόπο που τον είχε αφήσει σε εκείνη την καφετέρια για να πιει βότκες και από την φθηνή δικαιολογία που τον είχε ακούσει να ξεστομίζει. Δεν ήταν φίλος του αυτός. Οι φίλοι δεν έκαναν έτσι, όχι στα μέρη του. Όχι στο κεφάλι του. Τινάχτηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Το σπίτι ήταν κρύο και κάθε γωνιά του έμοιαζε να τον διώχνει σιωπηλά, χαρίζοντάς του μια ανατριχίλα που τον έκανε να νιώθει παρείσακτος. Τοποθέτησε το χέρι του πάνω σε ένα μπουκάλι ουίσκι και προσπάθησε να το ανοίξει. Δεν το έκανε όμως. Την προσοχή του τράβηξε μια κλήση στο κινητό.

«Παρακαλώ», είπε με σιγανή φωνή. 

«Έλα Ορέστη, ο Γιώργος είμαι, τι κάνεις;», ακούστηκε η φωνή από το μικρόφωνο. Ήταν εκείνος, ο παιδικός του φίλος. Ο φίλος που τον είχε παρατήσει πριν τρεις ημέρες σε εκείνη την καφετέρια με άλλους δυο ανθρώπους. Αμέσως η ψυχή του σφίχτηκε. Είχε πάρει τηλέφωνο να ζητήσει συγγνώμη; Κατάλαβε το λάθος; Πολλές ερωτήσεις άρχιζαν να του τροχίζουν το μυαλό, ώσπου στο τέλος απάντησε: «Καλά είμαι, εσύ;». 

«Καλά, να σου πω, θα μπορέσεις να μου κάνεις μια χάρη;». Στο άκουσμα αυτής της πρότασης τα χείλη του σφίχτηκαν. Τα μάτια του άρχισαν να καίνε. Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κάτι άλλο. Το έκλεισε και το πέταξε στον καθρέφτη που βρισκόταν λίγα μέτρα μπροστά του.

Ένιωσε ηλίθιος που πίστεψε πως ενδιαφέρθηκε για εκείνον. Έστω και μετά από μέρες. Τώρα τα μάγουλά του είχαν πάρει κι εκείνα φωτιά. Δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό του. Πήγε και στάθηκε μπροστά από το ραγισμένο καθρέφτη. Άρχισε να μαζεύει τα σπασμένα κρύσταλλα από το πάτωμα, καθώς οι σταγόνες των δακρύων του τον τυφλώναν όλο και περισσότερο. Μέσα στην θολούρα των ματιών και του κεφαλιού του δεν πρόσεξε. Άρπαξε ένα κομμάτι γυαλιού απότομα και κόπηκε. Αμέσως, αίματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και το άσπρο πλακάκι από λευκό έγινε κόκκινο σε δευτερόλεπτα. Σκούπισε βιαστικά τα βλέφαρά του και περιεργάστηκε το χέρι του. Μόλις ακούμπησε το κόψιμο, ένιωσε χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες να του τρυπούν την καρδιά. Έτρεξε βιαστικά στο μπάνιο, παίρνοντας και το κινητό του που είχε ανασύρει από το πάτωμα.

Ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσει τι πονούσε περισσότερο εκείνη την στιγμή: ο ψυχικός ή ο σωματικός του κόσμος. Άπλωσε το άλλο του χέρι, εκείνο που δεν ήταν πληγωμένο και άρπαξε ένα μπουκάλι οινόπνευμα, μια γάζα και ένα ψαλίδι από το κουτί των πρώτων βοηθειών. Αφού τακτοποίησε το χέρι του, έφυγε από το μπάνιο. Πήγε στο σαλόνι και κάθησε στον μεγάλο καναπέ, απέναντι από το τζάκι. Σειρά είχε να τακτοποιήσει και την ψυχή του. Τοποθέτησε το κινητό ανάμεσα στα χέρια του και πληκτρολόγησε τον αριθμό του κολλητού του. Προσπάθησε να πατήσει το κουμπί για να τον καλέσει, αλλά το χέρι αρνιόταν να τον υπακούσει. Το άφησε, εν τέλει, δίπλα του και κουλουριάστηκε στην γωνία του καναπέ. Κοίταξε την φωτιά που είχε σχεδόν σβήσει και άφησε τον εαυτό του να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Μια φιλία είχε σβήσει μαζί με την φωτιά το επόμενο πρωί. 

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε