Trance music: Η ενδιαφέρουσα ιστορία της

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ ο Χρήστος Κόλλιας, φοιτητής Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Χρήστος Κόλλιας
Αλήθεια, τι σας έρχεται πρώτο στο μυαλό όταν ακούτε τη λέξη ''trance''; Οι πιθανές απαντήσεις ποικίλλουν: χορευτική μουσική, κλαμπ, 90s, rave, χιλιάδες ανθρώπων να παρασύρονται από το ρυθμό της έντονης μουσικής και τα πόδια τους να παίρνουν φωτιά από τον ασταμάτητο χορό στη πίστα, νεαροί να ζουν στη δική τους ''νιρβάνα'' μέσα στα κλαμπ και να δηλώνουν πως ''βλέπουν κύκλους'', και άλλα πολλά. Πάντως, για τους περισσότερους ανθρώπους που δηλώνουν λάτρεις του συγκεκριμένου μουσικού είδους, η trance αντιμετωπίζεται σαν κάτι περισσότερο από απλώς μουσική και ευφορικές μελωδίες. Γι' αυτούς, η trance αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι κουλτούρας, με ψυχή και πάθος σε κάθε νότα, μία μουσική με ακούσματα ιδιαίτερα, εκρηκτικά και άκρως μοναδικά. Και, αν ακούσουμε μερικά από τα κομμάτια που έχει να προσφέρει το είδος, διαπιστώνουμε πως έχουν απόλυτο δίκιο. Η trance είναι μία αξιοσημείωτη περίπτωση στο μουσικό πλανήτη, και διαθέτει μία ενδιαφέρουσα και πλούσια ιστορία, η οποία μπορεί να σαγηνεύσει τον αναγνώστη (είτε μη ακροατή της trance, είτε γνώστη του είδους) και να τον κάνει να αγαπήσει την trance και την απαράμιλλη γοητεία της.
Ωστόσο, πριν προχωρήσουμε στην πορεία της trance στο χρόνο, ας κάνουμε μία σύντομη παρουσίαση της σημασίας του όρου. Ως trance, περιγράφεται εκείνο το είδος ηλεκτρονικής μουσικής, το οποίο δέχθηκε επιρροές κυρίως από τη rave και τη Βρετανική new age μουσική σκηνή, αλλά και από τη Γερμανική techno, και γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της trance είναι η ανάμειξη μελωδικών φράσεων αργής και ταχείας ανάπτυξης, γεγονός που προκαλεί συνεχόμενες μεταπτώσεις στον ρυθμό και την ένταση των κομματιών. Με άλλα λόγια, στα περισσότερα κομμάτια της trance μουσικής, η μελωδία κλιμακώνεται σταδιακά ως τα μέσα του κομματιού, ενώ ακολουθεί ήρεμη αποκλιμάκωση, με τη μελωδία να παραμένει στο προσκήνιο και τους ήχους/εφέ κρούσης, σε συνδυασμό με τα beats, να αποσύρονται για εκτενές χρονικό διάστημα. Όλα αυτά, προτού σημειωθεί σταδιακή (αλλά και πολλές φορές απότομη) επανακορύφωση της μελωδίας και επαναφορά των κρούσεων και των beats, ως τη λήξη του κομματιού. Επίσης, ένα ακόμη χαρακτηριστικό της trance είναι πως, στη πλειοψηφία τους, τα κομμάτια απαρτίζονται αποκλειστικά από μελωδικές φράσεις, χωρίς την προσθήκη φωνητικών και στίχων. Βέβαια, έχουν σημειωθεί περιπτώσεις, στις οποίες κάποιο κομμάτι trance να διαθέτει φωνητικά ή ακόμη και να προκύπτουν επανεκτελέσεις κάποιων κομματιών, με την ύπαρξη, πλέον, στίχων (κουπλέ - ρεφρέν). Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας ''trance'', υπάρχουν δύο κυρίαρχα σενάρια. Το ένα συνδέεται με την άμεση σημασία της λέξης ''trance'', η οποία είναι ''έκσταση'': το συναίσθημα της έκστασης προκαλεί συναισθηματική έκρηξη, καθώς και συναισθήματα χαράς, ευτυχίας και ευφορίας, τα οποία ισχυρίζονται πως βιώνουν οι ακροατές της trance , καθώς παρασύρονται στο ρυθμό της. Έτσι ίσως να εξηγείται το πώς προήλθε η ονομασία του εν λόγω μουσικού είδους. Το άλλο σενάριο αναφέρει πως, οι μουσικοί παραγωγοί προσέδιδαν την ονομασία ''trance'' για να περιγράψουν συλλογικά το έργο τους, καθώς υποστήριζαν ότι, με τη συγκεκριμένη μουσική, επεδίωκαν την πρόκληση καταστάσεων έκστασης.
Αφού παρατέθηκαν τα βασικά γνωρίσματα της trance, ας περάσουμε στον λόγο για τον οποίο συντάχθηκε το παρόν άρθρο, δηλαδή στην αναλυτική παράθεση της ιστορίας της trance, της γέννησης των υποκατηγοριών της και της εξάπλωσής της στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Όλα αρχίζουν στα τέλη της δεκαετίας του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του 90 στη Γερμανία, όταν και ξεκίνησε να επικρατεί η τάση ανάμεσα στους Ευρωπαίους dj's της εποχής να προσθέτουν ψυχεδελικούς και πρωτοποριακούς ηλεκτρονικούς ήχους στις μουσικές τους παραγωγές. Οι εν λόγω ήχοι ενσωματώθηκαν σε κομμάτια του είδους της techno και της acid house, που στην ουσία τα εν λόγω μουσικά είδη αποτέλεσαν τις βάσεις για τη θεμελίωση της trance. Παράλληλα, η εισαγωγή της Detroit techno στην Ευρωπαϊκή μουσική σκηνή, και η επακόλουθη επιρροή της στα κομμάτια των Γερμανών και Βρετανών μουσικών παραγωγών ηλεκτρονικής μουσικής, συνέβαλε εξίσου καθοριστικά στη διαμόρφωση του ύφους και της ταυτότητας της trance. Αν έπρεπε να περιγράψουμε μονολεξί τις απαρχές της trance, και λαμβάνοντας υπόψη τη σύνδεσή της με την techno, θα χρησιμοποιούσαμε τον όρο ''techno trance'', με τις ήδη υπάρχουσες techno βάσεις να αναμειγνύονται περίτεχνα με νέους και καινοτόμους - για την εποχή - ήχους, που ''ερεθίζουν'' τον συναισθηματικό κόσμο των ακροατών.
Ένας από τους πρωτεργάτες της trance υπήρξε ο πρωτοποριακός μουσικός παραγωγός της γερμανικής techno σκηνής Sven Vath. Στο άλμπουμ του, με τίτλο ''Accident in Paradise'', ο Vath συνδύασε την techno με περισσότερο μελωδικά και ατμοσφαιρικά ηχοχρώματα, ενώ επηρεάστηκε βαθύτατα και από τη κλασική μουσική, συνθέτοντας, έτσι, πρωτόγνωρα και συνάμα εντυπωσιακά ακούσματα. Σε συνδυασμό με τον Vath, δείγματα πρώιμης trance προσφέρει και το συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής KLF, με το εμβληματικό κομμάτι τους ''WhatTimeisLove'' , που κυκλοφόρησε το 1988 και πολλοί το χαρακτηρίζουν ως την επίσημη αφετηρία της trance ως μουσικό είδος. Τρία χρόνια μετά, το 1991 , μία ακόμη χαρακτηριστική στιγμή στην ιστορία της trance λαμβάνει χώρα, όταν κυκλοφορεί ένα κομμάτι, το οποίο, αν και εντάσσεται στο φάσμα του breakbeat techno, περιλαμβάνει πολλά από τα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν στην trance, όπως η μελωδική φύση του κομματιού και το πλήθος ποικιλόμορφων ατμοσφαιρικών ήχων, που συνθέτουν μια μουσική πανδαισία, ξεκάθαρα αποκλινόμενη από τη συνήθη νόρμα της techno εκείνης της εποχής. Ο λόγος για το πλέον διαχρονικό '' PapuaNewGuinea'' των Future Sound of London ( ένα κομμάτι καθηλωτικό στο άκουσμα και με αδιαμφισβήτητη επίδραση στη διαμόρφωση της trance ). Πολύ σύντομα μετά την κυκλοφορία της προαναφερθείσας επιτυχίας, σημειώνεται η πρώτη άνοδος της trance στη δημοσιότητα, διότι το 1992, εμφανίζεται η διασκευή του δημοφιλούς single των Jam and Spoon '' TheAgeofLove '', η οποία γνωρίζει τεράστια επιτυχία και εξακολουθεί να ακούγεται φανατικά από πολλούς λάτρεις του είδους (και όχι μόνο) μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, οι ευφορικοί ήχοι κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στη παλέτα ηχοχρωμάτων της trance και καθιερώνονται ως σήμα κατατεθέν της. Απόδειξη αυτού η κυκλοφορία του ''Dreams'' από τον μουσικό παραγωγό Quench, το 1993, ενός από τα πρώτα κομμάτια στο χώρο της trance στο οποίο συναντάται έντονη χρήση του synthesizer για την παραγωγή μουσικών φράσεων. Μάλιστα, το συγκεκριμένο κομμάτι προκάλεσε την πρώτη αξιοσημείωτη έκθεση της trance στο ευρύ κοινό, καθώς έλαβε σημαντικό χρόνο αναπαραγωγής στην εκπομπή του ραδιοφωνικού παραγωγού Pete Tong στο Radio 1 του BBC, τον Δεκέμβριο του 1993.
Το 1994, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της trance στην Ευρώπη, γεννιέται κι ένα νέο είδος της, η λεγόμενη Goa Trance, που εμπνέεται από την παράδοση στη ψυχεδελική μουσική, την οποία, από τα τέλη της δεκαετίας του 60, κατείχε η πόλη Goa στην Ινδία. Η Goa αποτέλεσε σημείο συνάντησης για πλήθος DJ από ολόκληρο το κόσμο, που παρουσίασαν τις trance δημιουργίες τους στην Ινδία, προσαρμόζοντάς τες στην ινδική μουσική παράδοση και τους ιδιαίτερους, ''έθνικ'' ήχους της. Και, έτσι, από την Ινδία, η Goa Trance σύντομα ταξίδεψε στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα στο 1994, ενώ στη διάδοσή της, συνέβαλε ιδιαίτερα το συγκεντρωτικό άλμπουμ ''Goa Mix'' του καταξιωμένου DJ Paul Oakenfold, με τα καλύτερα mix του Goa Trance ρεπερτορίου μέχρι εκείνη την εποχή (προσωπικές επιλογές του συντάκτη από το εν λόγω άλμπουμ αποτελούν το ''FloorEssence'' του Man with No Name , καθώς και το ''Alcatraz'' των Electrolete). Προς τα τέλη της δεκαετίας του 90, αναδύθηκε στην επιφάνεια ένα ακόμη παρακλάδι της οικογένειας της Trance, η Psychedelic ή Psy-Trance, που, με τη σειρά της, έγραψε τη δική της ιστορία στο είδος.
Καθώς τα χρόνια προχωρούν και η δυναμική της trance γιγαντώνεται, ο Ιταλός μουσικός παραγωγός Robert Miles κυκλοφορεί, το 1995, το ''Children'', ένα κομμάτι - ύμνος στην ιστορία του είδους, το οποίο παράλληλα εγκαινιάζει μία νέα παραλλαγή της trance, την επονομαζόμενη ως Dream Trance. Κύρια γνωρίσματα της Dream Trance είναι οι εκφραστικές μελωδίες της ακουστικής κιθάρας και των έγχορδων και οι σαγηνευτικοί ήχοι του πιάνου, που συνδέονται αρμονικά με τον ταχύ ρυθμό και τον ευφορικό τόνο της trance.
Η καταξίωση της trance δεν αργεί να έρθει, και, μετά από ένα χρόνο, το είδος φιγουράρει στις κορυφές των μουσικών charts και πρωταγωνιστεί στα νυχτερινά κλαμπ και στις προτιμήσεις των ακροατών. Ονόματα - σταθμός στην μεγάλη ιστορία της trance, όπως οι Chicane και ο DJ Ferry Van Corsten, επηρεάζουν καθοριστικά τη συνέχειά της, μέσω της χαρακτηριστικής συνεισφοράς τους στο είδος και τους εντονότερους ήχους, στους οποίους έδωσαν έμφαση. Επιπροσθέτως, την ίδια χρονική περίοδο, γεννιέται και η Progressive Trance, που αποτελεί, στην ουσία, ανάμειξη ήχων παρμένων από τη house και τη techno , και μουσικών φράσεων, απαλλαγμένων από την έμφαση στις μελωδίες του synthesizer.
Στα τέλη της δεκαετίας του 90 και με την είσοδο στη νέα χιλιετία, η trance γίνεται φαινόμενο και γνωρίζει παγκόσμιας φήμης και αναγνωρισιμότητας. Σε αυτό συνέβαλαν καταξιωμένοι και παγκοσμίως ξακουστοί καλλιτέχνες , όπως ο Tiesto, ο Armin Van Buuren, ο Paul Van Dyk και οι Rank1, μέσω της συγκρότησης ενός αναζωογονητικού, για την βιομηχανία της trance, είδους. Εδώ, πρωταγωνιστούν ο υμνικός και επιβλητικός χαρακτήρας, οι πασιφανείς επιρροές από τη κλασική μουσική και οι μελωδικές αποκλιμακώσεις (από τα drums και τα beats), χωρίς την ύπαρξη κρούσεων. Το είδος αυτό ακούει στο όνομα Uplifting Trance, ονομασία που οφείλεται στα συναισθήματα ευτυχίας και ευφορίας που προκαλούνται στο άκουσμα των κομματιών του συγκεκριμένου ''παραρτήματος'' της trance.
Μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που αξίζει να σημειωθεί είναι πως, στο ξεκίνημα της χρυσής εποχής της trance, το 1998, η trance συνδέθηκε με τη κατάχρηση της ναρκωτικής ουσίας έκταση στα νυχτερινά κλαμπ, η οποία, αν και προϋπήρχε, πλέον διοχετευόταν σε καλύτερη ποιότητα συγκριτικά με το παρελθόν. Το φαινόμενο, λοιπόν, των θαμώνων των clubs να στρέφονται μαζικά στη κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, προκειμένου να αισθανθούν ευφορία και ''να κάνουν κεφάλι''(χάνοντας, ως επακόλουθο, την επαφή με τη πραγματικότητα), οδήγησε τους παραγωγούς της trance στη σύνθεση κομματιών με άξονα το συναίσθημα και την αποτύπωσή του στη μελωδία. Στόχος τους να δημιουργηθεί μία έκρηξη συναισθημάτων στους ακροατές μέσω της μουσικής, και όχι μέσω ενός χημικού και άκρως βλαβερού για την υγεία τρόπου, που υποβίβαζε τη μουσική σε υποδεέστερο ρόλο, όσον αφορά τη πρόκληση αισθημάτων χαράς και ευφορίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κομματιού trance, με γνώμονα το ανθρώπινο συναίσθημα, αποτελεί το κομμάτι του Paul Van Dyk '' ForanAngel'', το οποίο ο ίδιος συνέθεσε με αφορμή τη γνωριμία του με το κορίτσι που αγάπησε.
Το 1999, η Trance συνέχιζε να γνωρίζει στιγμές δόξας με κομμάτια που άφησαν εποχή, όπως το ''9 pm (TillICome)" του ATB (με το εν λόγω κομμάτι να εξακολουθεί να λατρεύεται από πολλούς, μέσω εξίσου επιτυχημένων διασκευών, προσαρμοσμένων στα ακούσματα της εποχής), καθώς και το ''Airwave'' του trance group Rank1, με το κομμάτι αυτό να ανακηρύσσεται το 2011 ως το καλύτερο κομμάτι της trance όλων των εποχών. Παράλληλα, η κυριαρχία της trance συμβάλλει στην οργάνωση της σε πλήρως νόμιμα και επικερδή clubs, που εμφανίστηκαν κατά μήκος της Ευρωπαϊκής ηπείρου και αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους απανταχού φίλους της trance. Πλέον οι εποχές της παράνομης διοργάνωσης rave party και του αρνητικού στίγματος που αυτά άφησαν στην κοινωνία, και με τα οποία η trance συνδέθηκε στα πρώϊμα βήματα της στις αρχές της δεκαετίας του 90, στο Ην. Βασίλειο και αλλού, αποτελούσαν παρελθόν.
Με την είσοδο της ανθρωπότητας στο millennium, η αυτοκρατορία της trance εξαπλώθηκε παγκοσμίως, καθώς πλήθος κομματιών που ανήκαν στο ρεπερτόριό της, και τα οποία κυκλοφόρησαν το 1999 και το 2000, συνεχώς σκαρφάλωναν στα charts των καλύτερων 40 τραγουδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Την ίδια χρονική περίοδο, σημαντική άνοδο γνώρισε και η Vocal Trance, που πρόκειται για trance με προσθήκη φωνητικών ή/και στίχων και η οποία εκείνη τη περίοδο εξελίχθηκε σε ένα άκρως επικερδές μουσικό είδος (άσχετα αν η trance ξεκίνησε ως καθαρά μελωδικό είδος, απαλλαγμένο από στίχους).
Ωστόσο, η αυξημένη φήμη της trance δεν άργησε να προκαλέσει την έντονη εμπορευματοποίησή της (όπως συμβαίνει και με κάθε μουσικό είδος, άλλωστε), γεγονός που επέφερε την οριστική της παρακμή, μέσα σε διάστημα λίγων ετών. Πιο συγκεκριμένα, τη περίοδο 2002 - 2003 σήμανε η αρχή του τέλους για τη trance. Η αστείρευτη δημιουργικότητα των συνθετών της αρχίζει να εξαντλείται, και το είδος πλέον πρωταγωνιστούσε στις μουσικές τάσεις μονάχα με καθαρά εμπορικά και ομοιόμορφα μεταξύ τους κομμάτια. Η μοναδικότητα και η ξεχωριστή φύση της trance, που την έκαναν γνωστή στη δεκαετία του 90 και τις αρχές της δεκαετίας του 00, είχε πια χαθεί. Μάλιστα, για ένα εκτενές χρονικό διάστημα, από το 2002 έως το 2007, η trance παραγκωνίστηκε και περιθωριοποιήθηκε, εξαιτίας της ραγδαίας ανόδου άλλων μουσικών ειδών, όπως η pop και η indie rock. Συνεπώς, πολλοί συνθέτες trance μουσικής της εποχής μετέβαλλαν το σύνηθες ρεπερτόριο τους και, προσαρμόζοντάς το στις νέες συνθήκες, ξεκίνησαν να πειραματίζονται με νέους ήχους, εισάγοντας το Hard Trance.
Η trance, παρά τη σφοδρή πτώση στη δημοτικότητά της, απεδείχθη πολύ σκληρή για να πεθάνει, και, έτσι, το 2003, η Hard Trance καταφθάνει ως δυναμική απάντηση στη παντοδυναμία της pop. Η συγκεκριμένη παραλλαγή παρουσιάστηκε ως μία φρέσκια προσέγγιση της trance , με έμφαση σε εντονότερα και περισσότερο μινιμαλιστικά ακούσματα, αλλά και με εμφανείς επιρροές από τη rave. Πολύ γρήγορα η Hard Trance ανέβηκε στο προσκήνιο των playlist των nightclubs, και όλα αυτά χάρη σε μουσικούς παραγωγούς όπως ο Andy Farley και ο Lee Haslam. Όσον αφορά τα επόμενα χρόνια, η trance συνέχιζε να σημειώνει θραύση, με ανανεωμένη εικόνα σε σύγκριση με τις δόξες του παρελθόντος, και το 2006 εντάχθηκε στο παιχνίδι και η Tech Trance, μία παραλλαγή της trance με σύνθετους ηλεκτρονικούς ήχους εμπνευσμένους από τη techno και απουσία ήχων από κλασική κιθάρα, έγχορδα όργανα ή πιάνο (όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν , και πιο συγκεκριμένα στο ρεύμα της Dream Trance).
Παρ' όλα αυτά, η trance δε κατάφερε να αποφύγει την οριστική της παρακμή και την μετατροπή της, από πάλαι πότε κραταιό είδος στη μουσική βιομηχανία σε μουσική ενθύμησης ξέγνοιαστων αναμνήσεων και ξέφρενων πάρτι από το παρελθόν. Η άνοδος της ποπ και η αλλαγή στις μουσικές συνήθειες των νέων γενεών αφενός στέρησαν στους νεότερους να μάθουν για τον καλλιτεχνικό πλούτο της trance και για τα ιδιαίτερα κομμάτια της, και αφετέρου έστρεψαν τους καταξιωμένους εν ενεργεία καλλιτέχνες της trance να αλλάξουν το ρεπερτόριο τους σε σύγχρονη ηλεκτρονική και house μουσική, προκειμένου να συμβαδίζουν με τις τάσεις. Βέβαια, παρά τις αλλαγές στα γούστα, η φλόγα της trance παραμένει ακόμα άσβεστη, με τους εκατοντάδες χιλιάδες ακροατών της (μεγάλους και μικρούς σε ηλικία - δε παίζει ιδιαίτερο ρόλο) να τη συντηρούν με επιτυχία. Εν κατακλείδι, η trance μπορεί να μη πρωτοστατεί σήμερα στις τάσεις με νέες κυκλοφορίες, αλλά σίγουρα πρωτοστατεί στις καρδιές όσων την αγάπησαν και ακούν τα δημιουργήματα των καλλιτεχνών της με πάθος και ευλάβεια, σαν και τότε.