Την ώρα που βάφουν τα νερά

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
Το φθηνό της άρωμα άρχισε να καταλαμβάνει κάθε σπιθαμή του μικρού σπιτιού. Δεν υπήρχε γωνία που να μην ήταν αγκαλιασμένη με την φθήνια μιας μυρωδιάς που πάλευε χρόνια να ξεχάσει. Χρόνια, που καθώς περνούσαν φάνταζαν αιώνες, σε μια στιγμή γινόντουσαν λεπτά. Καταβρόχθιζαν με μανία τα σώθηκα του, ξεκινώντας από το μεδούλι και φτάνοντας μέχρι τα όργανα. Οι κόρες των ματιών του διεσταλμένες, τα χέρια του μπουνιές και η ψυχή του έτρεμε. Φευγαλέες μορφές χόρευαν μπρος τα μάτια του, χαρίζοντάς του εφιάλτες, ξανά.
Γύρισε την πλάτη του και το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Ήταν ακριβώς όπως την είχε αφήσει: ζωντανή και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά του. Στο αριστερό της μάγουλο υπήρχε ακόμα η ουλή του μαχαιριού του και στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα κομμάτι γραμμένο χαρτί. Άπλωσε την παλάμη της και πήρε την δίκη του ανάμεσα στα δυο της χέρια. Τοποθέτησε προσεχτικά το μικρό, γραμμένο χαρτί και, στην συνέχεια, έκανε μερικά βήματα πίσω, πριν εξαφανιστεί σχεδόν όσο γαλήνια ήρθε.
Εκείνος δεν τολμούσε να ανοίξει το γράμμα. Το κρατούσε σφιχτά, χωρίς να παύει να λούζει την φιγούρα της με το κοίταγμα του. Χωρίς να παύει να κοιτάει μια μορφή που χανόταν στο σκοτάδι. Μπορεί να έβραζε μα από τα βλέφαρά του δεν έσταξε στάλα δάκρυ. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να κλάψει για εκείνη. Ποτέ ξανά. Έπιασε το χαρτί και με τα δυο του χέρια και, με μια απότομη κίνηση, το έκανε κομμάτια. Ούτε που ήθελε να ξέρει το περιεχόμενό του.
Ήταν ευαίσθητος, όμως δεν θα λύγιζε για κάποια σαν εκείνη. Απομακρύνθηκε από το σημείο που βρισκόταν, εκεί όπου το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μικρά κομμάτια χαρτιού, και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε. Έπειτα, διώχνοντας την μικρή κουρτίνα από το ακόμα πιο μικρό παράθυρο, κοίταξε έξω. Η πλάση ήταν ήρεμη, τόσο πολύ που θαρρείς πως βρισκόσουν σε παραμύθι. Το γρασίδι, μπλε από το σεληνόφως, ακολουθούσε πίστα τον ρυθμό του δροσερού ανέμου. Τα δέντρα σκέπαζαν με την κορμοστασιά τους την λιμνούλα, στην οποία αντανακλούσαν όλα τα αστέρια του γαλαξία και ο ουρανός μαγευόταν από το θέαμα του εαυτού του, καθώς έβλεπε το ομοίωμά του αποτυπωμένο παντού. Ήταν τόσο ειρηνικά όλα, τόσο απίστευτα που, για μια στιγμή, τον έκαναν να νιώσει άνθρωπος ξανά. Ώσπου αυτή η στιγμή τελείωσε.
Ο ουρανός άρχισε να σκεπάζεται από σύννεφα. Και στο τέλος της λίμνης ξανά εκείνη. Παράτησα το ποτήρι με το νερό που κρατούσε στο τραπέζι της κουζίνας και άνοιξε, απότομα, την πόρτα. Βγήκε έξω και στάθηκε πάνω στο σκαλοπατάκι της εξώπορτας. «Τι θέλεις;», φώναξε αγανακτισμένος και τότε ο ουρανός ηρέμησε. Τα σύννεφα χάθηκαν και το φως του φεγγαριού επανήλθε, πιο φωτεινό από ποτέ. Δεν ήξερε τι να περιμένει, μα ήξερε πως δεν έπρεπε να περιμένει και τίποτα. Με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα της.
-«Τι κάνεις εδώ;», την ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
-«Εσύ με άφησες εδώ.», του απάντησε εκείνη.
-«Εγώ τι;», ξανά ρώτησε, μα πριν προλάβει να λάβει κάποια απάντηση, η κοπέλα του χάιδεψε το πρόσωπο και τον ανάγκασε να κοιτάξει στην λίμνη. Εκείνη την στιγμή, ο ήλιος έδιωξε την Σελήνη, αποκαλύπτοντας την φρίκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Φωτίζοντας το νεκρό.