Διήγημα: Όταν οι λέξεις σιωπούν…

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
«Με φοβάσαι;», τον ρώτησε με τα χείλη της να καίγονται και τα μάτια της να τσούζουν. Εκείνος δεν απάντησε. Χαμήλωσε το βλέμμα και παρέδωσε το μυαλό του στον ήχο της βροχής που, σιγά σιγά, άρχισε να διεκδικεί έδαφος. Δεν ήθελε να την αντικρίσει, όχι όταν ξεστόμιζε αυτά τα λόγια. Τότε, εκείνη έκανε ένα βήμα μπροστά και ξανά ρώτησε με τρεμάμενη φωνή: «Δεν σε φοβίζω;». Ο νεαρός δεν άντεξε. Ύψωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Όχι, δεν σε φοβάμαι.», της απάντησε και γύρισε από την άλλη.
Τα μάτια της άστραψαν, λες και κάθε αστέρι του σύμπαντος φώλιασε μέσα τους. Σήκωσε τα χέρια της και είπε: «Την βλέπεις την βροχή που πέφτει; Με έναν χτύπο των χεριών μου μπορώ να την μετατρέψω σε χείμαρρο. Τον βλέπεις τον ήλιο που ανατέλλει; Με μια μου εντολή μπορώ να τον διατάξω να σε κάψει. Την βλέπεις την θάλασσα; Αν το θελήσω μπορεί να σε πνίξει. Κι εσύ ακόμα δεν με φοβάσαι, άνθρωπε;». Ήταν η στιγμή που η σιγουριά άρχισε να υποχωρεί, παραδίνοντας την θέση της στον τρόμο, που άρχισε να εμφανίζεται σαν κόμπος στον λαιμό του. «Αν μπορείς, όπως λες, να με σκοτώσεις τόσο εύκολα, τι σε εμποδίζει;», φώναξε ειρωνικά και, με μια απότομη κίνηση γύρισε και πάλι, προς το μέρος της.
Νόμιζε πως όταν γυρίσει θα δει θυμό, μα αντί αυτού, το μόνο που υπήρχε ήταν λύπη. «Μην με κοιτάζεις. Απάντησε.», ακούστηκε ξανά η φωνή του, αυτή την φορά πιο νευρική. Καμία απάντηση, όμως. Η σιωπή δεν άφηνε τα ηνία.Τότε, έκανε δυο βήματα μπρος της, την κοίταξε στα μάτια και είπε, αηδιασμένος: «Μην προσπαθείς να μου επιβληθείς αν δεν ξέρεις πως να το κάνεις.». Εκείνη, βουρκωμένη, κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του, έσφιξε τις γροθιές της και, επιτέλους, έδιωξε την σιωπή που τόσο πολύ την είχε κατακλείσει: «Δεν προσπαθώ να σου επιβληθώ. Προσπαθώ να βρω έναν λόγο να μην αφήσω το δημιούργημά μου να σαπίσει.».
Για κάποιον, ανεξήγητο, λόγο τα λόγια της τον πόνεσαν. «Τι;», ψυθίρισε μέσα από τα δόντια του. «Με άκουσες. Προσπαθώ να βρω έναν καλό λόγο να μην καταστρέψω αυτό που έφτιαξα, μα δεν με βοηθάς!», είπε και αγανάκτηση άρχισε να πλημμυρίζει το κορμί της. Ήταν μια από τις φορές που οι λέξεις δεν μπορούσαν, ούτε στο ελάχιστο, να περιγράψουν αυτό που γινόταν. Αυτό που ένιωθαν και οι δύο. Ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο άντρας σήκωσε το χέρι του και την χτύπησε στο πρόσωπο, κάνοντάς την να πέσει στο βρεγμένο έδαφος.
Μπορούσε να νιώσει την γεύση του αίματος να κατακλύζει το στόμα της. Η πικρία της την έκανε τα ανατριχιάζει, καθώς αγκάλιαζε όλο και πιο πολύ τον ουρανίσκο της. Η αίσθηση του σιδήρου είχε φτάσει μέχρι τον λαιμό της, αναγκάζοντάς την να αναγουλιάσει. «Τι έκανες;», είπε με όση δύναμη της είχε απομείνει. Ο νεαρός το μόνο που έκανε ήταν να χαμηλώσει το βλέμμα και να μην βγάλει άχνα. Τότε, ύψωσε το κεφάλι της αρκετά ώστε να τον βλέπει και αμέσως, άρχισες η καταστροφή.
Από την θάλασσα άρχισαν να ξεπηδούν πελώρια κύματα, τόσο μεγάλα που κάλυπταν τον ήλιο. Η βροχή δυνάμωσε και από απλή ψιχάλα έγινε καταιγίδα που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της. Κεραυνοί άρχισαν να κάνουν κατάληψη στον νυχτερινό ουρανό και βροντές, τόσο δυνατές, μετέτρεψαν τον επίγειο παράδεισο σε προσωρινή κόλαση. «Σταμάτα! Τι κάνεις; Θα πνιγούμε!», ούρλιαζε ο άντρας. Ξαφνικά οι βροχές σταμάτησαν και η θάλασσα ηρέμησε.
Πήγε να μιλήσει, μα πριν προλάβει να ξεστομίσει το οτιδήποτε, όλα τα σύννεφα του ουρανού εξαφανίστηκαν και την θέση του παρέδωσαν στον ήλιο. Εκείνος, καυτός όπως ήταν, άρχισε να χαϊδεύει τα φυτά, μα ένα και μόνο άγγιγμά του ήταν δυνατό για να τα κάψει. Τιτάνιες φλόγες άρχισαν να ξεπηδούν από το πουθενά και να καταβροχθίζουν μανιωδώς τα πάντα. «Θα μας κάψεις! Σταμάτα!», διαμαρτυρήθηκε για ακόμα μια φορά ο άντρας και η πυρκαγιά σταμάτησε. «Μπορώ να σε καταστρέψω όποτε το θελήσω, μην το ξανά ξεχάσεις ποτέ αυτό.», είπε σιγανά η φύση. Ο άνθρωπος υποσχέθηκε πως ποτέ ξανά δεν θα την πληγώσει, μα εκείνη γέλασε.. Γιατί εκείνη ήξερε...