Μύχιες Σκέψεις

2021-12-17

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...

@Ειρήνη Πατατανέ

«Πρέπει να μιλήσω για όσα δεν ειπώθηκαν. Το χρωστάω στις λέξεις. Το χρωστάω στους ανθρώπους, πίσω από αυτές. Το χρωστάω σε μένα την ίδια. Θα μιλήσω, λοιπόν.», η φωνή της αντήχησε σε όλη την αίθουσα και το ακροατήριο έπαψε να ψιθυρίζει. Τώρα απλά άκουγε. Περίμενε να φτάσει στα αυτιά του η αλήθεια της, όπως περιμένουν οι πιστοί την μεταλαβιά. Τι ήθελε να πει; Για ποιες λέξεις μιλούσε; Και, προπάντων, ήταν έτοιμοι να νιώσουν τις χαρακιές αυτών των λέξεων πάνω τους; Λίγο πολύ, τα ερωτήματα ήταν ρητορικά. Δεν ήταν έτοιμοι. Μα αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Εκείνη θα τα έλεγε όλα, έτσι ακριβώς όπως τα ένιωθε. Έτσι ακριβώς όπως συνέβησαν.

«Έχετε νιώσει ποτέ βλέμματα να σας καίνε το δέρμα;», ρώτησε και αμέσως όλη η αίθουσα βούρκωσε. Το τι θα ακολουθούσε γνωστό, δεν είχαν ανάγκη να το προβλέψουν. Το ήξεραν. Μια γυναίκα σηκώθηκε όρθια και πήρε το παιδί της στην αγκαλιά. Έκανε λίγα βήματα προς την έξοδο, μα πριν προλάβει να εγκαταλείψει τον χώρο πίσω της, η επιβλητική φωνή της ομιλήτριας της έκοψε το αίμα. «Γιατί φεύγετε; Δεν μπορείτε να ακούσετε τα γεγονότα να σας μιλάνε;», είπε. Ο φόβος σταμάτησε. Ακούμπησε το παιδί κάτω στο πάτωμα και γύρισε το κεφάλι του προς την ομιλήτρια. Την κοίταξε κατάματα και πήρε την αληθινή του όψη. Η κορφή της γυναίκας μετατράπηκε σε κάτι μαύρο, σχεδόν άψυχο. Μόνο τα μάτια μπορούσες να διακρίνεις. Κόκκινα, την κοιτούσαν κατευθείαν στην ψυχή, μα δεν την ένοιαζε. Δεν είχε ψυχή.

«Καθίστε στην θέση σας.», μίλησε ξανά και ο φόβος τρόμαξε. «Ξέρεις ποιον διατάζεις, κοπέλα μου;», της απάντησε νευρικά, μα εκείνη απλώς συνέχισε να τον κοιτάει ανέκφραστη. «Μπορώ να σε κάνω να χάσεις τα πάντα αν το θελήσω, πρόσεχε.», συνέχισε. Η ομιλήτρια γέλασε. Κατέβηκε από την σκηνή και με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς το μέρος του φόβου. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια με βλέμμα που έκαιγε. «Τα έχω ήδη χάσει.», είπε αυστηρά. Αμέσως, ο φόβος κουλουριάστηκε. Έσκυψε το κεφάλι και επέστρεψε στην ίδια θέση από όπου είχε φύγει. Κάθισε στην καρέκλα και πήγε να πάρει ξανά την μορφή της γυναίκας που είχε πριν, όταν η φωνή της ομιλήτριας ακούστηκε ξανά : «Μην αλλάξεις μορφή, θέλω να σε βλέπω με την πραγματική σου.». «Γιατί;», απόρησε εκείνος. «Για να μην ξεχνάς ότι δεν με φοβίζεις.», απάντησε εκείνη.

Τώρα το ακροατήριο ήταν πιο ανήσυχο από ποτέ. «Αν ο φόβος δεν την σταμάτησε, τι πιθανότητες έχουμε να το κάνουμε εμείς;», ψυθίρισε η αμφιβολία στο αυτί της λύπης. Μα απάντηση δεν πήρε πίσω. «Λέγε, πως της σταματάμε;», είπε ξανά, λίγο πιο δυνατά αυτή την φορά. Η λύπη την άκουγε να μιλάει και απλά κουνούσε το κεφάλι. Έπειτα σταμάτησε, την κοίταξε και το ξεστόμισε: «Δεν μπορούμε. Ό,τι κι αν κάνουμε θα το μετατρέψει σε όπλο προς όφελός της.».

Τα λεπτά περνούσαν και η ομιλήτρια μιλούσε ακατάπαυστα. Τους τα είπε όλα. Ένα προς ένα τα γεγονότα άρχισαν να διεκδικούν έδαφος, απειλητικά. Ώσπου τελείωσε την εξιστόρηση. Και τότε έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το οξυγόνο να εισχωρήσει μέσα στα πνευμόνια της αχόρταγα. Όταν τα ξανά άνοιξε, όλα τα αρνητικά συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Την θέση τους είχαν πάρει τα θετικά. Τότε η κοπέλα κοίταξε το νέο, πλέον, κοινό της και ένα ειρωνικό γελάκι ξεπήδηξε από τα χείλη της. «Γιατί γελάς έτσι; Αφού ήρθαμε!», φώναξε η χαρά. «Ποιος σου είπε ότι δεν θα διώξω κι εσάς;», απάντησε η ομιλήτρια.

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε