Μέλια (Α' Μέρος)

2022-07-16

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ιωάννα Κεκάτου, φοιτήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών...

@Ιωάννα Κεκάτου

Το ρολόι χτύπησε δυνατά. Το εκκρεμές στον τοίχο έδειχνε δώδεκα ακριβώς το βραδύ. Δεν είχε αργήσει αρκετά αλλά αν δεν ήθελε οι φίλες της πάλι να γκρινιάζουν έπρεπε να βιαστεί να ντυθεί.
Πήγαινε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε μπει στην διαδικασία να φορέσει τα καλά της, να βαφτεί και να βγει έξω, επομένως της ήταν αρκετά δύσκολη διαδικασία. Κυρίως ηθικά και συναισθηματικά, πάρα πρακτικά. Εκείνο το τελευταίο βράδυ θα την στιγμάτιζε για πάντα. Αλλά δεν ήθελε να τα θυμάται αυτά. Ήταν χαρούμενη που τώρα ήταν αρτιμελής και ζωντανή. Και ίσως λίγο πιο προσεκτική απ' ό,τι πριν. Πλέον έβλεπε τον κίνδυνο πριν καν αυτός πλησιάσει.

Οι φίλες της θα την περίμεναν έξω από το μαγαζί, όπου θα πήγαιναν εν τέλει. Δεν ένιωθε έτοιμη για πάρτι αλλά ήξερε πως αν δεν το έκανε τώρα δεν θα έβγαινε από το καβούκι της ποτέ. Δεν ήταν έτοιμη να ξαναμπεί σε αυτοκίνητο, ούτε και να οδηγήσει ακόμα. Αποφάσισε να πάει με τα πόδια. Το πόδι της μόλις είχε βγει από τον γύψο, αλλά δεν την ένοιαζε που πονούσε, η διαδρομή ήταν μικρή και πίστευε πως θα τα κατάφερνε.

Κατέβηκε από το σπίτι της και άρχισε να περπατάει προς τον προορισμό της. Οι ήχοι της πόλης ήταν όπως πάντα εκκωφαντικοί. Είχε να βγει από το σπίτι της τουλάχιστον δυο μήνες και όλα της φαινόταν τόσο καινούργια. Λες και έπρεπε να τα ξανά μάθει από την αρχή. Μα πως αντέχει ο κόσμος σε τόση φασαρία; Πως άντεχε εκείνη τόση φασαρία τόσα χρόνια; Μετά από αυτό ήταν σίγουρη πως θα αποσυρόταν στην εξοχή για πάντα, να ακούει μόνο γάτες να νιαουρίζουν, τζιτζίκια και άντε και στην χειρότερη την μουρμούρα και την γκρίνια της κυρά Τασίας από το απέναντι παράθυρο.

Προχώρησε λιγάκι ακόμα και έφτασε σε ένα παρκάκι. Δυο αγόρια κάθονταν σε ένα παγκάκι όσο κάπνιζαν ένα τσιγάρο, το περιεχόμενο του οποίου διαπραγματεύσιμο. Τα παιδιά με τα κόκκινα μάτια και τα συννεφιασμένα μυαλά πάντα την γοήτευαν για αγνώστους λόγους. Είχε μια μανία να ρομαντικοποιεί όλες τις άσχημες καταστάσεις. Είναι ολοφάνερο πως υπάρχει έστω και λίγος ρομαντισμός στον θάνατο. Αυτό έλεγε πάντα. Ίσως για αυτό και οι άνθρωποι να είναι τόσο εμμονικοί με αυτόν. Αυτό την οδήγησε και εκεί που την οδήγησε σκέφτηκε. Και από όλα όσα έπαθε τίποτα δεν έμαθε. Όταν τα αγόρια αντιλήφθηκαν την παρουσία της προσπάθησαν να κρύψουν αυτό που είχαν στα χέρια τους, μάταια όμως εκείνη δεν τους έδωσε σημασία και συνέχισε. Ήταν αργά και δεν ήθελε να είναι μόνη της τέτοιες ώρες στους δρόμους οπότε άρχισε να βαδίζει με πιο γοργά βήματα, μέχρι που έφτασε έξω από το εστιατόριο. Οι φίλες της την περίμεναν μέσα. Δίστασε για λίγο. Όλα ήταν λες και είχαν επιστρέψει στο πριν. Στην κανονικότητα. Κοντοστάθηκε λιγάκι στην πόρτα και σκέφτηκε πόσο αχάριστη ήταν όλα αυτά τα χρόνια και πόσο διαφορετικά θα έκανε και θα αντιλαμβανόταν τα πάντα αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Όμως δεν μπορούσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε μέσα λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Προτίμησε να προσποιηθεί πως δεν είχε συμβεί κάτι, ώστε με αυτό τον τρόπο θα απέφευγε να της θυμίζουν συνεχώς και εκείνη την βραδιά.

Το πρώτο της δείπνο μετά από καιρό ήταν εξαιρετικό και οι φίλες της όσο πιο διακριτικές μπορούσαν. Τους είχε δώσει πολύ σαφείς οδηγίες πως δεν ήθελε να συζητήσει ποτέ πάλι τίποτα για εκείνον. Όλα τελείωσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για όλους και αυτό ήταν και η μόνη λύση. Όταν επιτέλους τελείωσαν, εκείνη σηκώθηκε να πάει σπίτι της με την λαχτάρα ενός μικρού παιδιού. Η ώρα ήταν δύο τα ξημερώματα και έκανε υπερβολικό κρύο έξω. Ξαφνικά μπροστά στα μάτια της, στον απέναντι δρόμο ένα μηχανάκι προσπάθησε να προσπεράσει από τα δεξιά ένα αυτοκίνητο, το οποίο αυτοκίνητο ξαφνικά έχασε τον έλεγχο και προσγειώθηκε με φόρα πάνω στην κολόνα απέναντι. Εκείνη είχε μείνει κολλημένη να κοιτάζει το αυτοκίνητο χωρίς να αντιλαμβάνεται τι έβλεπε. Το μυαλό της δεν μπορούσε να επεξεργαστεί πλήρως όλη την εικόνα.

Όλες οι εικόνες που απεγνωσμένα προσπαθούμε να αποφύγει τώρα περνούσαν όλες μια προς μια από μπροστά της σαν σε ταινία. Δεν ήξερε πως να το σταματήσει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πρόλαβε και άνοιξε την πόρτα μετά από πολύ προσπάθεια και πετάχτηκε έξω και μακριά από το αυτοκίνητο που σε λίγο θα τυλιγόταν στις φλόγες. Τα αγόρια που ήταν ακόμα στο παγκάκι άκουσαν τον θόρυβο και έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί και μόλις το συνειδητοποίησαν, έτρεξαν να βοηθήσουν τον οδηγό. Ο ένας από τους δυο σήκωσε το τηλέφωνο του και άρχισε να φωνάζει πως είχε γίνει ένα ατύχημα και πως έπρεπε να έρθουν αμέσως, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο οδηγός με το μηχανάκι εγκατέλειψε το μέρος όσο πιο γρήγορα γινόταν χωρίς να τον δει κανένας άλλος πέρα από εκείνη.

Άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση όσο πιο γρήγορα μπορούσε, λες και εκείνη ευθυνόταν για το ατύχημα. Χωρίς να το καταλάβει, έφτασε έξω από την πολυκατοικία της. Προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν μπορούσε. Το οξυγόνο γύρω της λιγόστευε, τα χέρια της έτρεμαν και είχαν αρχίσει αν μουδιάζουν, μια μαυρίλα άρχισε να κλείνει το οπτικό της πεδίο και τότε κατέρρευσε.


Όταν ξύπνησε όλα ήταν υπερβολικά φωτεινά. Οι φίλες της ήταν γύρω της και στα πρόσωπα τους ήταν ξεκάθαρα χαραγμένη η αγωνιά.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε η Εύη

Εκείνη ανασηκώθηκε πανικόβλητη χωρίς να της απαντήσει και απλά την κοίταξε στα ενώ μάταια το επόμενο δευτερόλεπτο ξέσπασε σε κλάματα. Δεν το άντεχε αυτο. Δεν μπορούσε να αντέξει τον εαυτό της. Και άλλες εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά της. Τελικά όσο περισσότερο προσπαθούσε να τις θάψει, τόσο εκείνες εμφανιζόταν ανεπιτήδευτα μπροστά της. Θυμήθηκε τα γυαλιά από τα τζαμιά του αυτοκίνητου στην άσφαλτο, τα αίματα στο φόρεμα της, το κεφάλι του περασμένο στο τιμόνι σαν στεφάνι, εκείνη να τρέχει πανικόβλητη στο πουθενά για να σωθεί. Ήταν πλέον πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια και δεν μπορούσε πια να της κρυφτεί.

Όταν σταμάτησε να κλαίει και να ωρύεται, οι φίλες της τής εξήγησαν ότι όταν άκουσαν για το ατύχημα προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί της και όταν δεν τα κατάφεραν, πέρασαν από το σπίτι οπού και την βρήκαν λιπόθυμη και χτυπημένη στα σκαλιά της πολυκατοικίας της. Το λιπόθυμη αντιλαμβανόταν το πως, για το χτυπημένη δεν ήταν και πολύ σίγουρη, όμως έλειπε και η τσάντα της, αρά κάποιος επιτήδειος λογικά θα της την είχε αρπάξει όταν την είδε πεσμένη κάτω.
Έκατσαν όλες μαζί στο σπίτι της για λίγες ώρες και μετρά την αφήσαν στην ησυχία της. Πλέον πια με πιο ψύχραιμο μυαλό αναλογίστηκε τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Θεωρητικά ήταν μονή της. Αν και ατύχημα της είχε σώσει όλη της την ζωή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Η Μέλια, ετών είκοσι επτά, δασκάλα και γόνος μιας αρκετά εύπορης οικογένειας, ζούσε στην Αθηνά στο ρετιρέ του όγδοου ορόφου μιας ιδιόκτητης πολυκατοικίας στα βοριά προάστια. Μακριά από τα πλούτη και τις υπερβολές της οικογένειας της, όπως νόμιζε εκείνη.
Είχε μια δική της θεωρία για την πραγματικότητα, που δεν συμβάδιζε απαραίτητα με των υπόλοιπων φυσιολογικών ανθρώπων. Στο κεφάλι της το γεγονός ότι έμενε σε πολυκατοικία την έκανε απλή και ταπεινή, ενώ ότι δούλευε κανονικά και τίμια σε μια απλή δουλειά την έκανε ανεξάρτητη και δραστήρια. Βέβαια όλα αυτά θα ίσχυαν αν η πολυκατοικία ήταν μια τυχαία πολυκατοικία και όχι ιδιοκτησία της και αν το σχολείο στο οποίο δίδασκε δεν ήταν των γονιών της και αν πραγματικά δούλευε σε αυτό και όχι εάν απλώς εμφανιζόταν εκεί δυο φορές την εβδομάδα για να επιπλήξει τους υπόλοιπους καθηγητές και δασκάλους που απλά έκαναν την δουλειά τους.

Η Μέλια λοιπόν μια Πέμπτη απόγευμα, αποφάσισε να συναντηθεί με τον Στέλιο, καθηγητής μαθηματικών από το σχολείο της και χρόνια φίλος. Γοητευτικός άντρας, ψηλός, γύρω στα σαράντα πλέον, εργένης και τρεις φορές χωρισμένος μέχρι ώρας για άγνωστους λόγους, με τρία παιδιά, τα οποία και είχε να δει από όταν ήταν νήπια. Την Μέλια όμως δεν την ένοιαζε κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, απλούστατα γιατί δεν την ενδιέφερε ο Στέλιος σαν προσωπικότητα. Την Μέλια την ενδιέφερε η επιβεβαίωση και μόνον αυτή. Ζούσε για το συνεχόμενο και αδιάκοπο φλερτ. Ήθελε να είναι μοναδική και να της το λένε. Διόρθωση. Ήθελε να νομίζουν πως είναι μοναδική και να της το λένε. Δεν ήθελε πραγματικά και ουσιαστικά να κάνει κάτι ώστε να είναι μοναδική. Αυτό θα ήταν πολύ δουλειά για την μέλια και εκείνη βαριόταν και στην ιδέα.

Εκείνη την βαρετή λοιπόν Πέμπτη η Μέλια φόρεσε τα καλά της στολίστηκε και πήγε στο ραντεβού της, το οποίο ομολογουμένως πήγαινε αρκετά καλά. Η συζήτηση τους ήταν τόσο όσο βαρετή με τη Μέλια παίρνει διαρκώς τα κομπλιμέντα που χρειαζόταν και το φαγητό να είναι αρκετά μέτριο. Όχι και άσχημα. Στο τέλος του ραντεβού εκεί που η Μέλια ήταν έτοιμη να φύγει και να πάει στο σπίτι της, ο Στέλιος της πρότεινε να πάνε μαζί, πράγμα που η ίδια αρνήθηκε υπερβολικά απότομα και κατηγορηματικά, σύμφωνα με τον Στέλιο. Για την ακρίβεια τα λόγια της ήταν «Καλύτερα κάποια άλλη φορά, γιατί αισθάνομαι εξουθενωμένη». Στο κεφάλι του Στέλιου όμως κάτι τέτοιο μεταφραζόταν αυτόματα ως απόρριψη και η υπέρτατη προσβολή.

Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς σε περίπτωση που αυτό δεν έχει γίνει ήδη με κάποιον τρόπο σαφές, η Μέλια πραγματικά δεν ήθελε καμία παραπάνω σχέση με τον Στέλιο από αυτό που ήδη είχαν. Δηλαδή μια ψεύτικη φιλιά και αρκετό φλερτ που απλά και ανώδυνα τροφοδοτούσε τον αχόρταγο εγωισμό της Μέλιας. Όμως παρ όλα αυτά τον συμπαθούσε και τον θεωρούσε έναν καλό κατά βάση άνθρωπο ίσως λιγάκι άβουλο μερικές φορές. Βέβαια από την άλλη και ο ίδιος ο Στέλιος τα ίδια θεωρούσε για τον εαυτό του εκτός από το άβουλος φυσικά, για αυτό και προσβλήθηκε τόσο όταν η Μέλια αρνήθηκε την πρόταση του να πάνε μαζί στο σπίτι της και έτσι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δεν αντέδρασε εκείνη την στιγμή όμως. Αντ' αυτού περίμενε υπομονετικά να μπει στο αυτοκίνητο της η Μέλια ώστε να το πλησιάσει να μπει και ο ίδιος ήσυχα και διακριτικά στο πίσω κάθισμα και βάζοντας τον αγαπημένο του σουγιά, που του είχε κάνει δώρο η πρώτη του γυναίκα στα εικοστά όγδοα γενέθλια του, στον λαιμό της για να την αναγκάσει να οδηγήσει μέχρι το κοντινότερο αλσάκι. Πραγματικά ευφυές σχέδιο σύμφωνα με τον Στέλιο, στο οποίο η Μέλια δεν συμφώνησε, για αυτό και ο Στέλιος την μαχαίρωσε στο μπράτσο.

Ο Στέλιος στην πραγματικότητα και όχι μέσα στο κεφάλι της Μέλιας, ήταν ένας αποφασιστικός άνθρωπος. Ό,τι και αν ήθελε, προσπαθούσε μέχρι να το κατακτήσει. Πράγμα που πραγματικά δεν θα έπρεπε να θεωρείται κι κάποιο ιδιαίτερο προσόν. Όμως ο Στέλιος πίστευε πως ήταν το πιο δυνατό σημείο της προσωπικότητας του και για αυτό και το στήριζε σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν, όπως και σε αυτήν εδώ καλή ώρα.

Για να μην πλατειάζω, ο Στέλιος εξανάγκασε την λαβωμένη Μέλια να οδηγήσει μέχρι το κοντινότερο αλσάκι που ήταν περίπου δεκαπέντε λεπτά από την αρχική τους τοποθεσία. Στον δρόμο ωστόσο προσπάθησε να παρηγορήσει την καημένη που αδίκως έκλαιγε πως δεν είχε σκοπό να της κάνει κακό εάν υπάκουε σε ό,τι και αν της έλεγε.

Όταν έφτασαν, την κατέβασε από το αυτοκίνητο, την πέταξε στο έδαφος και με την σταθερή κατά τα άλλα απειλή του σουγιά του, την υποχρέωσε να βγάλει το κόκκινο φόρεμα της και να τα αφήσει σε έναν σωρό διπλά της αφού πρώτα του έδινε το εσώρουχο της. Η Μέλια σκέφτηκε να τρέξει, να φωνάξει, ακόμα και να πάρει φόρα και να πέσει πάνω του ώστε να τον αφοπλίσει για να σωθεί. Να σημειωθεί πως μέχρι ώρας δεν είχε φανταστεί ποτέ τον εαυτό της σε αυτή την θέση. Ήξερε ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών που είχαν κακοποιηθεί, βιαστεί ή απλώς είχαν δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση κατά βάση, όμως ποτέ δεν τις πίστευε. Πάντα τις θεωρούσε υπερβολικές ή απροσάρμοστες λέγοντας πως δεν μπορείς να προκαλείς έναν άντρα και μετά να του αρνείσαι οποιαδήποτε επαφή. Άντρας είναι και αυτός τι θα πρέπει να κάνει δηλαδή; Όμως τώρα όλα φαίνονταν σοκαριστικά σουρεάλ. Τι είχε κάνει ώστε να της αξίζει τέτοια μοίρα; Τι είχε κάνει τόσο λάθος για να οδηγηθεί εκεί; Αυτά που φορούσε; Ο τρόπος που του μιλούσε; Ίσως η ανάγκη της για επιβεβαίωση; Μήπως η ώρα που ήταν περασμένη;

Και η απάντηση είναι τίποτα. Τίποτα από όλα αυτά και αλλά πολλά. Τίποτα το κακό. Τίποτα το περισσότερο και τίποτα το λιγότερο.

Απλά μερικές φορές είναι αυτό που λέμε η κακιά η ώρα σκέφτηκε. Να ένα λάθος της Μέλιας. Δεν φταίει η κακιά η ώρα. Καμία ώρα δεν είναι κακία. Φταίει ο Στέλιος και η μόνιμη ανάγκη του να καταφέρνει πάντα ό,τι και αν βάλει στο μυαλό του, ό,τι και αν είναι αυτό, κυρίως γιατί η μητέρα του όταν ήταν δέκα ετών του είπε πως μπορεί να καταφέρει τα πάντα και εκείνος πήρε το μήνυμα με τον λάθος τρόπο. Νομίζοντας ακόμα πως αυτό σήμαινε ότι μπορεί να εξαναγκάσει και την μικρή Μαίρη να τον ερωτευτεί, ενώ εκείνη αρνούνταν πεισματικά να τον αγκαλιάζει στα διαλείμματα και ήθελε απλώς να παίζει με τις φίλες της χωρίς αυτόν. Μα τι παράλογα κορίτσια και οι δυο τους να μην θέλουν να κάνουν ό,τι ήθελε ο Στέλιος.

Του έδωσε σπαστικά το εσώρουχο της και ξάπλωσε στο πάτωμα όπως την πρόσταξε. Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν παραπάνω από οδυνηρές για την Μέλια και θα ήταν προσβλητικό να περιγράφουν με λέξεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως ακόμα και όσο δεν είχε τις αισθήσεις της οι πληγές στο σώμα και στην ψυχή της δεν θα διαγράφουν ποτέ.

Όταν ο Στέλιος αποφάσισε πως τελείωσε με το σχεδόν ζωντανό κουφάρι της ήξερε πολύ καλά πως δεν μπορούσε να την αφήσει ελεύθερη. Να και κάτι που δεν είχε σκεφτεί εξαρχής το δαιμόνιο μυαλό του. Τα πιθανά σενάρια που σκεφτόταν να υλοποιήσει ήταν δύο. Ή να την κρύψει στο σπίτι του ώστε να μπορέσει να την χαρεί και λιγάκι ακόμα και να την ξεφορτωθεί κάποια στιγμή αργότερα ή να την σκοτώσει, να την πετάξει στην θάλασσα. Το πρώτο σενάριο το θεώρησε επικίνδυνο γιατί όλο και κάποιος θα βρισκόταν να την δηλώσει ως αγνοούμενη και ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε δει άρα υπήρχε μια πιθανότητα να ψάξουν το σπίτι του, άρα και να μπλέξει πράγμα που θα ήθελε να αποφύγει όσο και ο διάολος το λιβάνι. Ο δεύτερος τρόπος ήταν και ο μόνος. Θα έκανε ό,τι έκανε και στην περίπτωση της πρώτης του γυναίκας. Θα την σκότωνε έτσι ώστε να φανεί πως αυτοκτόνησε και έπεσε από τον γκρεμό στην θάλασσα. Ούτως ή άλλως φαινόταν προβληματική προσωπικότητα δεν θα κινούσε και σε κανέναν την περιέργεια κάτι τέτοιο.

Έβαλε σε δράση το σχέδιο του. Πρώτα άρχισε να παίζει κούκλες μαζί της. Την έντυσε, την καθάρισε με λίγο νερό και ένα πανί που βρήκε στο αυτοκίνητο και στο τέλος της έφτιαξε τα μαλλιά. Εάν η Μέλια ήταν ξύπνια καθ' όλη αυτή την διαδικασία ίσως και να κατάφερνε να του αλλάξει γνώμη και τελικά να μην την πετούσε στην θάλασσα και κατά βάση αυτό σκεφτόταν και παρακαλούσε όσο καθάριζε το αίμα από το πρόσωπο και τα μπούτια της. Όμως και εκείνη δεν ξυπνούσε την σωστή στιγμή. Την πέταξε μέσα στο αυτοκίνητο και άρχισε να οδηγεί.

Η αλήθεια είναι πως βιαζόταν να τελειοποιήσει το σχέδιο του οπότε έτρεχε λιγάκι παραπάνω από ό,τι συνήθως, προσπερνώντας κάθε είδους σήμανση. Σε μια από αυτές, σε ένα στοπ, όπου και δεν σταμάτησε, ένα αυτοκίνητο τον χτύπησε στα πλάγια του δικού του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα το τιμόνι να περικυκλώσει το κεφάλι του σαν φωτοστέφανο, υπενθυμίζοντας με μια δόση τραγικής ειρωνείας, σε όλους όσους θα έβλεπαν το κουφάρι του εκείνο το βραδύ, για άλλη μια φορά το ποσό κάλος και άξιος άνθρωπος ήταν. Η Μέλια πάλι που βρισκόταν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκίνητου δεν κατάλαβε και πολλά, πέρα από έναν πολύ έντονο κραδασμό, που εν τέλη ήταν και αυτός που την συνέφερε. Όταν η πραγματικότητα την χτύπησε με δύναμη και θυμήθηκε που βρίσκεται και τι της έχει συμβεί, συνειδητοποίησε πως το αυτοκίνητο δεν κινείται και πως έξω από αυτό δεν ακούγεται τίποτα απολύτως, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του πορτμπαγκαζ. Η Μέλια εκείνη την πολύ δεδομένη στιγμή να τονίσουμε πως δεν ήταν σίγουρη για τίποτα. Κυριολεκτικά. Οι ώρες που είχε περάσει στο αλσάκι με τον Στέλιο είχαν περάσει εντελώς επιφανειακά στην μνήμη της μιας και τις περισσότερες από αυτές δεν είχε τις αισθήσεις της. Όταν τα κατάφερε και συνειδητοποίησε πως κατά πασά πιθανότητα αν δεν βγει από εκεί μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά θα καταλήξει νεκρή από ασφυξία, άρχισε να χτυπάει με μανία την οροφή του πορτμπαγκάζ. Προς έκπληξη της όμως δεν ήταν όσο δύσκολο όσο υπολόγιζε. Έσπρωξε λίγο ακόμα και τα κατάφερε. Κοίταξε γύρω της και είδε το απόλυτο κενό. Δεν ήταν σίγουρη για το τι είχε συμβεί για άλλη μια φορά. Το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει και να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Μακριά από εκείνον και από όσα της έκανε. Για λίγο σκέφτηκε να τον πλησιάσει και να επιβεβαιώσει πως ήταν πραγματικά νεκρός, για να το δει και με τα ίδια της τα μάτια, αλλά φοβόταν πως θα ξυπνήσει θα την αρπάξει και θα ξαναζήσει από την αρχή τον εφιάλτη. Δεν παίζεις με αυτά.

Μέσα στο σκισμένο και κατακόκκινο από το ίδιο της το αίμα πλέον φόρεμα άρχισε να τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση. Έτρεχε περίπου για πέντε λεπτά όταν έφτασε σε έναν κεντρικό δρόμο από τον οποίο περνούσαν ασταμάτητα αυτοκίνητα. Έπεσε μπροστά σε ένα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε για βοήθεια όταν μετά από περίπου είκοσι δευτερόλεπτα κατέρρευσε λιπόθυμη στην άσφαλτο.

Μετά από αυτό ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο στο οποίο και οι γιατροί μαζί με τους φίλους της τής εξήγησαν όσα της είχαν συμβεί. Η Μέλια είχε διάσειση, μια μαχαιριά στο μπράτσο, πληγές και μώλωπες σε όλο της το σώμα, ένα σπασμένο πόδι και μια καρδιά που δεν θα επανερχόταν ποτέ ξανά, καθώς ένα κομμάτι της είχε μείνει για απαντά σε εκείνο το αλσάκι. Και πως θα μπορούσε να επανέλθει άραγε;

Η ζωή της μετά από αυτό άλλαξε ριζικά. Άφησε την δουλειά της, άφησε τις παλιές της συνήθειες, άφησε τον εαυτό της, άφησε τα πάντα. Για λίγο. Μέχρι που είδε πως έτσι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει. Δεν ήταν και ο πιο πρακτικός τρόπος ζωής. Οπότε αποφάσισε να αλλάξει τακτική και οπτική για αυτήν την ζωή. Αυτό ήταν την ημέρα που θα πήγαινε να φάει με τις φίλες της. Που αποφάσισε να σπρώξει ακόμα πιο βαθιά στο υποσυνείδητο της ό,τι και αν της είχε συμβεί και να τα ξεχάσει με τον καιρό όλα επιστρέφοντας στις παλιές και κλασικές συνήθειες της. Και τότε, μετά από τόση σκέψη και αποφασιστικότητα έπρεπε αυτό το μηχανάκι να προσπεράσει λες και ο οδηγός του αψηφά τον θάνατο μόνο και μόνο για να της καταστρέψει πλήρως ότι είχε χτίσει μέχρι εκείνη την ώρα με κόπο.

Αυτό ήταν χθες. Σήμερα όμως ήταν μια άλλη μέρα. Ίσως πιο μαύρη, ίσως όμως και πιο φωτεινή από τις προηγούμενες και τις επόμενες. Πλέον η Μέλια ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του σπιτιού της με κλειστά τα φώτα να κοιτάζει το ταβάνι αρκετά εξεταστικά. Δεν ήταν σίγουρη για το αν ήθελε να σηκωθεί. Έπρεπε βέβαια. Αλλά μέσα της το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει μόνη της εκεί, ακίνητη, εκείνη την δεδομένη στιγμή. Δεν μπορούσε όμως. Ήταν περίεργος άνθρωπος και το να πεθάνει θα την σταματούσε από το να μάθει την συνέχεια της ιστορίας της και αρνούνταν πεισματικά να αποδεχθεί πως αυτό θα ήταν το τέλος της.

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε