Κοινωνικό Διήγημα: Το γράμμα

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Σοφία Σιμέλα Θωίδη
Τους τελευταίους μήνες η δουλειά είχε γίνει όλο και πιο βαρετή. Ξύπναγα τα πρωινά κακόκεφος, βαρύς και ξιπασμένος. Κοιτούσα τα μούτρα μου στον καθρέφτη και δεν με αναγνώριζα. Στο τζάμι εμπρός μου αντανακλούταν ένας άντρας γύρω στα εικοσιοκτώ με μαύρα σγουρά μαλλιά που έφταναν απελπισμένα έως τους ώμους μου. Ήταν αδέξιες οι μπούκλες μου και με έκαναν να φαίνομαι κουρασμένος, απεριποίητος και άψυχος. Τα μάτια μου κόκκινα χωρίς καμία ελπίδα για το σήμερα, το αύριο, το κάθε αύριο αυτής της ανούσιας ζωής. Τα χείλη μου άχρωμα και λεπτά γεμάτα αδιαφορία για κάθε λεπτό της καθημερινότητας. Οι ώμοι μου είχαν πέσει προς τα εμπρός λες και με κοίταζαν κατάματα και με έβριζαν για την κατάντια μου. Λυπητερό θέαμα. Έξυσα αδιάφορα το κεφάλι μου. Έπλυνα το πρόσωπο μου και έπιασα μια κοτσίδα τις άτακτες μπούκλες μου.
-Ωραία Σωτήρη, άλλη μια βαρετή μέρα είναι. Υποθέτω θα περάσει... .
Συνήθιζα να μιλάω μόνος μου. Ήταν σαν να σβήνω για λίγα λεπτά τη μοναξιά μου. Βαρετό. Μονότονο. Ανούσιο.
Φόρεσα βαριεστημένα το πουκάμισο μου. Έδεσα με άτσαλο τρόπο τη γραβάτα μου. Και τα λοιπά και τα λοιπά... .
Πάρκαρα το αμάξι μου έξω από την εταιρία. Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιά και τρία πρώτα λεπτά. Πάλι νωρίτερα είχα έρθει. Αλλά και να καθόμουν σπίτι τι θα έκανα; Τουλάχιστον έτσι εξασφάλιζα πως δε θα αργήσω στο γραφείο. Ανέβηκα τα σκαλιά. Κλασσικά ο Γιώργος και ο Απόστολος έφτιαχναν το καφέ τους στην κουζινούλα δίπλα από το γραφείο μου.
-Καλημέρα Σωτήρη! φώναξε ο Απόστολος και κούνησε το χέρι του για να με χαιρετήσει
-Τι λέει; γέλασα βίαια
- Τι να πει...! πετάχτηκε ως συνήθως ο Γιώργος. Θα πάμε για κανένα ποτάκι το βραδάκι μετά τη δουλειά. Θα 'ρθεις;
-Μπα! πέταξα και έκανα να φύγω
-Έλα ρε Σώτο! Να ξεφύγεις και συ! με ακολούθησε ο Γιώργος
-Ίσως! ξανά πέταξα και χώθηκα στο γραφείο μου
'Ωρα δέκα και μισή το βράδυ. Η πόρτα μου χτύπησε. Ευχήθηκα να μην είναι ο Γιώργος και ο Απόστολος. Καμία όρεξη δεν είχα να βγαίνω και να πίνω. Χάσιμο χρόνου και αυτό.
-Ναι. έκανα βαριεστημένα
-Λοιπόν...; πετάχτηκε μέσα ο Απόστολος με το Γιώργο, ο οποίος έχυσε το σώμα του στην καρέκλα απέναντι μου
Τους κοίταξα παρακλητικά.
-Ααα όχι αυτό το βλέμμα! έκανε δήθεν νευρικά ο Απόστολος και ανακάτεψε τα ξανθά μαλλιά του
-Δεν έχω όρεξη ειλικρινά... ξεφούρνισα
-Ωω έχεις γίνει ξενέρωτος! μου πέταξε ο Γιώργος και έκανε με θεατρικό τρόπο πως κλαίει
-Παράτα με και εσύ! γέλασα νευρικά
-Θες έρωτα μεγάλε! ξεφύσηξε μέσα στο αυτί μου ο Γιώργος
Εγώ τον κοίταξα με δέος.
-Σωστά...πως δεν το είχα σκεφτεί! ρουθούνισα δίχως ντροπή
-Τinder!
Ο τόνος της φωνής του Απόστολου ήταν θριαμβευτικός.
-Φύγε από εδώ! γέλασα
-Σήκω! Πάμε για ποτό! Να στα πω όλα! με τράβηξε από το μανίκι
-Για μισό λεπτό! Δική μου ιδέα ήταν εξυπνάκια! φώναξε ο Γιώργος και σκούπισε τα μανίκια του. Ζητώ τα πνευματικά μου δικαιώματα! γέλασε και μου έκλεισε το μάτι.
Και κάπως έτσι τους ακολούθησα ως το πιο κοντινό μπαρ.
-Δυο μαργαρίτες και...; ο Απόστολος γύρισε και με κοίταξε με απορία
-Μια μπίρα! πέταξα αυτόματα
Ο Γιώργος και ο Απόστολος μου έκαναν χώρο να καθίσω ανάμεσα τους.
-Λοιπόν, Τinder! ανακοίνωσε ο Γιώργος
-Τι είναι πάλι αυτό; τα φρύδια μου σμίξανε καθώς τους κοιτούσα καχύποπτος
-Το Tinder είναι διαδικτυακός χώρος στον οποίο γνωρίζεις καινούρια άτομα. άρχισε να μου εξηγεί ο Απόστολος και έβγαλε το κινητό του για να μου δείξει
-Και εγώ τι σχέση έχω;
Συνέχιζα να μην καταλαβαίνω.
-Έρωτας Σωτήρη! Έρωτας, έρωτας και ξανά έρωτας! γέλασε σαρκαστικά ο Απόστολος
-Άντε βρε! Κόψτε τις βλακείες! πυροβόλησα στα μούτρα τους και έκανα να σηκωθώ
-Περίμενε!
Ο Γιώργος μου έπιασε το χέρι.
-Τι; αγρίεψα
-Δώσε μια ευκαιρία! Ο έρωτας είναι το πιο όμορφο πράγμα στη ζωή! μου γέλασε
-Άντε καλά, αλλά αν μπλεχτώ να ψάξετε τρύπα να κρυφτείτε! έκανα δήθεν άγρια
-Έγινε! γέλασαν
Κάπως έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε για το τυχερό μου...
-Ώπα! Εδώ είμαστε! ξεφώνισε ο Γιώργος
-Που; έψαξα με το βλέμμα μου την οθόνη
-Για δες! ο Γιώργος μου έδειξε με το δάκτυλο του μια φωτογραφία
- Λες να ναι αληθινή;αναφώνησα έκπληκτος με τη φωτογραφίας της κοπέλας εμπρός μου
-Αυτό θα το μάθεις μοναχά αν της στείλεις μήνυμα! μου έκλεισε το μάτι ο Απόστολος
Και κάπως έτσι ξεκινάμε... .
Σκεφτόμουν αρκετές μέρες τι να κάνω. Αναιρούσα τη μια θεωρία μετά την άλλη. Τελικά είχε δίκαιο ο Απόστολος! Αν δεν έστελνα, δεν θα μάθαινα! Για αυτό...έστειλα!
Τρίτη απόγευμα, ώρα 17:51
Γεια! Είμαι ο Σωτήρης! Εμμ... Είδα το προφίλ σου και θα ήθελα να σε γνωρίσω αν θα το ήθελες και συ!
Έτριψα τα χέρια μου πάνω στα γόνατα μου και κοκκίνισα από την ντροπή μου. Η απάντηση ήρθε σύντομα.
Γεια και σε 'σενα! Χαίρομαι για αυτό που μου λες! Χαρά μου να σε γνωρίσω! Από όσο βλέπω εδώ σου αρέσουν τα βιβλία και ο χορός!
Σωστά! Ξέρεις δεν ήταν δική μου ιδέα να φτιάξω αυτό το προφίλ... Βασικά οι φίλοι μου με παρέσυραν....
Δηλώνεις δηλαδή ένα θύμα; Μη θυμώσεις! Απλή πλάκα κάνω!
Αχαχαχ! Όχι, μη φοβάσαι... Λοιπόν εσένα με τι σου αρέσει να περνάς το χρόνο σου; Πες μου γενικά για τη ζωή σου! Αν θα ήθελες να μου πεις θα ένιωθα ιδιαίτερα χαρούμενος!
Τα μάγουλα μου ρόδιζαν όλο και πιο πολύ.
Χαρά μου Σωτήρη! Σωστά; Λοιπόν, αρχικά είμαι εικοσιτριών ετών και δουλεύω σε έναν παιδικό σταθμό. Είμαι νηπιαγωγός. Επίσης λατρεύω τα κόμικς, τις βόλτες με το σκύλο μου και να χορεύω σαν τρελή στο δωμάτιο μου!
Αααα! Καλά νέα για τον Στιβ μου! Ο Στιβ είναι ο σκύλος μου!Θα τα πάτε καλά εσείς οι δύο από ο,τι φαίνεται!
Θα τα πάμε καλά; Δε με γνώριζε καν... Ένιωσα μια ανακατωσούρα στο στομάχι μου. Πήρα θάρρος παρόλο που τα χέρια μου τρέμανε.
Τέλεια τότε! Ανυπομονώ να τον γνωρίσω!
Και εγώ! Πάω για ύπνο τώρα... Καληνύχτα Σωτήρη! Αν θες μιλάμε και αύριο!
Σίγουρα! Καληνύχτα....Το όνομα σου;
Ωραία! Καληνύχτα Αντιγόνη! Τα λέμε αύριο!
Ναι...Ωραία...Όντως είχε αρχίσει να μου αρέσει η όλη κατάσταση... .
Εμμ ναι...Βασικά περνούσα μια περίεργη φάση στη ζωή μου. Ίσως τα πράγματα για λίγο να σταμάταγαν να είναι τόσο μονότονα και γκρίζα. Το μεσημέρι καθόμουν και χάζευα το προφίλ της. Είχε γαλανά μάτια και καστανά μαλλιά. Σε όλες τις φωτογραφίες στεκόταν όρθια με τα καστανά μακριά μαλλιά της να πέφτουν μαλακά στους ώμους της και να καταλήγουν χαριτωμένα να σκεπάζουν τη μέση της. Περιεργαζόμουν το χαμόγελο της. Τα χείλη της ανθηρά σαν δυο παπαρούνες και τα μάτια της σαν τις πύλες του παραδείσου. Ναι, μου άρεσε! Και πολύ μάλιστα! Μου άρεσε γιατί μου εξέπεμπε καλοσύνη και χαρά. Μπορεί τελικά και να μου έβγαινε σε καλό!
Αργά το απόγευμα χτύπησε το κινητό μου.
Γεια! Πως πας;
Ήταν εκείνη!
Καλά! Υποθέτω πως τώρα που μου έστειλες καλύτερα!
Χαίρομαι για αυτό! Βασικά σε σκεφτόμουν το πρωί!
Η καρδιά μου άρχισε να χορεύει κάτι σαν βαλς.
Αλήθεια; Τιμή μου θα έλεγα! Και τι ακριβώς σκεφτόσουν;
Να... Κοίτα... Λέω να κλείσω το προφίλ μου στο Tinder...
Συννέφιασα.
Σοβαρά; Θα μπορούσα να μάθω το γιατί;
Σαφέστατα! Η αλήθεια είναι πως δεν βρίσκω κάτι το ενδιαφέρον πια... Και θεωρώ πως είμαι καλά με όσα άτομα έχω στον κοντινό μου κύκλο.
Εντάξει! Αυτό ήταν! Η καρδιά μου είχε γίνει χίλια κομμάτια!
Τι εννοείς; Νόμιζα...Νόμιζα πως όλους αυτούς τους μήνες που μιλάγαμε ένιωθες όμορφα μαζί μου... Ή έτσι μου έλεγες τουλάχιστον...Τι έκανα λάθος Αντιγόνη;
Μα βέβαια και πέρναγα όμορφα! Αλλά... Πλέον δε χρειάζομαι... Ξέρεις... Επαφές σαν τη δική μας...
Δεν καταλάβαινα τίποτα! Ένα πλήρες κενό!
Τι ήταν για σένα τέλος πάντων όλα αυτά που νιώσαμε;
Ήταν ένα πανέμορφο παραμύθι! Αλλά όπως όλα τα παραμύθια, έτσι κι αυτό έχει το τέλος του... .
Τέλος!
Αυτή η λέξη έπαιζε ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου. Είχα θυμό μέσα μου. Ένα θυμό βαθύ που ερχόταν από τις πιο μυστήριες διακλαδώσεις της ψυχής μου. Είχαν περάσει οκτώ μήνες που μιλάγαμε. Ποτέ μου δεν την είχα πιέσει να κάνουμε κλήση βίντεο, ούτε να βρεθούμε. Τις το πρότεινα, μα κάθε φορά ήταν αρνητική! Δεν γνώριζα τίποτα για εκείνη κι ας νόμιζα ως τότε πως ήξερα τα πάντα.
Οι τελευταίες της λέξεις ήταν αυτές...
Σωτήρη κατάλαβε με! Μη με πιέζεις περισσότερο γιατί είναι ανούσιο! Σου εύχομαι πάντα στη ζωή σου να συμβαίνουν τα καλύτερα και να είσαι ευτυχισμένος! Σε ευχαριστώ για κάθε βράδυ που μου κράτησες συντροφιά!
Και μετά;
Τέλος... .
Η ζωή μου είχε γίνει ξανά βαρετή. Τα μούτρα μου είχαν πέσει στο πάτωμα και η διάθεση μου προσωποποιούταν από τους δυο μου ώμους που έπεφταν κακόκεφα προς τα εμπρός. Έσυρα το κουφάρι μου και πάλι στο γραφείο. Οι μαύρες μπούκλες μου μουτζούρωναν ξανά το λευκό μου κούτελο. Τα ρούχα μου μού φώναζαν πως ήθελαν να πεταχτούν από πάνω μου, πως δεν άντεχαν να στολίζουν ένα τόσο μουντό κορμί. Μπήκα με βήμα άδοξο στο γραφείο μου. Ο Απόστολος με κοιτούσε εξεταστικά από το τζάμι. Κάποια στιγμή χτύπησε την πόρτα μου. Ήμουν σίγουρος για το τι θα ακολουθούσε.
-Ναι... ξεστόμισα και η φωνή μου κουτούλησε στην κλειστή πόρτα του γραφείου μου
-Σωτήρη...; έκανε δειλά ο Απόστολος και έβαλε το κεφάλι του μέσα
-Πέρασε Απόστολε. Αφού έτσι κι αλλιώς θα μπεις...!
-Σωτήρη... -έκατσε με ένα πήδο στην καρέκλα- τι σου συμβαίνει; έκανε και το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό
-Τι να μου συμβεί Απόστολε; Έκανα λάθος που σας εμπιστεύτηκα...!
-Ποιους; το βλέμμα του εξέπεμπε περιέργεια προς κάθε κατεύθυνση
-Εσένα και τον Γιώργο!
Με κοίταζε με ένα αξιολύπητο βλέμμα.
-Η Αντιγόνη...με παράτησε! Έτσι ξερά!
Ο τρόπος με τον οποίο ξεστόμιζα τις λέξεις έμοιαζε με πυροβολισμούς στο κορμί μου στο μισό μέτρο.
-Πώς; Θέλω να πω... Εσείς... Ήσασταν... .
-Όπως το 'πες... Ήμασταν! Τώρα πια τίποτα!
Ένιωθα το ίδιο κενό με εκείνη τη μέρα που με αποχαιρέτησε.
-Γιατί; Σου είπε;
-Μου είπε...Μου είπε πως πια δεν με έχει ανάγκη-ξεροκατάπια- μάλλον κάτι καλύτερο θα βρήκε και...-τα μάτια μου πρέπει να είχαν κοκκινίσει- με έκανε στην άκρη.
Τον κοίταξα μέσα στα μάτια. Το είδωλο μου ήταν αξιοθρήνητο.
-Κοίτα Σωτήρη...
-Μην πεις τίποτα Απόστολε! Απλά μην ξανά πεις τίποτα για εκείνη! Με κατάλαβες;
-Σε κατάλαβα...
Η πόρτα έκλεισε.
Ήταν πια τέλη Οκτώβρη. Τα πρώτα κρύα είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Η ώρα ήταν οκτώ και κάτι, ίσως και παρά κάτι. Δε θυμάμαι ακριβώς. Είχα την τύχη να τελειώσω νωρίτερα τη δουλειά και έτσι να κανονίσω νωρίτερα το ραντεβού μου με το κρεβάτι μου. Μπήκα στο λεωφορείο. Πολύς κόσμος. Αδιάφορες υπάρξεις. Είχε πολλή κίνηση. Κοίταζα βαριεστημένα το ρολόι μου. Το παρακαλούσα να σύρει τους δείκτες του πιο γρήγορα. Δε φαινόταν όμως να προτίθεται να μου κάνει τη χάρη. Με κορόιδευε αρχίζοντας να σέρνει τους δείκτες του ακόμα πιο αργά. Το κοίταξα νευριασμένα. Έπειτα το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο. Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος και το όχημα έγειρε προς τα δεξιά! Ο κόσμος άρχισε να μουρμουρά προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει.
-Το αμαξάκι έσπασε! ανακοίνωσε δίχως έκπληξη o οδηγός
-Να πάρει! ρουθούνισα και κατέβηκα απότομα από το λεωφορείο
Ο ύπνος μου έμοιαζε άπιαστο όνειρο!
Κοίταξα γύρω μου. Ο κόσμος γυρνούσε από εδώ και από εκεί. Κοίταζα τους ανθρώπους στα μάτια και αυτή τη φορά ζητιάνευα λίγη αγάπη, μια αγκαλιά, μια κούπα καφέ και ένα δωμάτιο να μπω μέσα και να μη ξανά δω κανέναν. Πέρασαν έτσι αρκετά λεπτά με εμένα να στέκομαι ακόμα στο ίδιο εκείνο σημείο. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν πια. Εδώ και μέρες τα ένιωθα αδύναμα. Ανακάτεψα τα μαλλιά μου και έριξα το κορμί μου στο διπλανό παγκάκι. Είχε αρχίσει το κρύο και γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Σήκωσα το γιακά του μπουφάν μου και κουλουριάστηκα στο παγκάκι πάνω, σε μια άκρη. Κάλυψα το πρόσωπο μου με τα δυο μου χέρια. Η μύτη μου είχε κοκκινίσει από το κρύο και τα δόντια μου αρχίσαν να τρεμοπαίζουν. Έβαλα τα κλάματα σιγανά. Τώρα οι μαύρες μου μπούκλες σκέπαζαν θλιμμένες τους ώμους μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Κάποια στιγμή άκουσα δίπλα μου κάποιον να κάθεται. Δε γύρισα να τον δω. Δεν με ένοιαζε κανένας εκείνη τη στιγμή.
-Κάτι που δεν γνωρίζεις για 'μενα είναι πως η γιαγιά μου ήταν μετανάστρια στην Αγγλία. Και 'γω μεγάλωσα εκεί μαζί της. Μου έλειπαν οι γονείς μου. Μου έλειπε η φωνή της μητέρας μου να μου λέει τα βράδια παραμύθια. Έτσι ζητούσα από τη γιαγιά μου κάθε βράδυ να μου λέει ένα παραμύθι. Εκείνη δεν ήξερε να μιλά καλά ελληνικά και για αυτό μου έλεγε τα παραμύθια στα αγγλικά. Κάπως έτσι ξεκινούσαν...Once upon a time...Θες να σου πω και εσένα ένα από εκείνα τα παραμύθια;
Ήταν μια γυναικεία φωνή.
Γύρισα απότομα και αντίκρισα τα δυο της μάτια. Εκείνο το υπέροχο ζευγάρι γαλανά μάτια. Τις θάλασσες εκείνες που με έπνιγαν τόσα βράδια. Για λίγα δευτερόλεπτα δε μίλησα, απλά έμεινα να την κοιτάζω. Ήθελα να τη ρωτήσω τόσα...Αλλά φοβόμουν μη μου ξανά φύγει. Εκείνη κοιτούσε με στοργή τα κόκκινα μάτια μου.
-Θέλω! κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου
Άνοιξε τα δυο της χέρια και μου έκανε νόημα να μπω στην αγκαλιά της. Έσυρα το κορμί μου βιαστικά προς την αγκαλιά της και πλάγιασα στον ώμο της.
-Λοιπόν...-πήρε μια ανάσα- Once upon a time...
-Από κοντά είσαι ακόμα πιο όμορφη! μου ξέφυγε και κουλουριάστηκα
Άκουσα το γέλιο της.
-Ήταν ένα κοριτσάκι με ένα κόκκινο σκουφάκι. Όλοι τη φώναζαν κοκκινοσκουφίτσα... .
Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τις λέξεις της να μου γαργαλούν τα αυτιά, το λαιμό, το κορμί μου ολόκληρο.
Την επομένη άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα πως είχα ξυλιάσει από το κρύο. Σηκώθηκα απότομα από το παγκάκι.
-Που είμαι; φώναξα φοβισμένος
-Σε ένα παγκάκι στη μέση του δρόμου υποθέτω! μου γέλασε και μου έκλεισε το μάτι
-Αντιγόνη...Τι...Αααα! -έπιασα το κεφάλι μου- Τώρα θυμήθηκα! Για μισό λεπτό...Τι κάνεις εσύ εδώ;
-Σε κράταγα αγκαλιά το βράδυ για να μη κρυώσεις. απάντησε με ήρεμο τόνο
Γούρλωσα τα μάτια μου. Σίγουρα είχα χάσει επεισόδια!
-Τι; πετάχτηκα από τη θέση μου
-Σωτήρη...θέλω να σου πω πολλά...πιστεύω σου αξίζει μια καλή εξήγηση!
-Σωστά! ύψωσα τη φωνή μου
Με κάρφωσε με το βλέμμα της.
-Πες μου πως βρέθηκες εδώ... έκανα και κοίταξα αμήχανα γύρω μου. Ήταν νωρίς το πρωί και ευτυχώς δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος.
-Μη με ρωτάς πολλά... ψέλλισε
-Να μη σε ρωτώ;-ξανά ύψωσα τη φωνή μου- Εξαφανίζεσαι και εμφανίζεσαι όποτε θες, κάνεις ο,τι θες και να μη ρωτάω κι όλα;
Είδα τα μάτια της να κοκκινίζουν.
Μαλάκωσα τη φωνή μου.
-Πάμε για ένα καφέ;
-Μένω εδώ...και απλά σε είδα... .
Την κοίταξα. Δε με κοιτούσε. Είχε εστιάσει στα ροζ της παπούτσια λες και ήθελε να βρει κάποια τους ατέλεια.
-Πάμε για ένα καφέ; πρότεινα ξανά
-Ναι! γύρισε και με κοίταξε με λαμπερά μάτια
-Φαίνεσαι σαν να έχεις μια περίεργη ιστορία να σε ακολουθεί... σταύρωσα τα δυο μου χέρια και περίμενα την αντίδραση της
Εκείνη γέλασε με μια δόση ειρωνίας.
-Περίεργη ιστορία ε; Δεν τη λες και περίεργη απλά συνηθισμένη μεταξύ λίγων... .
Έκανε πάλι το στραβό της χαμόγελο.
-Ακούω λοιπόν! έκανα θεατρικά
-Ο καφές σας και η σοκολάτα σας! ακούστηκε μηχανική η φωνή του σερβιτόρου που κρατούσε ένα δίσκο με τις παραγγελίες μας
-Ευχαριστούμε! γέλασε η Αντιγόνη
Ξανά εκείνο το στραβό χαμόγελο... .
Με κοίταξε μέσα στα μάτια και ξεκίνησε την αφήγηση.
-Ένιωθα μια ενόχληση κάποιες βδομάδες μα δεν έδωσα σημασία. Είπα να δεις που ιδέα μου θα είναι!-ένα πικρόχολο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της- Τελικά όσο περνούσε ο καιρός, ο πόνος γινόταν ακόμα πιο ενοχλητικός και διαπεραστικός. Πήρα την απόφαση να πάω στο γιατρό... .- πήρε μια βαθιά ανάσα- Ήταν πρωί Μαΐου. Ο ήλιος έκαιγε τα πάντα. Δεν ήξερα πως θα κάψει και εμένα!-ακόμα μια παύση- Θα τρέξω λιγάκι την ιστορία γιατί ίσως και να γίνομαι κουραστική...-το βλέμμα της δεν μου έδωσε την ευκαιρία να της δικαιολογηθώ. Κοίταζε το έδαφος- Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο γιατρός ήταν <<Κυρία Δερμετζόγλου μόνη σαν ήρθατε σήμερα εδώ;>>. Το βλέμμα του είχε ένα πόνο. Γέλασα νευρικά. Δεν καταλάβαινα το λόγω της ερώτησης. Ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς υπομονή και κυρίως χωρίς...αυτοσυγκράτηση...Του όρμισα! <<Δεν σας καταλαβαίνω γιατρέ! Τι μου συμβαίνει;>>του φώναξα αυστηρά. Το πρόσωπο του ήταν σκληρό. Στεγνό, άχρωμο, αλλά όχι και ανέκφραστο! <<Οι εξετάσεις σας δεν βγήκαν καλές!>>. Λες και μου πέταξε τις λασπωμένες λέξεις του μέσα στη μούρη μου ένιωσα. Σκούπισα το μέτωπο μου για να καθαρίσω τις λάσπες. Τίναξα τα δάκτυλα μου τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. <<Πείτε μου ανοιχτά αυτό που θέλετε να μου πείτε!>> όρμισα για δεύτερη φορά. Ήθελα να φανώ δυνατή. Ήθελα να είμαι αυτό που δε ήμουν ποτέ στη ζωή μου! Κακή επιλογή να παίξεις ρόλους σε ώρες δύσκολες! - ξανά εκείνο το πικρό χαμόγελο- Με κοίταξε μέσα στα μάτια και μου είπε σταθερά<<Κυρία Δερμετζόγλου οι εξετάσεις σας δείχνουν πως έχετε καρκίνο του μαστού>>Το στόμα του έμοιαζε με πολυβόλο που πέταγε με δύναμη λέξεις-βόμβες! Σαν βαρίδια πέσανε στον πάτο της ψυχής μου. Και ακόμα πιο πολύ η μετέπειτα ζωή μου....-το βλέμμα της είχε χαθεί στο κενό- <,Λυπάμαι πολύ κυρία...>> Θυμάμαι πως δεν τον είχα αφήσει να ολοκληρώσει την πρόταση του. Σηκώθηκα απότομα και γρύλισα <<Σας ευχαριστώ γιατρέ!>>. Σημαδεύτηκα. Ο όγκος στο στήθος μου ήταν μεγάλος και ήξερα καλά πως η λύση ήταν μονόδρομος.... Μπήκα για χειρουργείο και αφαιρέθηκαν και τα δυο μου στήθη.- με κοίταξε στα μάτια και κατάλαβα πως διάβασε την απορία μου- Αφαίρεσα και το άλλο στήθος, διότι οι πιθανότητες να ξανά εμφανίσω σε εκείνο αυτή τη φορά ήταν πολλές. Προσπαθούσα να ηρεμήσω τον εαυτό μου, μα μάταια... Όλες οι προσπάθειες πέφτανε στο κενό, ειδικά το βράδια! -πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και μου χαμογέλασε σαν παιδί- Και να το νέο μου σώμα!- άνοιξε τα χέρια της και με τα δάκτυλα της μου έδειξε το σώμα της. Έπειτα γέλασε πνιχτά- Τα φάρμακα ήταν βαριά και υπήρξαν φορές που ο οργανισμός μου δεν τα άντεξε. Ένα βράδυ έκανα τόσους εμετούς που στο τέλος λιποθύμησα στο πάτωμα της κουζίνας. Η μαμά κάλεσε το ασθενοφόρο. Η μαμά...-το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο νοσταλγικά- Η μαμά δεν άντεξε και πέθανε από τη στεναχώρια της δυο μήνες μετά...- τα μάτια της κοκκίνισαν- Εγώ...-άλλαξε δυναμικά το ύφος της συζήτησης -αποφάσισα να καλωσορίσω το νέο μου σώμα με νέο λουκ! - γέλασε τρανταχτά και με κοίταξε στα μάτια- Έκοψα όλα τα μαλλιά μου κοντά και έκανα τρύπα στη μύτη!- έκανε και μου την έδειξε με το δάκτυλο της- Τότε άνοιξα και το προφίλ μου στο Tinder. Σιγά σιγά καταλάβαινα πως το τελευταίο δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα...-το πρόσωπο της σκοτείνιασε- καθώς δεχόμουν άσεμνα μηνύματα που με πλήγωναν βαθιά. Τότε κατάλαβα πόσο υποβαθμισμένες είναι οι γυναίκες ακόμα και σήμερα και γράφτηκα σε μια φεμινιστική ομάδα!- μου γέλασε πλατιά-Έκτοτε δεν το χρησιμοποίησα ξανά μέχρι που γνώρισα εσένα! - μου γέλασε γλυκά και με άγγιξε απαλά στο ώμο- γιατί με έκανες να νιώθω διαφορετικά...όμορφα...με βοήθησες να μάθω να με αγαπώ Σωτήρη! Σε ευχαριστώ!- αχ, πάλι εκείνο το χαμόγελο της...- Έπειτα ξέρεις μάκρυναν τα μαλλιά μου και μπλα μπλα μπλα...-στριφογύρισε τα μάτια της- Τι με κοιτάς έτσι; -γέλασε αυθόρμητα- Σου πέσανε πολλά μαζί;
Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Δεν είχα σκεφτεί καν ότι μπορεί να της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ξαφνικά άρχισα να νιώθω τύψεις για όλα όσα είχα σκεφτεί έως τότε για εκείνη. Μια πλημμύρα από σκέψεις του παρελθόντος μού χτύπαγε την πόρτα. Δεν ήθελα να ανοίξω. Άλλωστε ποιός θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του; Η μόνη αίσθηση που είχα εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα ήταν τα μάτια της πάνω μου. Μου έδιναν εντολή να μιλήσω, να πω κάτι έστω και χαζό. Τράβηξα τις άτσαλες μπούκλες μου πίσω και την κοίταξα αμήχανα. Τα μάτια της ήταν ερευνητικά. Προσπαθούσαν να διαβάσουν τις σκέψεις μου. Τελικά μίλησα κοφτά.
-Είπες μένεις εδώ κοντά;
-Ναι...! Δυο στενά πιο πάνω!
Με το χέρι της μου έδειξε τον δρόμο μπροστά μας.
-Εεχμ... Ωραια. Εγώ θα χρειαζόμουν ένα μπάνιο... και λίγη ξεκούραση.
Με επεξεργάστηκε.
-Θες μήπως να έρθεις από εμένα;
Η φωνή της ήταν δειλή.
-Ναι! Εννοώ χαρά μου! Βεβαίως!
Γέλασα πνιχτά.
Σηκώθηκε και με τράβηξε από το χέρι.
Περπατήσαμε όλο ευθεία, μετά κάναμε δεξιά και μετά αριστερά και όλα αυτά χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα.
Τελικά μπήκαμε σε ένα διαμέρισμα σε μια γωνιακή πολυκατοικία.
-Εδώ είμαστε! μου γέλασε και άνοιξε την πόρτα.
-Να πάρει! Ωραία διακόσμηση Αντιγόνη!
Γύρω
γύρω οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με πορτοκαλί χρώμα και μοναχά ένας ήταν
βαμμένος κίτρινος. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες διάφορες ζωγραφιές από
πορτρέτα έως δάση με πολλά ζώα.
Γέλασε πάλι.
-Ναι... Κάτι λέει...! χοροπήδησε στα δυο της πόδια και μού χάρισε ακόμα ένα χαμόγελο.
Ανταπέδωσα.
-Λέει πολλά! Δικές σου είναι οι ζωγραφιές;
-Ναι. Αποφορτίζομαι όταν ζωγραφίζω.
-Και δημιουργείς πανέμορφα πράγματα!
Η Αντιγόνη κρύφτηκε πίσω από τον ώμο της και μου έκανε νόημα να καθίσω δίπλα της στον καναπέ. Ακολούθησα τις εντολές της. Έβγαλα το πανωφόρι μου, το τοποθέτησα δίπλα από το δικό της και κάθισα δίπλα της. Είχε έρθει η ώρα να της μιλήσω.
Θυμάμαι πολύ έντονα πως οι άτσαλες μαύρες μου μπούκλες είχαν ξανά επιστρέψει πίσω στο μέτωπο μου. Είχαν μαραζώσει στην πραγματικότητα και εγώ ήλπιζα πως θα πιαστώ από εκείνες και θα κρατηθώ προτού χαθώ ολοκληρωτικά. Πέρασα για ακόμα μια φορά τα δάκτυλα μου ανάμεσα τους και τις τράβηξα με φόρα πίσω. Ξερόβηξα. Το βλέμμα της αναζητούσε σανίδα σωτηρίας στα μάτια μου.
-Κοίτα...Ίσως φέρθηκα ανώριμα αλλά ειλικρινά δεν είχα καταλάβει τίποτα... .
Απολογήθηκα. Το είχα ανάγκη. Το βλέμμα μου πρέπει να είχε σκοτεινιάσει καθώς ένιωθα τους παλμούς της καρδιάς μου να αυξάνονται δραματικά.
-Δεν θέλω να μού απολογηθείς Σωτήρη!
Η φωνή της ήταν αυστηρή. Φοβήθηκα εκείνο το δευτερόλεπτο.
-Όχι, δεν είχα αυτή τη πρόθεση Αντιγόνη! Άσε με να δω το σώμα σου!
Η φωνή μου ήταν ορμητική. Ή θα της έλεγα αυτό που ήθελα ή όχι στην τελική!
Εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Θυμάμαι δεν είχε πει τίποτα. Έβγαλε τη μπλούζα της και τότε αντίκρισα τον πρώτο έρωτα της ζωής μου.
Ο ήλιος έπεφτε μαλακά στους ώμους της και το άσπρο της δέρμα γινόταν λαμπερό. Ο λαιμός της αδύνατος και χαριτωμένος είχε λύγισε ελαφρά και απορούσε γιατί τον κοίταζα. Τα κόκαλα στην αρχή των ώμων της έμοιαζαν σαν στολίδια που κάνανε το σώμα της ακόμα πιο ελκυστικό. Η μέση της αδύνατη λύγιζε με χάρη γεμάτη απορία και εσωστρέφεια. Το βλέμμα μου ανέβηκε πιο πάνω. Ένα αδύναμο στήθος αντανακλούταν στα μάτια μου. Έδενε τόσο όμορφα με το υπόλοιπο σώμα της. Το βλέμμα μου ανέβηκε λίγο ακόμα πιο πάνω. Τα μάτια της δυο απορίες. Το επόμενο λεπτό άρχισε να τρέμει και τα δακτυλάκια της τρεμόπαιζαν μπροστά από τις άτακτες ακτίνες του ήλιου. Δάγκωσα τα κάτω χείλος μου και πλησίασα τα δάκτυλα μου στα δικά της. Δεν κουνήθηκε ούτε σταλιά. Μόνο παρατηρούσε τα δάκτυλα μου. Άγγιξα δειλά πρώτα τα δάκτυλα της και έπειτα τις χούφτες της. Έτρεμαν μέσα στα χέρια μου. Τα χειλάκια της ξεκίνησαν να τρεμοπαίζουν σαν βροχούλες. Έκλεισα τα μάτια μου και ανέβασα τα χέρια μου ως τους αγκώνες της. Δε χρειαζόταν να βλέπω. Την ένιωθα. Άρχισα να σιγοτραγουδώ....
Μου λες τα μάτια σου να μην τα αγαπώ και να μην πάψω να πιστεύω στα δικά μου
μα αυτά τα ματιά όπου χαθώ και όπου βρεθώ τα έχω πίσω μου και μέσα και μπροστά μου
Ένιωσα το χαμόγελο της. Ξεκίνησε και εκείνη να σιγοτραγουδά μου... .
Να να να να να να...
Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τα χείλη της. Είχαν γίνει πιο σκούρα από το κρύο. Τα χέρια μου ανέβηκαν γρήγορα ως τους ώμους της και την τύλιξα μέσα στην αγκαλιά μου. Γύρισε το βλέμμα της προς εμένα.
-Μα αυτά τα μάτια όπου χαθώ και όπου βρεθώ τα έχω πίσω μου και μέσα και μπροστά μου... .
Η φωνή της ήταν χαμηλή και έμοιαζε κουρασμένη.
Μου γελούσε. Δεν έλεγξα τα δάκρυα μου. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα νιώθοντας τα παγωμένα χείλη της να δροσίζουν τα δικά μου.
Αφέθηκε στα χέρια μου και κοιμήθηκε. Το σωματάκι της έπαψε να τρέμει. Της φίλησα το μέτωπο και την κουβάλησα ως το κρεβάτι της. Τα χεράκια της ήταν παγωμένα. Φοβήθηκα ότι θα μου κρυώσει. Την κουκούλωσα με τα παπλώματα και άφησα δίπλα στα χειλάκια της έναν μεγάλο αρκούδο να τη ζεσταίνει το βράδυ. Κοιμόταν ήρεμη. Χάιδεψα τα μαλλάκια της και ψιθύρισα στο αυτί της δυο λέξεις
Σε αγαπώ
Προσπάθησα να είμαι αθόρυβος. Δεν ήθελα για κανένα λόγο να χαλάσω τον ύπνο της. Σηκώθηκα από το κρεβάτι απαλά. Σαν να ζαλίστηκα για ένα δευτερόλεπτο και έπεσα πίσω στη βιβλιοθήκη. Την επόμενη στιγμή προσγειώθηκε απότομα στο κεφάλι μου ένας φάκελος. Από έξω έγραφε το όνομα μου. Σωτήρης. Σάστισα για λίγα λεπτά. Ήθελα από τη μια να το ανοίξω τόσο πολύ καθώς η περιέργεια έτρωγε τα αυτιά, το λαιμό και το σώμα μου όλο. Από την άλλη όμως δεν ήθελα να ξυπνήσει και να καταλάβει ότι ψαχουλεύω τα πράγματα της. Το άφησα πίσω. Έπειτα την κοίταξα. Κοιμόταν ακόμα. Ίσως και να μη με καταλάβαινε τελικά... . Αυτή ήταν η τελευταία μου σκέψη προτού χάσω τα λογικά μου.
Το άνοιξα. Είχε διάφορα χαρτιά μέσα. Τα ξεδίπλωσα σιγανά και άρχισα να διαβάζω με κομμένη την ανάσα. Ήταν εξετάσεις. Η διάγνωση; Δεν ήταν διάγνωση αυτό! Δεν μπορεί! Κάποιο κακόγουστο αστείο θα είναι! Ε; Μιλάω! Γιατί δεν απαντά κανένας; Είπα είναι ψέμα! Με ακούτε; Ε; Έχασα την ισορροπία μου.
Καλπάζουσα μορφή καρκίνου. Τέταρτο στάδιο. Πνεύμονες.
Ναι; Με ακούτε; Παρακαλώ; Τα χέρια μου έτρεμαν, τα αυτιά μου βούιζαν, τα πόδια μου λύγισαν και οι αντοχές μου στέρεψαν. Ο καρκίνος είχε επανεμφανιστεί. Για αυτό ήθελε να την ξεχάσω. Αλλά μετά ξανά ήρθε. Γιατί; Γιατί Αντιγόνη; Την κοίταξα με φόβο. Εκείνη κοιμόταν ήρεμη ακόμα. Γιατί Αντιγόνη; Φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Γιατί; Έβαλα το χέρι μου εμπρός στο στόμα μου. Κατέρρευσα. Έπεσα με δύναμη στο έδαφος.Άρχισα να χτυπάω τα χέρια μου με δύναμη στο πάτωμα. Φώναζα. Πέταγα τα πράγματα δεξιά και αριστερά. Είχα χάσει εντελώς τον εαυτό μου. Σηκώθηκα με φόρα και την πλησίασα. Ακόμα κοιμόταν ήρεμη. Τράβηξα τον αρκούδο μακριά της. Ακούμπησα το χέρι μου στα χείλη της. Ήταν παγωμένα. Έπειτα άγγιξα το μέτωπο της. Ήταν και αυτό παγωμένο. Εκείνη ήρεμη. Τα μάτια μου τρεμοπαίζανε. Η καρδιά μου βαρούσε το στήθος μου. Κράτησα ξανά το στόμα μου. Έπιασα τον φάκελο με το όνομα μου. Είχε ένα ακόμα χαρτί μέσα.
Κι εγώ σε αγαπώ Σωτήρη!
Για αυτό ξανά ήρθε. Γιατί με αγαπούσε.