Κοινωνικό Διήγημα: Ο φόβος της σχιζοφρένειας

Γράφει η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Σοφία Σιμέλα Θωίδη
-Βοήθεια! Βοήθεια σου
λέω!- ούρλιαζε μανιασμένα- Μα καλά δεν με βλέπεις; Δεν βλέπεις πως θα
πεθάνω; Βοήθεια! τσίριξε ξανά και πέταξε τα μαλλιά της από τον ιδρωμένο
λαιμό της δεξιά και αριστερά στους ώμους της
Τα ουρλιαχτά της
αντήχησαν στο χώρο. Οι κραυγές της χτύπησαν βάναυσα τους τοίχους του
δωματίου και έπειτα γύρισαν πίσω με φόρα στα αυτιά του. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και άνοιξε τα μάτια του με φόρα. Όταν την ξανά αντίκρισε και πάλι
το βλέμμα της ήταν υγρό και κόκκινοι κύκλοι είχαν αγκαλιάσει τα μάτια
της. Η μύτη της υγρή και το κούτελο της σταφιδιασμένο. Είχε πάρει και
πάλι εκείνη τη γνωστή φρικιαστική έκφραση που τον πανικόβαλε και τον
έκανε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του.
-Τι με κοιτάς; Μην με
κοιτάς!- η φωνή της τον χαστούκιζε- Μην με κοιτάς λέω! Κάνε κάτι! Κάνε
κάτι! του έτεινε τα χέρια της με σκοπό να πιαστεί από μια φανταστική
πανάκεια
Το βλέμμα της τρεμόπαιζε
από το ένα του χέρι στο άλλο. Παρατηρούσε πως οι παλάμες του μένανε
άπραγες εμπρός στο αποτρόπαιο αίσθημα της. Μα καλά, πώς ήταν δυνατόν;
Δεν έβλεπε πως κινδύνευε; Όχι. Δεν έβλεπε κανένα κίνδυνο, όπως και
κανένας άλλος μέσα σε εκείνο το δωμάτιο.
-Χρήστο! Χρήστοο! Χρήστο πεθαίνω! συνέχισε να φωνάζει εκείνη
Ξανά η σιωπή του. Ως
πότε; Ως πότε θα την τραμπούκιζε με τη σιωπή του; Ήταν σιχαμερός έτσι
όπως έμενε άτεγκτος και σφιγμένος να την κοιτάζει. Δεν θα άντεχε άλλο
την προκλητική αδράνεια του. Δεν την άντεξε. Σηκώθηκε με φόρα από το
κάθισμα της και έπιασε βίαια τον γιακά του.
-Χρήστο σου μιλάω! Δεν
βλέπεις πως τρέμω ολόκληρη; Δεν βλέπεις πως υποφέρω; Μα καλά, τι στο
καλό κοιτάς; Γιατί μένεις αδρανής; Βοήθα με!
Κι όμως καμιά απάντηση
από εκείνον. Έστρεψε το βλέμμα της στον κόσμο γύρω τους. Το μόνο που
μπορούσε να κατανοήσει μέσα στη θάλασσα που δεν έλεγε να ξεραθεί ανάμεσα
στα δυο της μάτια, ήταν δεκάδες ζευγάρια μάτια να την κοιτούν με τρόμο.
Μερικά στόματα κάτι ψιθύριζαν, ενώ άλλοι έδειχναν αόριστα προς την
κατεύθυνση της.
-Ας με βοηθήσει κάποιος!
Αχ σας παρακαλώ καλοί μου άνθρωποι! Βοηθήστε με! έτεινε για μια ακόμα
φορά χωρίς συγκεκριμένο στόχο τις παλάμες της
Όμως ξανά δεν βρήκε
καμιά βοήθεια. Προσπάθησε να καταπιεί, να καταπιεί τον φόβο της, να
δεχτεί τον τρόμο της. Μερικοί ψίθυροι τώρα δυνάμωσαν στα αυτιά της και
τα βλέμματα ξαφνικά άρχισαν να πετάνε σπίθες μίσους. Παρατήρησε φευγαλέα
τα κακοήθη πρόσωπα τους. Ορισμένοι γελούσαν, την ίδια στιγμή που
μερικοί άλλοι περπατούσαν μακριά της. Έψαξε και πάλι μέσα στο πλήθος τον
Χρήστο. Έστω και μια βρεγμένη σανίδα σωτηρίας ήταν κάτι σπουδαίο στα
μάτια της τη στιγμή εκείνη. Ο Χρήστος ήταν ακόμα μετέωρος στην αρχική
του θέση. Κάτι ψιλολόγια έτριζαν ακόμα μέσα στα αυτιά της και τη
ζάλιζαν.
-Αχ μην μιλάτε άλλο σας
παρακαλώ! Τα αυτιά μου βουίζουν! Χρήστο τα αυτιά μου βουίζουν! Χρήστο
δεν νιώθω καλά! Κάνε κάτι! στράφηκε προς το μέρος του
Μπόρεσε μέσα στον πανικό
της να καταπιεί δυο μικρές σταγόνες του σάλιου της. Βρήκε τα μάτια του.
Τα ωκεάνια μάτια του. Κόκκινα και εκείνα λες και είχαν δεχτεί
βρικολακίσιο τσίμπημα. Έτρεξε κοντά του. Μπορεί η απόσταση τους να ήταν
μικρή, μα μέσα στον δικό της κόσμο ήταν κάτι παραπάνω από χιλιομετρική.
Τον αγκάλιασε με τα ιδρωμένα χέρια της να βρέχουν την μπλούζα του. Πότε
ξανά δεν είχε νιώσει και ο ίδιος τέτοιο παθιασμένο άγγιγμα, γέννημα
θρέμμα του φόβου. Η ταραχή του είχε κολλήσει κάπου στο λαρύγγι του.
-Πρόσεχε νεαρέ! Είναι τρελή! Μην σου επιτεθεί! άκουσε μέσα στα αυτιά της μια αόριστη γυναίκεια φωνή
Γύρισε το βλέμμα της σε
μια προσπάθεια να ανιχνεύσει την φωνή, μα πλέον όλα ήταν ασπρόμαυρα. Πώς
άραγε θα έβρισκε τον ιδιοκτήτη αυτής της προσβλητική φωνής; Άφησε τις
ελπίδες της σε μια παραγκωνισμένη καλύβα και στράφηκε και πάλι στον
Χρήστο. Τον έφερε ανάμεσα στα χέρια της και τον αγκάλιασε απότομα, καθώς
ένιωθε το σώμα της να τραντάζεται από την ταραχή. Τότε ήταν που έφτασε
για πρώτη φορά η αντίδραση του Χρήστου στους δικούς της δέκτες. Ο άνδρας
την αγκάλιασε από τη μέση. Ένιωσε την ανάσα του να γίνεται ένα με τη
δικιά της. Ένιωσε το στέρνο του να καλπάζει αγκαλιά με το δικό της.
Έμοιαζε να προσπαθεί να πιάσει το ρυθμό της. Να επιθυμεί να την κάνει να
νιώσει και πάλι καλά. Μα μάταια. Η αναπνοή της έτρεχε μαραθώνιο και
εκείνος ήταν υποχρεωμένος να την ακολουθήσει.
-Τι νιώθεις; της κράτησε σταθερά το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες του
-Φωνές Χρήστο! Ακούω φωνές να μου μιλάνε! έτριξε εκείνη από τον τρόμο
-Και τι σου λένε καρδιά μου; ξεροκατάπιε εκείνος σε μια προσπάθεια να κρατήσει την ψυχραιμία του
-Μου λένε πως πρέπει να σκαρφαλώσω στο ταβάνι! Αλλά φοβάμαι!
Εκείνος έγνεψε
καταφατικά και συνέχισε να την κοιτά ευθεία στα μάτια όσο σιγά σιγά ο
κόσμος γύρω τους άρχιζε να σπάει σε ομάδες και να απομακρύνεται.
-Γιατί να το κάνεις αυτό κορίτσι μου;
-Δεν ξέρω Χρήστο! Αλλά φωνάζουν! Μου λένε να το κάνω!
-Αλλιώς;
-Φοβάμαι Χρήστο! Φοβάμαι πολύ! Φοβάμαι σου λέω! Κάνε κάτι!
-Τι μπορώ να κάνω εγώ καρδιά μου;
-Ω μα τι μπορεί να κάνεις εσύ ένας άνθρωπος με κεφάλι φιδιού και σώμα ανθρώπου; τα μάτια της πια είχαν πάρει ένα νεκρό λευκό χρώμα που όλο και πιο πολύ εξαπλωνόταν σε όλο της το κορμί με αργές κινήσεις
-Τι; Μα τι λες; στάθηκε απότομος εμπρός της με την πλάτη του άτεγκτη και στιβαρή κοιτώντας την με ένα βλέμμα γεμάτο αηδία
-Φεύγεις και εσύ;- οι φλεβίτσες των ματιών της ράγιζαν το λευκό τους χρώμα- Μα αυτή η αρρώστια πια τόσο απωθητική είναι;
Η σχιζοφρένεια είναι μια ψυχική ασθένεια σαν όλες τις άλλες. Οι ασθενείς δεν είναι τρελοί, αλλά χρήζουν ιατρικής βοήθειας για να έχουν μια καθημερινότητα όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Στόχος του κειμένου ήταν η ευαισθητοποίηση του κοινού σε ένα θέμα που μέχρι και σήμερα αποτελεί ταμπού των κοινωνιών.