ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΚΙ ΑΠΟ ΕΝΑΝ

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ ο Ορέστης Μπουντούρης, φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων...
@Ορ΄έστης Μπουντούρης
«Νιόβη τρέξε! Μας βρήκε!», αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που της είπα. Την πήρε κι αυτήν τελικά. Δεν το κατάλαβα από την αρχή. Νόμιζα ότι η Νιόβη με ακολουθούσε. Έτρεχα στην σκοτεινή πεδιάδα με όλες μου τις δυνάμεις. Με κυνηγούσε κι εμένα. Ήμουν ένα θήραμα. Ένα από τα πολλά. Θηράματά του υπήρξαν τα μέλη της οικογένειάς μου. Και είχα απομείνει μόνο εγώ πλέον. Έπρεπε εκείνο το βράδυ να την πάρω και να φύγουμε. Αλλά δεν το έκανα. Λάθος μου μεγάλο...
Κοίταξα πίσω μου και δεν είδα κανέναν. Τίποτα. Κανείς. «Νιόβη του ξεφύγαμε», είπα δυνατά όλος χαρά. «Νιόβ...», πήγα να φωνάξω ξανά, αλλά η φωνή μου κοντοστάθηκε στον λαιμό μου, όταν αντιλήφθηκα την απουσία της Νιόβης. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά. Ήξερα τι είχε συμβεί. Κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. «Νιόβη! Όχιιιιιιιιι!», φώναξα και έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας. Την είχε πάρει μαζί του, στην σκοτεινή του άβυσσο.
3 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Εγώ και η οικογένειά μου γιορτάζαμε την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μας. Η μητέρα μας είχε ετοιμάσει ένα υπέροχο δείπνο και ο πατέρας μας είχε φέρει ένα μπουκάλι πολύ ακριβό κρασί για να το δοκιμάσουμε όλοι. Καλεσμένοι μας ήταν η θεία Έλλη, αδερφή του μπαμπά μας και ο ξάδερφός μας ο Πάνος. Όλα φάνταζαν υπέροχα. Εγώ και ο Άρης, ο μεγάλος μου αδερφός, είχαμε κανονίσει να βγούμε μετά την κοπή της βασιλόπιτας, ενώ οι γονείς μας και η μικρή μας αδερφή, η Νιόβη, θα έμεναν σπίτι.
Μετά από ένα ξέφρενο βράδυ στο σπίτι του Χάρη, ενός συμμαθητή του αδερφού μου, που σπούδαζε στο ΑΠΘ, εγώ και ο Άρης τηλεφωνήσαμε σε ένα ταξί για να μας πάει σπίτι. Το σπίτι μας ήταν σε ένα δυτικό προάστιο της Θεσσαλονίκης, κάπως πιο απόμερα. Σιγά σιγά και ήσυχα, ο Άρης ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαμε στο σπίτι. Σκοτάδι απλωνόταν στο σαλόνι μας. Περίεργο, σκέφτηκα. Τα φωτάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν παραδόξως σβηστά. Ο Άρης έκανε δυο βήματα μπροστά, ψηλαφώντας τον τοίχο στα αριστερά του για κάποιον διακόπτη. Όταν το φως άνοιξε αυτό που αντικρίσαμε μας πάγωσε. Ένα χέρι. Ολόκληρο. Από την κλείδα του ώμου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Μου πήρε λίγη ώρα να το συνειδητοποιήσω. Ένα χέρι ξεσκισμένο απ'το υπόλοιπο σώμα βρισκόταν στο πάτωμα του σπιτιού μας μπροστά απ'το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εγώ και ο Άρης είχαμε κοκαλώσει. Δεν περιεργαστήκαμε το θέαμα μπροστά μας ούτε λεπτό. Ξαφνικά ο αδερφός μου βούτηξε μια ομπρέλα που βρήκε στο κατώφλι της πόρτας και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Περάσαμε δίπλα από το ακρωτηριασμένο ανθρώπινο μέλος και ανεβήκαμε αθόρυβα τις σκάλες. «Ό,τι και να συμβεί μείνε πίσω μου», μου είπε ο αδερφός μου. Μπήκαμε πρώτα στο δωμάτιο της Νιόβης. Η δεκατετράχρονη αδερφή μας κοιμόταν ήσυχη. Μετά πήγαμε στο δωμάτιο των γονιών μας. Η μητέρα μας κοιμόταν, αλλά ο πατέρας μας έλειπε. «Μαμά ξύπνα», είπε ο Άρης και την σκούντησε απαλά στον ώμο. Η μητέρα μας ξύπνησε και αντίκρισε τα έντρομα πρόσωπά μας. «Άρη, Ορφέα τι κάνετε εδώ;», ρώτησε. «Και γιατί είστε ντυμένοι έτσι; Τώρα ήρθατε; Νόμιζα ότι είχατε έρθει», είπε η μητέρα μας. Ο Άρης την ρώτησε πού είναι ο μπαμπάς αλλά εκείνη δεν ήξερε. Είπε πως πριν μία ώρα άκουσε βήματα στο σπίτι και νομίζοντας πως είμαστε εμείς, κατέβηκε να μας ανοίξει. «Και δεν ανέβηκε πάλι;», ρώτησε ο Άρης. «Αγόρι μου ξανακοιμήθηκα. Δεν είδα κάτι ούτε κατάλαβα. Κι εγώ νόμιζα πως ήσασταν εσείς.», είπε. Κάτι πολύ κακό συνέβη εκεί κάτω, σκέφτηκα. «Μαμά...μάλλον πρέπει να καλέσουμε την αστυνομία», είπε ο Άρης. «Γιατί;», είπε εμβρόντητη εκείνη. Ο Άρης ξεφύσηξε και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Λίγο πριν κατέβουν την σκάλα, ο Άρης έπιασε την μητέρα μας απ'τους ώμους και την προετοίμασε. «Δεν θα είναι ωραίο αυτό που θα δούμε», είπε και κατέβηκαν στο ισόγειο του σπιτιού.
Αστυνομικοί είχαν κατακλύσει το σπίτι μας. Το χέρι ταυτοποιήθηκε ως του πατέρα μας. Η βέρα αναγνωρίστηκε από την μητέρα μας. Ήταν απαρηγόρητη. Το ίδιο και η αδελφή μας, η οποία ξύπνησε εκείνο το βράδυ απ'τα ουρλιαχτά της μητέρας μας. Η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει ούτε δράστη ούτε κίνητρο. Ούτε ίχνη πάλης ούτε τίποτα που να μαρτυρούσε το οτιδήποτε. Όμως ο ιατροδικαστής είπε ότι το χέρι κόπηκε από... από δόντια. Μια άγνωστη οδοντοστοιχία βρισκόταν στην κομμένη κλείδα του πατέρα μας. Το υπόλοιπο σώμα δεν βρέθηκε ποτέ.
Η θεία Έλλη μας βοήθησε σε όλα. Στήριξε την οικογένεια του αποθανόντος αδελφού της και με το παραπάνω. Ερχόταν κάθε μέρα να μας δει και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού.
2 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Πέρασε ένας χρόνος.
Η μητέρα μας δεν ανέκαμψε ποτέ. Είχε εφιάλτες κάθε βράδυ. Ο αδελφός μου ο Άρης ήταν πιο ψύχραιμος. Πλέον αυτός είχε τα ηνία της οικογένειας. Ήταν παρών παντού. Παράτησε τις σπουδές του κι έπιασε δουλειά, χαμηλόμισθη μεν, αλλά τα βασικά έβγαιναν δε. Εγώ δούλευα τα Σαββατοκύριακα μαζί με την Νιόβη σε ένα εστιατόριο. Η Νιόβη λάντζα και εγώ στο σέρβις. Προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Στο πλευρό μας ήταν πάντα η θεία.
Τα Χριστούγεννα έφτασαν ξανά αλλά χωρίς το εορταστικό τους πνεύμα. Οι πληγές ήταν ακόμα ανοιχτές και δυστυχώς αναμένονταν να ανοίξουν κι άλλο. Το βράδυ της παραμονής όλοι ήμασταν στα κρεβάτια μας. Ξαφνικά βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο. Κοίταξα το ρολόι. 2:32. Νόμιζα ότι ήταν η Νιόβη ή ο Άρης που πήγαιναν προς το μπάνιο. Αλλά η σκιά που αντίκρισα στον διάδρομο αποκλείεται να άνηκε σε άνθρωπο. Πρώτος αντέδρασε ο Άρης. Άκουσα την πόρτα του να ανοίγει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό δεν έβγαλε ήχο. Ο Άρης του επιτέθηκε βρίζοντας και χτυπώντας το. Προσπάθησα να βγω απ'το δωμάτιο αλλά η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Αντιστεκόταν σε κάθε προσπάθειά μου να την ανοίξω, λες και ήταν κλειδωμένη. Απ'έξω άκουγα τις φωνές της Νιόβης και της μητέρας μου, ενώ στο παρασκήνιο ακούγονταν οι γδούποι και τα αγκομαχητά του πράγματος και του Άρη. Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε και κατάλαβα ότι και οι δύο έπεσαν απ'τα σκαλιά. «Άρη!», ούρλιαξα σπρώχνοντας την πόρτα με δύναμη. «Νιόβη, μαμά μην βγείτε απ'τα δωμάτιά σας», φώναξα. «Δεν μπορούμε. Οι πόρτες δεν ανοίγουν», είπε δυνατά η Νιόβη. Η μάνα μας έκλαιγε. Είχε καταλάβει ότι ο Άρης ήταν καταδικασμένος και θα είχε την μοίρα του πατέρα μας. Ξεκίνησα να κλωτσάω με μανία την πόρτα. Έριχνα στο πόμολο, στους μεντεσέδες ακόμα και στην επιφάνια της πόρτας αλλά τίποτα. Μετά από δύο λεπτά η πόρτα ξεκλείδωσε. Όρμησα έξω και σχεδόν έπεσα από τις σκάλες. Το πράγμα και ο Άρης είχαν εξαφανιστεί.
1 ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΙΝ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Ο Άρης δεν βρέθηκε ποτέ. Στην μητέρα μας χορήγησαν χάπια.
Η θεία Έλλη μας πρότεινε να ζήσουμε μαζί της. Δεν γινόταν αλλιώς. Η μάνα μας ήταν ένα κινούμενο πτώμα. Η Νιόβη αν και ταραγμένη όλο αυτό το διάστημα, κατάφερνε να ανταπεξέλθει. Πρόσεχε την μαμά και βοηθούσε την θεία στις δουλειές του σπιτιού. Σταμάτησε να δουλεύει τα Σαββατοκύριακα. Εγώ από την άλλη συνέχισα να δουλεύω. Το πάλευα και στο σχολείο όμως δεν τα κατάφερνα όπως η Νιόβη. Ήταν εντυπωσιακή.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Πάσχα, καλοκαίρι, φθινόπωρο. Μέχρι που ήρθαν τα Χριστούγεννα. Πιστεύαμε ότι αφού αλλάξαμε σπίτι όλα θα γίνονταν όπως παλιά. Βασικά τίποτα δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά πιστεύαμε ότι αυτός ο εφιάλτης δεν θα ξαναερχόταν. Δυστυχώς το πλάσμα δεν είχε ικανοποιήσει την δίψα του.
Πάλι βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο. Ποιανού σειρά ήτανε τώρα; Πρέπει να δράσω. Να προστατέψω την μητέρα μου και την αδελφή μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Έτρεμα σύγκορμος. Έκανα δυο βήματα και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Κλειδωμένη που να πάρει και να σηκώσει! «Νιόβη, μαμά! Είναι εδώ! Προσέχετε!», ξεφώνισα σαν λυσσασμένος. «Ήρθε να πάρει κι άλλον!», συνέχισα να ουρλιάζω. Ο λαιμός μου πόναγε από το ξεφωνητό. Άκουσα πόρτες να κλείνουν και βήματα να επιταχύνουν. Κάποια στιγμή ένα δυνατό, κοφτό ουρλιαχτό που δεν ολοκληρώθηκε αντήχησε στον αέρα. Όχι, μαμά! Και μετά σιγή.
Η πόρτα μου άνοιξε. Έτρεξα με δάκρυα στα μάτια στο δωμάτιο της μητέρας μας. Ανακατεμένα σκεπάσματα και ένα κομμάτι ύφασμα απ'το νυχτικό της κείτονταν εδώ κι εκεί. «Όχιιιι!» ούρλιαξα πεσμένος στα γόνατα. Νιόβη έκλαιγε στον ώμο μου και η θεία Έλλη με τον ξάδερφό μας μάς κοιτούσαν εμβρόντητοι. Το πλάσμα μας έπαιρνε μαζί του έναν προς ένα.
ΦΕΤΟΣ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Η θεία δεν μας έδιωξε από το σπίτι. Εν αντιθέσει μας είπε να μείνουμε όσο θέλαμε. Αγόρασε μια κυνηγετική καραμπίνα και ο ξάδερφός μας ο Πάνος αγόρασε ένα σκυλί. Υποτίθεται για ασφάλεια αλλά μέσα μου ήξερα ότι όλα ήταν μάταια.
Η Νιόβη μόλις μπήκε στο Λύκειο και εγώ βρισκόμουν στην τελευταία τάξη. Δεν διάβαζα πια. Τα είχα αφήσει όλα στην τύχη τους.
Η Παραμονή έφτασε. Μείναμε μέχρι την αλλαγή του χρόνου κι έπειτα πήγαμε όλοι στα κρεβάτια μας. Η θεία κοιμόταν με την καραμπίνα δίπλα της, ενώ ο σκύλος στεκόταν έξω από την πόρτα φρουρός. Κατά τη μία δίψασα. Ο λαιμός μου ήταν στεγνός τελείως. Πήγα διστακτικά στην κουζίνα να βάλω ένα ποτήρι νερό. Αυτό που αντίκρισα με έκανε να παγώσω. Πίσω από το τζάμι του παραθύρου της κουζίνας στεκόταν κάτι τεράστιο και τρομακτικό. Δεν είχα ξαναδεί το πλάσμα στην ζωή μου. Ήταν ψηλό, γύρω στα δυόμιση μέτρα, λευκό κι έμοιαζε με συμπαγές χιονάνθρωπο, αλλά δεν ήταν φτιαγμένο από χιόνι. Ήταν μια λευκή σχηματισμένη μάζα με μπλε μάτια σαν βόλους και ένα τεράστιο στόμα με λευκά πλατιά δόντια, όχι κοφτερά αλλά ανατριχιαστικά μεγάλα. Με κοίταξε και με περιεργάστηκε εξονυχιστικά.
Έμεινα στήλη άλατος. Αυτό έκανε μερικά βήματα και έφυγε απ'το παράθυρο. Σαν σίφουνας έτρεξα και ξύπνησα την αδερφή μου. «Είναι εδώ», της είπα. «Τι πράγμα;», έκανε αγουροξυπνημένη. «Αυτό που πήρε την μάνα μας, τον πατέρα μας και τον αδερφό μας. Δεν θα ησυχάσει αν δεν μας πάρει όλους», της είπα. Με γρήγορες κινήσεις η Νιόβη σηκώθηκε. «Πάρε την τσάντα σου και βάλε μέσα ένα δυο πράγματα. Φεύγουμε!», της είπα. «Μα...», έκανε να πει μα δεν την άφησα. «Νιόβη τελείωνε. Έπρεπε να είχαμε φύγει προ πολλού», πήρα μια βαθιά ανάσα. «Εγώ φταίω», είπα και κοίταξα το πάτωμα.
Η Νιόβη πήρε έναν σάκο και έβαλε μέσα μερικά πράγματα. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Το πλάσμα δεν ήταν μέσα στο σπίτι ακόμα. Δεν ακούγονταν βήματα. Πήγα στην κουζίνα αποφασισμένος και πήρα δυο μπουκάλια με νερό. Τα έβαλα στον σάκο μου. Αυτό το ειδεχθές πλάσμα δεν θα άγγιζε την αδελφή μου, δεν θα άγγιζε κανέναν μας. Μαζί με τα μπουκάλια πήρα και το μεγαλύτερο κουζινομάχαιρο που βρήκα. Τότε βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο. Απαλά και προσεκτικά. Γύρισα το κεφάλι μου προς την πόρτα. Έκανα νόημα στην Νιόβη να μείνει πίσω μου. Για καλή μας τύχη από την πόρτα μας ξεπρόβαλε η θεία Έλλη. Στα χέρια της κρατούσε την καραμπίνα. Δεν μίλησε αλλά μας χαμογέλασε. Πρέπει να μας είχε ακούσει να μιλάμε. «Θέλετε να φύγετε;», ρώτησε θλιμμένα. «Θεία, είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε. Είδες τι έπαθε η μαμά. Πρέπει να φύγουμε», είπα. Η θεία Έλλη με κοίταξε και με πλησίασε. Με κοίταξε αυστηρά και με ρώτησε. «Είναι εδώ;». Ξεφύσηξα και έγνεψα καταφατικά. «Τότε φυγέτε Ορφέα. Πάρε την Νιόβη και πηγαίνετε όσο πιο μακριά γίνεται. Τρέξτε και μην κοιτάξετε πίσω», είπε. «Μα...», έκανε να πει η Νιόβη. «Σταμάτα Νιόβη. Εμείς θα είμαστε καλά εδώ. Έτσι κι αλλιώς ό,τι κι αν είναι αυτό μάλλον εσάς θέλει», είπε η θεία. Μου έδωσε το όπλο. «Θεία δεν μπορώ να το δεχτώ», είπα. Εκείνη με διέκοψε. «Ορφέα πάψε. Πάρτε το όπλο και πηγαίνετε. Ακόμα δεν έχει μπει στο σπίτι. Έχετε χρόνο. Θα βγείτε από το πίσω παράθυρο. Μην ανησυχείτε για μας εδώ. Θα είμαστε καλά», συμπλήρωσε.
Η θεία μας οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τότε ακούσαμε τα βήματα στο βάθος του διαδρόμου. Άνοιξα το παράθυρο όσο πιο ήσυχα και αθόρυβα γινόταν. Η θεία Έλλη μας φίλησε στο μέτωπο και μας ευχήθηκε καλή τύχη. Βγήκαμε έξω στην παγωμένη νύχτα και τρέξαμε μέχρι που απομακρυνθήκαμε αρκετά από το σπίτι.
«Ορφέα, λες να είμαστε ασφαλείς;», ρώτησε η Νιόβη. Την κοίταξα και της είπα την αλήθεια. «Νιόβη, μάλλον δεν θα του ξεφύγουμε τόσο εύκολα», είπα και είδα στα μάτια της την απελπισία. «Όμως αξίζει την προσπάθεια», συμπλήρωσα και της χαμογέλασα. Ο δρόμος μας είχε βγάλει σε ένα μικρό άλσος, έξω απ'την πόλη. Ο ήχος από φύλλα και κλαδιά που κουνιόνταν από τον αέρα ήταν ανατριχιαστικός. Όχι τόσο όμως, όσο η αυταπόδεικτη αλήθεια ότι ένα πλάσμα άγνωστης προέλευσης βρίσκεται στο κατόπι σου. Ένας νοερός ήχος βημάτων ερχόταν από πίσω μας. «Νιόβη τρέξε. Μας έφτασε», της είπα και αρχίσαμε να τρέχουμε ξανά. Ο ήχος απ΄τα βήματα αυξήθηκε. Τρέχαμε με όλη μας την δύναμη. Κρατούσα την καραμπίνα στα χέρια μου και ήξερα ότι είχα μόλις δυο βολές. Το άλσος τελείωνε όπως και οι δυνάμεις μας. Σταμάτησα. Γύρισα και κοίταξα κατά πρόσωπο το τέρας. Όπλισα την καραμπίνα. Η ανάσα μου ήταν βαριά. Η Νιόβη είχε σταματήσει κι αυτή και μου έλεγε να συνεχίσω αλλά το μυαλό μου δεν επεξεργαζόταν τίποτα πια. Το είδα να ξεπροβάλλει από τις φυλλωσιές. Ο ήχος του πυροβολισμού ήταν εκκωφαντικός. Η σφαίρα βρήκε το πλάσμα στο στήθος. Τίποτα δεν έγινε. Ξανά. Γέμισα και όπλισα. Η τελευταία σου ευκαιρία είναι αυτή. Κι άλλος πυροβολισμός. Κι άλλη μάταιη βολή. Το πράγμα ερχόταν προς το μέρος μας. Πέταξα στην άκρη την καραμπίνα και τρέξαμε έξω απ'το άλσος στην πεδιάδα. Το πλάσμα δεν βγήκε απ΄το άλσος.
Περπατούσαμε στην πεδιάδα για αρκετή ώρα. «Το σκότωσες;», ρώτησε η Νιόβη σπάζοντας την σιωπή. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Ήξερα ότι ακόμα μας παραμόνευε. Το αισθανόμουν.
ΣΤΟ ΤΩΡΑ
Η αδελφή μου έπεσε στα νύχια αυτού του πλάσματος. Είμαι μόνος μου πλέον. Έφυγε και την πήρε μαζί του. Ξέρω όμως ότι σε 365 μέρες θα ξαναέρθει για μένα. Αυτήν την φορά δεν θα του αντισταθώ όμως.
Ο ήλιος ανατέλλει δειλά δειλά. Μια νέα μέρα ξημερώνει, μια νέα χρονιά αρχίζει. Όχι για τους γονείς μου, όχι για τον αδερφό μου, όχι για την αδερφή μου...όχι για μένα.