Ερωτεύτηκα κάποιον που δεν μπορούσα να έχω...
Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Σοφία Σιμέλα Θωίδη
Το παρακάτω κείμενο είναι αφιερωμένο σε όσες αγάπες οι άνθρωποι παραμέλησαν και εκείνες κουρνιάζουν σε κάποιες αραχνιασμένες γωνίες σκοτεινών δρόμων, μοναχές τους, για να ζεσταθούν από το κρύο...
Πάνε μέρες. Πάνε εβδομάδες. Ίσως πάνε και μήνες. Μπορεί και χρόνια. Ίσως και να είναι χρόνια. Ναι, ναι μάλλον χρόνια είναι. Έτσι νιώθω το κενό ανάμεσα μας, πελώριο, βαθύ, χωρίς πάτο, μπουκ΄άλι ορθογώνιο μοιάζει με τάφο. Πολλά βράδια τώρα αναρωτιέμαι <<Τι κάνεις;>>, <<Που να 'σαι;>>, <<Με θυμάσαι;>>, <<Τρως;>>, <<Κοιμάσαι καλά;>>. Εγώ δεν τρώω. Έπαψα και να κοιμάμαι. Κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης. Πως δυο ξένα χέρια αγκαλιάζουν το κορμάκι σου, το δικό μου κορμάκι. Γιατί αυτό το σωματάκι είχα υποσχεθεί σε κάποιον εαυτό μου ότι θα το αγκαλιάζω μόνο εγώ. Ποια βρώμικα χέρια άραγε ακουμπάνε το αδύναμο σωματάκι σου; Τα όμορφα πυκνά μαύρα μαλλιά σου; Ποια μάτια καθρεφτίζονται στα δυο μοναδικά καστανά δικά σου; Με ποιους μιλάς; Ποιον χαιρετάς στο δρόμο; Η ανάσα σου σε ποιο ξένο κορμί ξαποσταίνει; Το όνομα ποιανού ψιθυρίζεις μέσα σε βράδια μεθυσμένα από οργασμο΄ύς; Ματάκια μου όσες φορές και αν παραβίασαν το σώμα μου και όσο άχρηστο κι αν το έκαναν να μοιάζει, πάντα μα πάντοτε και ες αεί, θα το έδινα σε εσένα, να είναι το σώμα μου η αιτία που προκαλεί οργασμούς και κάνει τα ματάκια σου να ανοιγοκλείνουν από την ηδονή, όπως σκόπευα, γιατί σκόπευα, να σε κρατάω ανάμεσα στα δυο μου μπράτσα κι ας είναι μικρά και ασήμαντα ή πολύ αδύναμα.
Γιατί έφυγες; Ή μάλλον γιατί σε έδιωξα; Γιατί άφησα αυτό το μοναδικό πλάσμα επάνω σε αυτή την κόλαση που ονομάζουν <<Γη>> να φύγει και να χαθεί μακριά μου; Να μείνει μόνο σαν μαγεμένο μυστικό στις αναμνήσεις μου; Σε παρακαλώ γύρνα! Γύρνα για μια ακόμα φορά. Μια τελευταία που θα ακολουθήσουν κι άλλες. Γύρνα και το λουλούδι του κορμιού μου έχει μαραζώσει. Έχω μείνει μόνη. Χωρίς το δικό σου φως δεν μπορώ να φωτιστώ. Μένω στο σκοτάδι. Γύρνα πίσω. Αλλά μακάρι...αλήθεια μακάρι, να μπορούσε να αντέξεις τον πόνο μου, το βρώμικο παρελθόν μου, εμένα... . Εμένα που σε πλήγωσα και σε πέταξα από τον γκρεμό. Εμένα, το τέρας. Το τίποτα που μπορείς και έχεις κάθε δικαίωμα με ένα φτερούγισμα των ματιών σου, να πετάξεις από εμπρός σου. Μακάρι, αλήθεια κι ας γινόταν, μια μέρα με ήλιο και κατάλευκο ουρανό να δω τα δυο σου μάτια μέσα στα δικά μου. Και έπειτα ας μαύριζε όλη η πλάση γύρω μου. Ένα με το χώμα ας γινόταν το κορμί και το μυαλό μου. Μα σε παρακαλώ, άλλη μια φορά, πρώτη φορά, να δω το καθρέφτισμα των ματιών σου στο μαύρο των δικών μου, σαν ζωγραφιά κάποιου ερωτευμένου Πικάσο.
Με λάβωσαν και απόψε τα χέρια μου, τα δυο μου περιστέρια που στο κορμί μου επιλέγω να προκαλούν οργασμούς στο όνομα σου. Στο δικό σου πρόσωπο. Στο ιερό κορμί σου. Μου επιτρέπουν άραγε τα άπιαστα του νου σου να κάνω φαντασία στη φαντασία, ένα κλωναράκι άραγε του νου σου, θα μου δώσει ποτέ την ευκαιρία να σε αγγίξω με το μυαλό μου; Ένα βιολί τριβελίζει τα στήθια μου, μια φωνή φουντώνει τις κοιλάδες του σώματος μου. Έρωτα μου εσύ, θεέ και κύριε μου, δώσε μου μια σταγόνα σημασίας να ξανά ζωντανέψει μέσα μου το φως, να ανθίσει και πάλι το λουλούδι μου, να έχω ουσία και νόημα να ζω.
Έρωτα μου με ακούς άραγε; Άνοιξε μου σε παρακαλώ και τρεκλίζω χρόνια τώρα για μια αγάπη σαν τη δική σου... .