Ενός λεπτού σιγή

2021-11-06

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...

@Ειρήνη Πατατανέ

Ο εκκωφαντικός ήχος της βροχής αντηχούσε σε κάθε πιθαμή του κτηρίου. Σηκώθηκε, με αργές κινήσεις και, κατευθύνθηκε προς το μικροσκοπικό παράθυρο. Εκείνο, λουσμένο, όπως ήταν, από τα δάκρυα της Γης, του έδειξε τον χαμό που επικρατούσε έξω. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να αφουγκραστεί τους θορύβους, που ξεχύνονταν σαν πέλαγος στα αυτιά του. Άκουσε το θρόισμα των φύλλων, που χόρευαν στον ρυθμό του ανέμου, άκουσε τις στάλες που έπεφταν από τον ουρανό και συγκρούονταν, ορμητικά, με το έδαφος. Άκουσε, ακόμα, και την σύγχυση της θάλασσας, που ύψωνε κάστρα από αφρό και αλάτι με κάθε δεύτερο που περνούσε.

Άνοιξε, απότομα, τα βλέφαρά του και τότε χείμαρροι ξεχύθηκαν από μέσα τους. Έκανε ένα βήμα πίσω και προσπάθησε να φωνάξει. Ήθελε να διώξει τις σκέψεις μακριά, να σκοτώσει αυτό το συναίσθημα που τόσο τον βασάνιζε. Όμως η φωνή του δεν βγήκε ποτέ. Ήταν θαμμένη μέσα του τόσο καλά, που δεν μπόρεσε να βρει το κουράγιο να την ξεθάψει. Ακούμπησε τα χέρια του στο στέρνο και την πλάτη του στο τοίχο. Άρχισε να γλιστράει προς το έδαφος, παραδίνοντας το κορμί του στα δεσμά της βαρύτητας.

Πάνε μέρες από τότε που τον πήγανε εκεί, από τότε που έχει να μιλήσει σε κάποιον. Η μόνη του συντροφιά ήταν η θάλασσα. Ναι, η θάλασσα... Εκείνη η παρορμητική κυρία, που κανείς δεν τα βάζει μαζί της και όλοι την τρέμουν, τώρα υποκλινόταν στο δράμα του, ακούγοντάς τον. Τον άκουγε να μιλάει για τις καλοκαιρινές νύχτες, πίσω στην πατρίδα, για τον ανοιξιάτικο ουρανό που τόσο λαχταρούσε να ξανά δει. Και πληγωνόταν κάθε φορά που έβλεπε την χαρά στα μάτια του να αναμειγνύεται με πόνο και να γεννά θλίψη.

Ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και προσευχήθηκε. Έσφιξε τις γροθιές του και παρακάλεσε να βρει την δύναμη να φύγει. Τότε, ένα κύμα γαλήνης κυρίευσε όλη του την ύπαρξη. Χαλάρωσε τα χέρια του και ένιωσε τον αέρα να τρυπώνει από το ανοιχτό παράθυρο, με προορισμό το δέρμα του. Έφερνε μαζί του χώμα, νερό και αλάτι, μα δεν τον ένοιαζε. Χαμογέλασε και, με μία απότομη κίνηση, βρέθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Έκατσε εκεί και άρχισε να παρατηρεί τον χώρο γύρω του. Οι σοβάδες των τοίχων ήταν πεσμένοι κάτω, η μούχλα στο πάτωμα μύριζε αποπνικτικά και οι πέτρες του ταβανιού ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν. Περνούσε αρκετές ώρες χαζεύοντας το δωμάτιο, μα ετούτη την φορά κατάλαβε το πόσο άθλιο ήταν.

Ξάπλωσε στο, χωρίς στρώμα, κρεβάτι της φυλακής και ξεκίνησε να μετράει τις πέτρες που ήταν έτοιμες να πέσουν. Είχε σκεφτεί κάμποσες φορές πως άμα έπεφταν, θα μπορούσαν, άνετα, να του στερήσουν την ζωή. Και μόνο στην σκέψη πως κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, έκανε τον σταυρό του. Βέβαια, δεν ήταν και λίγες οι φορές που ευχόταν να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν και ζωή αυτή που ζούσε. Του στέρησαν την ελπίδα, τα όνειρα, την οικογένεια, μα, πάνω απ'όλα, τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν το άντεχε. «Καλύτερα νεκρός, παρά εδώ μέσα.», είχε πιάσει τον εαυτό του να ψιθυρίζει το προηγούμενο βράδυ. Και ενώ του έρχονταν τόσες αναμνήσεις στο μυαλό, οι καταρράκτες που μέχρι πρότινος είχαν στερέψει, άρχισαν να κάνουν, ξανά, την εμφάνισή τους.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και έκανε τον σταυρό του. Σκούπισε τα βρεγμένα του μάτια, κατάπιε ό,τι σάλιο του είχε απομείνει και κοντοστάθηκε, για ακόμα μία φορά, μπροστά στο παράθυρο, ελπίζοντας πως θα είναι και η τελευταία. Άπλωσε τα χέρια του και πήρε λίγες στάλες βροχής στις χούφτες τους. Έπειτα τις έφερε κοντά του και έπλυνε το αφυδατωμένο του πρόσωπο. Εκείνες, δροσερές καθώς ήταν, κατάφεραν να πάρουν λίγη από την κάψα του μακριά, μα η φωτιά δεν είχε σβήσει, ακόμα. Τοποθέτησε τις παλάμες του πάνω στα κάγκελα του παραθύρου και προσπάθησε να τα λυγίσει. Έβαλε όση δύναμη του είχε απομείνει και τελικά τα κατάφερε. Τα σίδερα που τον κρατούσαν στα δεσμά τους, είχαν σπάσει.

Ούτε που κατάλαβε πως λύγισε τα σίδερα, εκείνη την ημέρα που έβρεχε. Έβγαλε το ένα του πόδι απ'έξω και, με προσεκτικές κινήσεις, προσπάθησε να βγει στην φύση. Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να βγει, μα το έκανε. Μόλις τα πόδια του αισθάνθηκαν το νωπό χώμα, άρχισε να τρέχει και να φωνάζει με όλη του την δύναμη. Ήταν έξω, είχε φύγει από το κλουβί που τον είχαν αναγκάσει να μένει. Τώρα η ελπίδα είχε γεννηθεί ξανά και το σκοτάδι παρέδωσε την θέση του στο φως. Ύψωσε τα χέρια ψηλά στον ουρανό και άρχισε να χορεύει με την βροχή. Έπιασε τα φύλλα των δέντρων και άρχισε να τα μυρίζει θέλοντας να γευτεί την γεύση των παιδικών του χρόνων. Μα όλα αυτά σταμάτησαν, μόλις αντίκρισε την θάλασσα.

Ήταν η σειρά του να υποκλιθεί στο μεγαλείο της, να της πει ευχαριστώ για την συντροφιά που του πρόσφερε αυτές τις ημέρες. Γονάτισε και προσπάθησε να ξεστομίσει το ευχαριστώ που τόσο πολύ ποθούσε να πει. Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, όμως, ένας δυνατός θόρυβος έκανε ολόκληρη την πλάση να ταρακουνηθεί. Για ένα λεπτό, ολόκληρη η φύση σώπασε. Εκείνο το λεπτό ήταν ελεύθερος... .

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε