Εγκλήματα στο όνομα ενός έθνους

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
~Σμύρνη~
Η γεύση του αίματος είχε αποτυπωθεί πάνω στον ουρανίσκο της, αφήνοντας την πικρία του να εισχωρήσει βαθιά μέσα στα κύτταρά της. Το κόκκινο χρώμα του φρέσκου υγρού φάνταζε τώρα μπλε κάτω από το φως της πανσελήνου. Μικρές σταγόνες, ζωσμένες με τον αφρό της θάλασσας, άρχισαν να χαρίζουν λίγη από την δροσιά της αλμύρας στο κορμί της, καθώς η πρώτη φουρτούνα πλησίαζε. Ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε το σώμα της κάνοντάς την να ανοίξει, απότομα, τα μάτια.
Βρισκόταν στο ίδιο, ακριβώς, λιμάνι που βρισκόταν και το πρωί, μόνο που τώρα ήταν νύχτα. Δεν υπήρχαν καράβια, ούτε καΐκια. Μόνο μια, μισοφαγωμένη από την αλμύρα, βάρκα υπήρχε, λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημείο που βρισκόταν εκείνη. Τα άσπρα πανιά της ήταν πεσμένα και σχισμένα, αφήνοντας περιθώριο στα μάτια της να δουν τι βρισκόταν από πίσω τους. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά μέσα στο σκοτάδι, όμως από μακριά της φάνηκε πως ήταν άνθρωποι. Σήκωσε το ένα της χέρι και στηρίχθηκε σε αυτό. Έπειτα, έκανε ακριβώς το ίδιο και με το άλλο της χέρι, ώσπου, τελικά, κατάφερε να σηκωθεί όρθια.
Μόλις τα πόδια της ακούμπησαν το βρεγμένο τσιμέντο του λιμανιού, ένας δυνατός πόνος διαπέρασε το κορμί της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί το σώμα της για να καταλάβει που πονάει, όμως το φως της νύχτας δεν ήταν αρκετά δυνατό για να δει αν είχε κάποια πληγή. Κοίταξε γύρω της, με την ελπίδα να δει κάποιον στύλο. Και τελικά τον είδε. Λίγο πιο πέρα από την βάρκα, υπήρχε ένας στύλος, ο οποίος έλουζε μια μικρή επιφάνεια δαπέδου με φως. Αν και αυτό το φως ήταν λίγο, της ήταν αρκετό για να δει αν έχει κάποιο τραύμα. Άρχισε να περπατάει με γοργά, σταθερά βήματα προς την μοναδική πηγή φωτός που υπήρχε. Με κάθε βήμα που έκανε, ένιωθε τον εαυτό της να βυθίζεται ακόμα πιο πολύ στον πόνο.
Περπατούσε για λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου βρέθηκε δίπλα από την χαλασμένη βάρκα. Φοβόταν να κοιτάξει τι υπήρχε μέσα της, όμως η σιγουριά που της παρείχε το σκοτάδι την δελέασε να το κάνει. Άπλωσε το χέρι της, ακούμπησε ένα από τα σχισμένα πανιά και το τράβηξε με δύναμη πίσω. Τότε, είδε έναν άντρα να κρατάει αγκαλιά ένα κοριτσάκι. Ήταν και οι δύο ξαπλωμένοι και η κοπέλα υπέθεσε πως τους είχε πάρει ο ύπνος. Μη θέλοντας να τους ξυπνήσει, άφησε το πανί και συνέχισε τον δρόμο για το στύλο. Φτάνοντας εκεί, άρχισε να παρατηρεί κάθε μέρος του σώματός της για τυχόν τραυματισμούς, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Έτσι, γύρισε προς την μεριά της βάρκας και παρατήρησε πως εκεί από όπου είχε περάσει υπήρχαν κόκκινες πατημασιές. Αμέσως, έκανε να δει τα πέλματά της και τότε κατάλαβε γιατί πονούσε. Από τις πατούσες της έλειπε, σχεδόν, όλο το δέρμα.
Άρχισε να τρέχει κλαίγοντας προς τον άντρα που κοιμόταν μαζί με το παιδί. Έφτασε και ουρλιάζοντας ξεκίνησε να τους ταρακουνάει για να ξυπνήσουν. Όμως εκείνοι έμειναν ανένδοτοι. Κανείς δεν κουνήθηκε. «Βοήθεια! Ξυπνήστε θα πεθάνω, βοήθεια!», φώναζε, μα απάντηση δεν πήρε ποτέ. Απομακρύνθηκε μερικά εκατοστά και κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε τίποτα, μόνο καμένα δέντρα και άνθρωποι ξαπλωμένοι στο πάτωμα. «Βοήθεια, με ακούει κανείς; Μαμά, μπαμπά!», ούρλιαζε, ώσπου τα δάκρυα έπνιξαν την φωνή της. Έπεσε, με φόρα , κάτω στα γόνατα και κουλουριάστηκε. Το πρωί δεν άργησε να επιστρέψει. Όμως ο ήλιος ντράπηκε με αυτά που βγήκαν στην φόρα σαν ξημέρωσε.
Ένα μάτσο
Τούρκοι άρχισαν να στοιβάζουν τα πτώματα σαν σακιά πάνω σε μία άμαξα. Η Σμύρνη
είχε καεί, παίρνοντας μαζί της και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.