Διήγμα: Φτερά και Σκόνη (Α' Μέρος)

2021-12-28

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...

@Ειρήνη Πατατανέ

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι σταγόνες της βροχής το χαστούκιζαν με μανία. «Όχι πάλι..», μουρμούρισε καθώς πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήταν η τέταρτη φορά που έβρεχε εκείνη την εβδομάδα. Καθόλου βολικό, αν σκεφτείς ότι έπρεπε να πάρει το μετρό μέχρι το κέντρο και μετά να περπατήσει ώσπου να φτάσει στο γραφείο.

Έπλυνε το πρόσωπό της και έβαλε βιαστικά τα ρούχα της. Έπειτα πήρε μια ομπρέλα στο χέρι της και βγήκε από το διαμέρισμα. Διέσχισε τον μεγάλο διάδρομο, εκείνον που πάντα της χάριζε μερικούς εφιάλτες και βγήκε στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας. Άρχισε να περπατάει. Για όση ώρα περπατούσε παρατηρούσε τον κόσμο που περνούσε από δίπλα της. Έμοιαζαν όλοι τους δυστυχισμένοι, λες και ζούσαν όχι από επιλογή, αλλά από υποχρέωση. Ήταν, πράγματι, τρομακτικό να βλέπεις τόσα άδεια σώματα μαζεμένα την ίδια στιγμή, στο ίδιο σημείο.

Έφτασε στον σταθμό του μέτρου και κάθισε σε ένα μεταλλικό παγκάκι. Πήρε το κινητό ανάμεσα στα δάχτυλά της και άρχισε να τσεκάρει για τυχόν μηνύματα. Εκεί που χάζευε την οθόνη, ξαφνικά ένιωσε ένα απαλό σκούντημα στον ώμο.

-«Με συγχωρείται, μήπως μπορώ να κάτσω γιατί δεν υπάρχει κάποιο κενό παγκάκι;», την ρώτησε ένας μελαχρινός, γαλανομάτης άντρας.

-«Βέβαια..», απάντησε εκείνη μέσα από τα δόντια της.

-«Ευχαριστώ.»

Ο άντρας κάθισε δίπλα της βγάζοντας κι εκείνος το κινητό. Πληκτρολόγησε κάτι και έπειτα το τοποθέτησε, ξανά, στον χαρτοφύλακά του.

-«Κι εσείς το μετρό περιμένετε;», είπε διστακτικά ο άντρας.

- « Ναι.. να υποθέσω κι εσείς;»

-«Μάλιστα.»

-«Δουλεύετε στο κέντρο;»

-«Όχι, απλά σήμερα έπρεπε να κατέβω για μια εκκρεμότητα που προέκυψε.»

-«Ελπίζω, τότε, να μην καθυστερήσει να έρθει..»

-«Κι 'γω αυτό ελπίζω..», της απάντησε και ένα κύμα γέλιου διαπέρασε τα χείλη και των δύο.

Δεν πρόλαβε να ειπωθεί κάτι άλλο και το μετρό είχε, ήδη, φτάσει. Οι πόρτες άνοιξαν και τότε βρέθηκαν και οι δυο τους μέσα του. Κάθισαν ο ένας δίπλα στο παράθυρο και ο άλλος ακριβώς απέναντι, μα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Δεκάδες άνθρωποι στεκόντουσαν μπροστά τους, εμποδίζοντας το οπτικό τους πεδίο. Δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν, εκτός από το να περιμένουν να φτάσουν στον προορισμό τους, ακόμα κι αυτό σήμαινε μία ώρα δρόμος. Όταν τελικά αυτό συνέβη, ο πρώτος κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από το μετρό, κι εκείνη μπορούσε να τον δει με την άκρη του ματιού της, καθώς ετοιμαζόταν να ακολουθήσει το πλήθος.

Ήταν ακόμα καθισμένος στην θέση του, με το ένα του πόδι έξω από το κάθισμα, έτοιμος να σηκωθεί όρθιος. Το φως του ηλίου που έλουζε το, σκουριασμένο από τον χρόνο, παράθυρο, έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν σαν χρυσαφένιες πέρλες. Ήθελε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του μα κάτι την πρόσταζε να κοιτάξει. Να κοιτάξει στο μεγαλείο που έκρυβε αυτό το γαλάζιο, σε ένα μεγαλείο που είχε την δύναμη να της φυλακίζει την ανάσα, στάλα στάλα και να την οδηγεί μακριά από το σώμα της. Γύρισε απότομα το κεφάλι και σηκώθηκε όρθια. Άρχισε να περπατάει νευρικά, νιώθοντας απογοήτευση που δεν μπόρεσε να του μιλήσει ξανά, μα ταυτόχρονα και ανακούφιση που δεν χρειάστηκε να το κάνει. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να καταλήξει μια καινούργια γνωριμία, ειδικά με έναν τυχαίο που έτυχε να περιμένει μαζί της το μετρό. Με βαθιά μέσα της, ήξερε πως αργά η γρήγορα θα το μάθαινε. Κάτι της έλεγε πως δεν ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε αυτόν τον άντρα.

Επιτάχυνε το βήμα τη κι άλλο και στην συνέχεια έστριψε στην επόμενη στροφή. Στάθηκε έξω από το τεράστιο κτήριο, μέσα στο οποίο δούλευε και έβγαλε την κάρτα εισόδου. Την πέρασε μέσα στο μηχάνημα και και έπειτα άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο: Κριτική επιτροπή βιβλίων ΔΕΚΑ, καλώς ορίσετε Ερατώ Γρηγορίου. Βόλεψε την κάρτα γρήγορα μέσα στην τσάντα της και έσπευσε να πάει στο γραφείο της.

Καθώς κατευθυνόταν στον προορισμός της, άρχισε να παρατηρεί τον χώρο γύρω της. Το πάτωμα ήταν γεμάτο λάσπες και οι τοίχοι είχαν αρχίσει να μουχλιάζουν από την υγρασία. «Κάποιος πρέπει να το ανακαινίσει αυτό το αχούρι...», ψιθύρισε στον εαυτό της μα πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι άλλο είχε φτάσει, ήδη, έξω από την πόρτα του γραφείου της. Την άνοιξε και μπήκε μέσα. Αφού τακτοποιήθηκε, άρχισε να δακτυλογραφεί στον υπολογιστή. Της είχαν μείνει δύο ακόμα βιβλία που έπρεπε να διαβάσει και να γράψει κριτική, μα δεν ανησυχούσε. Ήξερε πως μπορεί πάντα να βασίζεται στον Στάθη για κάτι τέτοια. Εξάλλου της χρωστούσε χάρη. Αν δεν ήταν η Ερατώ να πείσει τον πατέρα της να τον προσλάβει δεν θα έπιανε πουθενά δουλειά.

Ξαφνικά, εκεί που ήταν αφηρημένη με το να πληκτρολογεί, της ήρθε στο μυαλό ο τύπος από το μετρό. Η θύμηση των ματιών του άρχισε να περιπλανιέται στα μονοπάτια της μνήμης της, χαρίζοντάς της ένα αίσθημα δέους. Ήταν η στιγμή που η καταστροφή είχε αρχίσει...

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε