Διήγημα: Τίποτα

2021-07-31

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ειρήνη Πατατανέ...

@Ειρήνη Πατατανέ

Έπεσε στα γόνατα και ένιωσε το δέος της φύσης να του σπάει τα κόκαλα. Ήταν σαν να υποκλίνεται στο μεγαλείο της, ακόμα κι αν δεν ήταν εκεί να τον δει, να τον αγγίξει. Άφησε το χαρτί που κρατούσε δίπλα του και έμπηξε τα χέρια του βαθιά στο νωπό χώμα. Ήθελε να ουρλιάξει, να φωνάξει τόσο πολύ που να την κάνει να τον ακούσει. Να την κάνει να τον αισθανθεί κι ας ήταν μίλια μακριά του.

Ήξερε ότι του άξιζε ο πόνος αυτός. Το χρέος του αίματος που είχε να ξεπληρώσει ήταν ο λόγος που τον κρατούσε ζωντανό. Ήθελε τόσο πολύ να εξιλεωθεί για τον χαμό που είχε προκαλέσει στην ψυχή και το νου της. Σηκώθηκε, με φόρα και άρχισε να τρέχει κόντρα στο ρεύμα. Τα κλαδιά των δέντρων, ξερά όπως ήταν, του έμπηγαν το δέρμα όλο και πιο βαθιά με το κάθε βήμα που έκανε. Αίματα άρχισαν να τρέχουν από το βελούδινο πρόσωπό του και να κατευθύνονται ως τα γυμνά του γόνατα. Το βλέμμα του κενό, κοιτούσε το απέραντο με μόνη ελπίδα να αντικρίσει την μορφή της. Μα η ελπίδα πέθανε όταν έφτασε στον προορισμό του.

Το μοναχικό σπιτάκι απέναντι από το δάσος της πόλης, είχε την πόρτα του ορθάνοιχτη. Κοντοστάθηκε και άρχισε να παρατηρεί αυτό που έβλεπε. Το φως του φεγγαριού, έλουζε με χάρη τις σταγόνες τις βροχής που είχαν φωλιάσει πάνω στην οροφή του σπιτιού. Ο δροσερός αέρας δεν μπορούσε να κρύψει την οργή του και, αυτό φαινόταν με τον τρόπο που έπεφτε πάνω στην ανοιχτή θήρα. Έκανε ένα βήμα μπροστά και τότε χείμαρρος ξεχύθηκε στα μάτια του. Έσφιξε τις παλάμες των χεριών του και δάγκωσε δυνατά τα χείλη του. Τώρα το φεγγάρι δεν φώτιζε μόνο τις στάλες της βροχής. Σειρά είχαν εκείνες του αίματος.

«Φιλομήλα..;», είπε σιγανά και με όση δύναμη του είχε απομείνει, αλλά ποτέ δεν του ήρθε κάποια απάντηση. Έτσι, φοβισμένος, ξαφνιασμένος και γεμάτος απορίες και κενά, αποφάσισε να κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην κόλαση. Άρχισε να περπατάει αργά, κατευθυνόμενος στο εσωτερικό του σπιτιού. Μόλις έφτασε, τον καλωσόρισε πιο θερμά από ποτέ η παράνοια. Το κεφάλι του άρχισε να μουδιάζει και η καρδιά του κόντευε να βγει από το στέρνο του. Έριξε μία ματιά γύρω, μόνο για να διαπιστώσει πως, μερικές φορές τα σενάρια της ζωής είναι τρομακτικότερα ακόμα και από τις πιο τρομακτικές ταινίες.

Παντού υπήρχαν αίματα, στους τοίχους, στο πάτωμα, στον καναπέ... Δεν υπήρχε πτυχή του δωματίου που να μην ήταν κόκκινη. Σκούπισε γρήγορα τα δάκρυά του και άρχισε να κάνει γοργά βήματα, φωνάζοντας το όνομα της. Δεν ήξερε που θα την βρει, πως θα την βρει, μα πιο πολύ τον τρόμαζε το γεγονός πως μπορεί και να μην την βρει. Σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του, η κάθε μία φέρνοντας και ένα ξεχωριστό κομμάτι τρέλας. Μα όλες τους σταμάτησαν μόλις άκουσε τον ήχο κάτω από τα πόδια του. Δεν τον είχε παρατηρήσει πριν, αλλά τώρα μπορούσε να τον ακούσει έντονα. Περπατούσε και με κάθε κίνηση που έκανε, ο ήχος μικρών θραυσμάτων του τρυπούσε με μανία τα τύμπανα των αυτιών. Σταμάτησε απότομα και έβγαλε το κινητό από την τσέπη. Άνοιξε τον φακό του και τον έστρεψε προς το πάτωμα. Τότε, είδε μικρά, άσπρα, σκληρά κομματάκια καλυμμένα με αίμα και σάρκα να πλανιούνται σε όλο το δωμάτιο.

Ήταν η στιγμή που ό,τι είχε μείνει μέσα του, έσπασε. Όταν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν τα κομμάτια, τότε δεν άντεξε. Έβγαλε μια κραυγή, τόσο δυνατή, που τον έκανε να νιώσει τις φωνητικές του χορδές να πάλλονται. Το κινητό του έπεσε από τα χέρια και έσπασε στα δύο. Άρχισε να τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο, μα δεν μπορούσε να την βρει πουθενά. Έβαλε τα χέρια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και προσπάθησε να σκεφτεί. Ξαφνικά, όπως ξεφυσούσε, είδε με την άκρη των ματιών του κάτι να γυαλίζει στην κουζίνα. Πλησίασε και τότε είδε μία κατσαρόλα, ακριβώς πίσω από τον πάγκο. Την πήρε στα χέρια του και προσπάθησε να την σηκώσει, όμως ήτα πολύ βαριά και έτσι την άφησε πάλι κάτω. Κάτι μέσα του, του έλεγε πως το άνοιγμα αυτής της κατσαρόλας, σηματοδοτούσε και το άνοιγμα της πύλης που οδηγούσε στους πιο φρικτούς του εφιάλτες . Όμως δεν μπορούσε να μην μάθει τι υπήρχε μέσα της.

Τα συμπεράσματα σχετικά με το περιεχόμενο της κατσαρόλας τα είχε βγάλει. Το μόνο που έμενε ήταν να επιβεβαιωθούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, να είναι εν μέρη παραλογισμοί. Άπλωσε τα χέρια και έσυρε την γκρίζα κατσαρόλα προς το μέρος του. Τοποθέτησε τις παλάμες του στο καπάκι και ήταν έτοιμος να το ανοίξει, όταν, ξαφνικά, η εκκωφαντική φωνή της ήχησε στο δωμάτιο. Γύρισε, έντρομος, το βλέμμα του προς την μεριά της πόρτας και τότε την αντίκρισε. Ήταν εκεί, στεκόταν δίπλα στην είσοδο της κουζίνας, φορώντας ένα άσπρο φόρεμα και έχοντας τα μαλλιά της πιασμένα ,πρόχειρα, πάνω. Τα καταγάλανα μάτια της φάνταζαν σαν μικρές πέρλες μέσα στο σκοτάδι, κάνοντας φοβερή αντίθεση με τα χείλη της, τα οποία έβγαζαν φλόγες.

Ακούμπησε τις παλάμες στο στέρνο της και επανέλαβε το όνομά του. Εκείνος, σοκαρισμένος καθώς ήταν, έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η κοπέλα, όμως, δεν ανταπέδωσε. Τον έσπρωξε απαλά και έκανε ένα βήμα πίσω. Τον κοίταξε επιδοκιμαστικά και με ένα αχνό χαμόγελο του είπε: «Γιατί είσαι ακόμα εδώ;». Κρύος ιδρώτας άρχισε τα λούζει το κορμί του. Πήγε να μιλήσει, μα μία γεύση αίματος κατέκλεισε τον ουρανίσκο του, φτάνοντας μέχρι τον οισοφάγο. Η πικρία που έφερνε μαζί της ήταν αρκετή για να τον γονατίσει.

«Σήκω πάνω και κοίτα τι με ανάγκασες να κάνω.», πρόσταξε η κοπέλα με ψυχρή φωνή.

«Έχεις τρελαθεί; Τι...», απάντησε ο νεαρός άντρας, όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει, μνήμες άρχισαν να χορεύουν στα έγκατα του μυαλού του.

«Θυμήθηκες τώρα;», τον ρώτησε η κοπέλα για ακόμα μία φορά.

«Δεν μπορεί... δεν το έκανες..»

«Γιατί δεν το διαπιστώνεις και μόνος σου;», είπε και έδειξε με το χέρι της την κατσαρόλα.

Σηκώθηκε, απότομα, και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που έδειχνε η Φιλομήλα. Έπιασε την κατσαρόλα και με μία απότομη κίνηση άνοιξε το καπάκι. Αυτό που είδε, ήταν πιο τρομακτικό απ'όσο φαντάζονταν. Δεν είδε τίποτα...

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε