Διήγημα θρίλερ: Η φρικιαστική δολοφονεία

2021-08-08

Γράφει για το PhyloSofia ON η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...

@Σοφία Σιμέλα Θωίδη

-Γιατρέ ακούω αυτές τις φωνές εδώ και μερικές εβδομάδες... Μα σας λέω... το μέτωπο του είχε ιδρώσει

Μπορούσε να νιώσει τις παγωμένες σταγόνες να κυλούν με φόρα στο λαιμό του και κάνοντας ελεύθερη πτώση να καταλήγουν στην μπλούζα του δημιουργώντας λεκέδες πανικού. Τα μηνίγγια του τρεμόπαιζαν σαν κλακέτες ανάμεσα στα μάτια του, ενώ τα φρύδια του έσπαγαν σε κάθε του μια ανάσα. Οι ρυτίδες του προσώπου του σκάλιζαν με πόνο το ανήσυχο δέρμα του. Τα δευτερόλεπτα μοιάζανε ολόκληρα λεπτά και τα λεπτά ώρες. Οι αδένες του φούσκωναν και ξεφούσκωναν καθώς το δηλητήριο του φόβου έπνιγε τις ανάσες του.

-Και τι σας λένε αυτές οι φωνές κύριε Καρωνύδη; συνέχισε ο γιατρός με τη φωνή του να μοιάζει με άψυχο καρδιογράφημα

-Μου λένε να φύγω, να πάω κάπου μακριά! Ώρες ώρες μου φωνάζουν και με διατάζουν να φύγω, να πάω στο φεγγάρι! τα μάτια του άστραψαν καθώς άλλη μια φωνή ταλάνιζε τα αυτιά του

-Στο φεγγάρι τι θα κάνετε; η φωνή του γιατρού γινόταν ένα με τα γρατζουνιτά του μολυβιού επάνω στο χαρτί του

-Εκεί θα πρέπει να πληρώσω. Το τίμημα μου είναι ο θάνατος! Ένα τέρας...- πήρε μια βαθιά εισπνοή και ορθάνοιξε τα μάτια συγκλονισμένος από τον πόνο που τον έκανε να νιώσει μια ακόμα φωνή- θα με σκοτώσει εκεί πέρα! ούρλιαξε τελικά κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια

Ο γιατρός πάτησε με πάθος το κουμπί του χρονομέτρου. Ένα απαλό κλικ ακούστηκε στον αδειανό από φωνές χώρο. Ο Πάρης στάθηκε στα δυο του πόδια και με γκρίζο βλέμμα αντίκρισε την παγωμάρα που κυριαρχούσε στο χώρο. Η καρδιά του γνώριζε πως κάτι μέσα του δεν πήγαινε καλά. Η ψυχή του ένιωθε πως το τέλος του είχε φτάσει. Ένα τέλος ανόμοιο με όλα τα άλλα, αλλά δίκαιο. Ένα τέλος βασανιστικό, μα ορθολογικό αιτιακό. Ανοιγόκλεισε με φόρα τα μάτια του έτσι όπως πίεζε το στέρνο του να αποδεχτεί και πάλι εκείνη την διαπεραστική φωνή που εισχωρούσε μέσα στις νευρώσεις του εγκεφάλου του. Δεν μπορεί να ήταν ένα ψέμα, μια παραίσθηση, μια πλάνη του μυαλό του όλο αυτό. Κάποιος είχε στοιχειώσει το σώμα του. Ίσως ένα πνεύμα που θρασύτατα ζητούσε να χυθεί το δικό του αίμα. Ένας πανικός διαπέρασε τις φλέβες του και η ανατριχίλα του έκανε τις τρίχες των χεριών του να ορθωθούν. Οι ανάσες του άρχισαν να διαδέχονται η μια την άλλη όση ώρα οι κτύποι του ρολογιού πονούσαν το μυαλό του. Τελικά, επικέντρωσε το βλέμμα του επάνω στα άδεια καστανά μάτια του γιατρού.

-Θα σας χορηγηθεί μια αγωγή κύριε Καρωνύδη. Με αυτά τα χάπια θα νιώσετε καλύτερα! Παράλληλα θα χρειαστεί να μπείτε στο νοσοκομείο για κάποιες εξετάσεις. ο άνδρας με την λευκή μπέρτα παρατήρησε τη σύγχυση ανάμεσα στα φρύδια του ασθενούς του

Στα μάτια του Πάρη ο κύριος Ευθυμίου μεταμορφώθηκε σε έναν ακόμα τυφλό και αέναο άνθρωπο. Έμοιαζε με μια πλάση τόσο ανίδεη που του προκαλούσε αηδία. Όσο περισσότερο τον κοιτούσε στα μάτια, τόσο πιο έντονη ήταν απωθητικότητα που του έβγαζε. Έβρισε μέσα από τα δόντια του και άφησε τον αέρα να βγει με φόρα μέσα από τα ρουθούνια του. ''Άχρηστε!'' ψέλλισε και τα δόντια του τρίξανε από το μίσος. Πώς ήταν δυνατόν να τον περνούσε για τρελό; Δεν ήταν ανισόρροπος, όσο κι αν όλοι τους είχαν βαλθεί να τον βγάλουν έτσι. Είχε τα λογικά του. Ήταν πιο λογικός από όλους εκεί πέρα μέσα. Η καρδιά του γέμισε μίσος και ένας χτύπος τάραξε το στέρνο του. Ποιος ήταν αυτός που θα τον έβγαζε τρελό; Τι σόι πτυχία είχε αυτός ο αναιδής άνδρας απέναντι του; Αναστέναξε και άφησε να βγάλει από μέσα του όσο άχτι κουβαλούσε τα τελευταία λεπτά.

-Δεν είμαι σχιζοφρενής κύριε Ευθυμίου! βρόντηξε τις λέξεις του και αψηφώντας τους κανόνες ευγενείας χτύπησε τις παλάμες επάνω στο τραπέζι του γιατρού

Ο άνδρας φάνηκε να ξαφνιάζεται με την αντίδραση του Πάρη και αναστατωμένος σηκώθηκε από τη θέση του. Ξεροκατάπιε μερική ποσότητα από σάλιο που είχε ανέβει επάνω στη γλώσσα του. Οι κόρες των ματιών του διεστάλησαν και ένα κύμα πανικού διαπέρασε τις άκρες των δακτύλων του. Ο ασθενής του δεν έμοιαζε με έναν φυσιολογικό άνδρα. Τα μάτια του ήταν μαύρα, σαν το ολοσκόταδο του σύμπαντος και τα δόντια του είχαν λουστεί ένα περίεργο κόκκινο χρώμα. Τα ούλα του έμοιαζαν να λιώνουν από το θυμό της ψυχής του και τα ακροδάκτυλα του τρεμόπαιζαν μανιασμένα.

-Μα... κύριε Καρωνύδη δεν σας αποκάλεσα ποτέ έτσι... κατάπιε με δυσκολία το περίσσιο θάρρος που του είχε απομείνει, ενώ ένιωθε τα πόδια του να υποχωρούν κάτω από το γραφείο του

Το θέαμα εμπρός του ήταν κάτι το εξωπραγματικό. Έμοιαζε με ένα τέρας βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες του. Το δέρμα του έλαμπε έτσι όπως το φώτιζε το λιγοστό φως από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Τα δάκτυλα του ξαφνικά έμοιαζαν πιο χονδρά και το σαγόνι του είχε αποκτήσει δυο απότομες γωνίες, σαν γκρεμούς. Τα κόκκαλά του έμοιαζαν να έχουν ανοίξει τόσο, που το δέρμα του θα έσπαγε στα δυο από την επιθετικότητα τους. Οι πλάτες του άνοιξαν με μιας και το δερμάτινο καλοραμμένο πανωφόρι του σκίστηκε σε χιλιάδες κομμάτια λες και ήταν ένα απλό κομμάτι χαρτί. Τα μπράτσα του, γιγαντιαία, θα μπορούσαν να πνίξουν εκείνον και να καταστρέψουν ό,τι άλλο βρισκόταν στο χώρο. Τώρα πιο το σώμα του ήταν υπερμεγέθες. Τα πόδια του πελώρια και το πρόσωπο του σκοτεινό σαν σκιά. Τα μαύρα μάτια μου έμοιαζαν τώρα με δυο μπίλιες σε σχέση με το τεράστιο σώμα του. Το στήθος του τρεμόπαιζε πάνω από την καρδιά του. Την καρδιά ενός τέρατος.

-Κύριε Καρωνύδη... πρόλαβε τα προφέρει ο άτυχος άνδρας προτού το τέρας εμπρός του τον αρπάξει μέσα στις πελώριες παλάμες του

Ο Πάρης τον άρπαξε με τα χοντρά του δάκτυλα να πιέζουν λαίμαργα τα μπράτσα του άνδρα. Τον σήκωσε ψηλά και με πόθο χτύπησε το κεφάλι του στην οροφή του δωματίου. Το τέρας μέσα του δεν συγκρατιόταν. Είχε φτάσει άλλη μια μαύρη μέρα. Μια από εκείνες τις μέρες που λίγο αργότερα θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να έχει διαπράξει άλλον ένα φόνο. Χτύπησε ξανά το κεφάλι του άνδρα με βαναυσότητα στην κορυφή του δωματίου μέχρι που εκείνος έχασε τις αισθήσεις του, ενώ αίματα έτρεχαν δεξιά και αριστερά του προσώπου του. Το στόμα του έμεινε ανοιχτό ενώ η ψυχή του είχε ήδη πετάξει στον ουρανό. Τα μάτια του που από καστανά πλέον είχαν μετατραπεί σε άσπρα, κοίταζαν με βλέμμα κενό το μαύρο της νύχτας. Το τέρας άφησε το άψυχο σώμα να πέσει με φόρα στο πάτωμα και έπειτα πιάνοντας στα δυο του χέρια το γραφείο του χτύπησε τις παλάμες του τόσο δυνατά που έπεσε αδύναμος στο δάπεδο. Είχε χάσει για ακόμα μια φορά τον εαυτό του. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ένα λευκό φως να πλησιάζει καίγοντας του το δέρμα. Ένα τόσο έντονο φως που με δυσκολία μπορούσε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του. Έμοιαζε με τη ζέστη ενός καζανιού. Λες και η κόλαση τον είχε ήδη βρει ως αποπληρωμή όλων των φόνων που είχε διαπράξει. Άφησε το κεφάλι του να πέσει στο έδαφος. Το βλέμμα του έπεσε στο ταβάνι. Τα αίματα του άνδρα είχαν σκορπιστεί δεξιά και αριστερά στο χώρο, ενώ το αίμα του μύριζε τόσο έντονα που έμοιαζε να είναι αποπνικτικό. Κούνησε ελαφρά τα δάκτυλα του όταν παρατήρησε πως το σώμα του είχε επανέλθει στην κανονική του μορφή. Οι δυνατοί μύες του και τα υπερφυσικά άκρα του είχαν εξαφανιστεί. Ήταν και πάλι άνθρωπος. Εκείνος ο δαίμονας είχε βγει από το σώμα του. Γύρισε με λιγοστή δύναμη το βλέμμα του προς το γραφείο. Το λαμπερό φως δεν του επέτρεπε να δει καθαρά το χώρο. Μπορούσε μοναχά να διακρίνει τις έντονες ρωγμές στα πόδια του τραπεζιού και μερικές ακόμα κηλίδες αίματος. Η θέρμη του φωτός του έφερε έντονη υπνηλία και το σώμα του παραδομένο στην εξαθλίωση του, τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια του. Αυτές ήταν και οι τελευταίες εικόνες που θυμόταν.

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε