Διήγημα Μυστηρίου: Τα γράμματα ενός μυστήριου δολοφόνου (Μέρος Β')

2021-08-31

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...

@Σοφία Σιμέλα Θωίδη

Η αλήθεια ήταν μία. Η λύση ήταν μονόδρομος. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποφύγει αυτό το ανεπιθύμητο ταξίδι.

Προς το τέλος του Γενάρη ήταν όλα τα πράγματα του έτοιμα. Ένα πρωί με συννεφιά έφυγε για Ολλανδία. Όλα έδειχναν ότι τα πράγματα θα ήταν ζόρικα. Το πρώτο βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον κοιμόντουσαν άλλα δυο αγόρια. Ο φόβος του για τους ανθρώπου ήταν τώρα πιο έντονος από ποτέ! Κάπου στα μεσάνυχτα το σώμα του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του ονειρευόταν πως οι συμμαθητές του τον χλεύαζαν και τον μείωναν. Έτσι ξύπναγε συνεχώς από το θυμό του για εκείνους, για τους ανθρώπους. Σηκώθηκε απότομα. Άνοιξε την τσάντα του και πήρε το άσπρο χάπι που τού είχε επιβάλει να παίρνει ο ψυχίατρος για να μην γίνεται εχθρικός. Το έβαλε στη χούφτα του. Τα μάτια του γυάλιζαν. Άνοιξε το μπουκαλάκι με το νερό του. Τότε παρατήρησε ότι όλο το νερό είχε χυθεί στην τσάντα του. Το μπουκάλι είχε τρυπήσει.

-Να πάρει... ρουθούνισε

Σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει μέσα στα σκοτάδια την πόρτα για να βγει από το δωμάτιο. Έπρεπε επειγόντως να βρει ένα μπουκαλάκι νερό. Όπως περπάταγε στα σκοτεινά κάτι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Το έπιασε με τα δυο του χέρια. Ήταν ένα γράμμα. Το άνοιξε. Μέσα του έγραφε με μαύρα γράμματα:

Ήρθες στο σωστό μέρος!

Το πέταξε πιο πέρα γιατί θεώρησε πως ήταν άλλη μια κακόγουστη φάρσα των συμμαθητών του. Άνοιξε σιγανά την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Περπάτησε μερικά βήματα προς τον αριστερό του διάδρομο. Έπειτα έκανε ξανά αριστερά. Κάποια στιγμή έχασε τον προσανατολισμό του. Το ξενοδοχείο ήταν τεράστιο και εκείνος τόσο μικρός για όλο αυτό το χάος. Άρχισε να πανικοβάλλεται. Κρύος ιδρώτας τον έλουζε. Σταμάτησε μπροστά από ένα άγνωστο δωμάτιο. Δάκρυα κύλισαν στο πρόσωπο του. Είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Τα όρια του είχαν ξεχαστεί πίσω από τα μεγάλα βήματα που έκανε ακολουθώντας τις εντολές των μεγάλων. Ένιωθε ότι μια κρίση πανικού βρισκόταν προ των πυλών. Αναστέναξε. Έπειτα χτύπησε την πόρτα εκείνου του γωνιακού δωματίου που βρισκόταν μπροστά του. Έπρεπε κάποιος να του δώσει οδηγίες για το που να βρει ένα μπουκαλάκι νερό. Χτύπησε την πόρτα τρεις φορές. Μια μαύρη φιγούρα μισοφαινόταν μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Ο David είχε ήδη αρχίσει να νιώθει τις δυνάμεις του εξασθενημένες.

-Ψάχνω...ένα μπουκαλάκι..νερό σας παρακαλώ. κατάφερε να αρθρώσει

-Καλώς όρισες! ακούστηκε μια βαριά φωνή.

Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του μικρού David.

Βράδυ Σαββάτου. Η Alya ετοιμαζόταν να βγει σε ένα νυχτερινό κέντρο. Φόρεσε τις ψηλές κόκκινες μπότες της και την κοντή δερμάτινη φούστα της. Από πάνω φόρεσε μια μαύρη δαντελωτή μπλούζα που αποκάλυπτε το πλούσιο μπούστο της. Έβαψε κόκκινα τα χείλη της και άφησε ελεύθερα τα ξανθά μαλλιά της. Πρόσθεσε πλούσιες μαύρες βλεφαρίδες στα δυο της μάτια και φόρεσε ένα δερμάτινο μπουφάν. Έκλεισε τα φώτα και ξεκλείδωσε την πόρτα. Στα πόδια της μπροστά αντίκρισε ένα γράμμα. Απ'έξω έγραφε το όνομα της. Έσκυψε και το πήρε. Το έβαλε με φόρα στη τσάντα της και κλείδωσε την πόρτα. Δεν είχε χρόνο να το διαβάσει εκείνη τη στιγμή. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο και έκανε νόημα σε έναν ταξιτζή να σταματήσει.
-Καλησπέρα! τού χαμογέλασε και μπήκε με μια γρήγορη κίνηση μέσα στο ταξί.
-Που πας κοπελιά; έκανε προκλητικά ο οδηγός και της έκλεισε το μάτι.
- Θα σας πω την οδό, γιατί δεν θυμάμαι το όνομα του μαγαζιού. συνέχισε εκείνη ανέμελα
-Έγινε! στράβωσε το χαμόγελο του
Το ταξί άρχισε να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.
-Πιο σιγά! έκανε η Alya και κράτησε το στομάχι της. Δεν σας είπα καν την οδό! έπιασε το στόμα της με το χέρι της για να κρατήσει τον εμετό που της ερχόταν να κάνει
Ο ταξιτζής δεν μίλησε, παρά μόνο γέλασε τρανταχτά. Έπειτα πάτησε γκάζι και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα.
Η Alya άνοιξε τσάντα της για να βρει χαρτομάντιλα. Δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο το στομάχι της. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το γράμμα.

Μηχανικά έπιασε το γράμμα και το έφερε κοντά της. Άνοιξε το φάκελο και έβγαλε το χαρτί που είχε μέσα του. Το αμάξι συνέχισε να τρέχει με τεράστια ταχύτητα κάνοντας το χαρτί να τρέμει στα χέρια της. Προσπάθησε να το κρατήσει όσο πιο σταθερά γινόταν με τα δάκτυλα της και άρχισε να το διαβάζει:

Αγαπημένη μου Alya,
πώς είσαι; Έχω καιρό να σε δω! Αποφάσισα να κάνω μια σειρά από ταξίδια τώρα που αποδεσμεύτηκα από τη δουλειά. Ήθελα να περάσω από τη Ρωσία να σε δω, αλλά δυστυχώς είχα ένα ατύχημα με το πόδι μου και δεν μπορώ να ταξιδέψω. Έτσι έχω ξεμείνει στην Ολλανδία, στο ξενοδοχείο 'Dreaming'. Θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα εάν ερχόσουν να με βρεις! Επειδή όμως γνωρίζω πως τα οικονομικά σου δεν βρίσκονται και στην καλύτερη κατάσταση, σου έχω βγάλει εγώ εισιτήριο για να έρθεις! Θα σε περιμένω με ανοιχτές αγκάλες!

Η θεία σου,

Sofia

Η Alya κράτησε την ανάσα της. Είχαν μπει σε ένα σκοτεινό σοκάκι.

-Σταμάτα! φώναξε η Alya στον περίεργο οδηγό και άρχισε να του χτυπά το κάθισμα με τα πόδια της

Εκείνος φρέναρε απότομα. Άνοιξε την πόρτα του με φόρα και βγήκε έξω. Η Alya δεν μπορούσε να καταλάβει τι στο καλό βρισκόταν γύρω της λόγω του απόλυτου σκοταδιού. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα της και την τράβηξε από το χέρι με βίαιο τρόπο.

-Τι κάνεις; Άσε με! τσίριζε πανικόβλητη προσπαθώντας να τον απωθήσει με σπρωξιές

-Μη φωνάζεις! την χτύπησε στο στόμα εκείνος και της έδεσε τα χέρια με ένα μαντίλι, ενώ την έσπρωχνε να μπει μέσα σε μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία.

Η Alya άρχισε να κλαίει. Από τη δύναμη που της ασκούσε έπεσε στο έδαφος και το δεξί της γόνατο άνοιξε γεμίζοντας την με αίμα. Η Alya στην εικόνα του τρομοκρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει. Την σήκωσε και τη χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι.

-Σου είπα να μη φωνάζεις;

Η Alya δεν είχε πια καμιά αντοχή. Ακολούθησε τις συμβουλές του κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. Μπήκαν μέσα στη μονοκατοικία. Γύρω τους υπήρχαν χώματα και στάχτες. Κάποιος έπρεπε να είχε βάλει πιο παλιά φωτιά εδώ πέρα. Μερικές καρέκλες με σπασμένα πόδια κείτονταν από δω και από 'κει. Το λιγοστό φως του φεγγαριού που έμπαινε από ένα σπασμένο παράθυρο φώτιζε μια σκουριασμένη καρέκλα που στεκόταν λυπημένα σε μια γωνιά. Ο οδηγός έσπρωξε την Alya πάνω της. Η Alya έπεσε με δύναμη δίπλα στο ένα της ποδαράκι.

-Σε έβαλα να κάτσεις πάνω στην καρέκλα και όχι κάτω δίπλα της! φώναξε με βροντερή φωνή εκείνος και την κλώτσησε στο χέρι.

Η Alya σαν πληγωμένο ζώο σηκώθηκε από το έδαφος και κάθισε στην καρέκλα. Τα πόδια της τρέμανε. Το αίμα είχε ξεραθεί πάνω στο πόδι της και είχε καλυφθεί από νέο που έτρεχε σαν ποτάμι. Ο οδηγός στάθηκε εμπρός της και την κοίταξε με ένα αλλοπρόσαλλο βλέμμα. Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα τρομακτικό χαμόγελο. Τα μάτια του γυάλιζαν. Άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του. Η Alya έκλεισε τα μάτια της. Άρχισε να χτυπιέται πάνω στην καρέκλα.

-Σε παρακαλώ όχι! έκανε και κατέβασε το κεφάλι της. Όχι πάλι... .

Το επόμενο κλάσμα δευτερολέπτου ο οδηγός έπεσε κάτω στο πάτωμα σε φόρα σηκώνοντας το χώμα ως τα γόνατα της Alya. Από πίσω του φανερωνόταν μια αντρική φιγούρα.

-Κύριες Τζέιμς...; ψέλλισε η Alya

Εκείνος της χαμογέλασε. Στα χέρια του κρατούσε ένα ματωμένο μαχαίρι

-Τι κάνεις εσύ εδώ κορίτσι μου; έκανε στοργικά και την πλησίασε

Με γρήγορη κίνηση τις έλυσε τα χέρια.

-Αυτός με έφερε εδώ! Οδηγούσε ένα ταξί και μπήκα μέσα για να με πάει σε ένα μαγαζί... η φωνή της έτρεμε και έδειχνε με αηδία το πτώμα

-Αυτός ο τύπος είναι πολύ γνωστός για τα εγκλήματα του κορίτσι μου! Θα είχες μπλέξει πολύ άσχημα! συνέχισε εκείνος αυστηρά

-Κύριε Τζέιμς δε ξέρετε πόσο σας ευχαριστώ! έκανε η Alya και έπεσε στην αγκαλιά του

-Παιδί μου... Τι τρομερό! την πήρε αγκαλιά και της χάιδεψε τα μαλλιά

-Μα... εσείς... τι κάνετε εδώ; Νόμιζα πως είχατε φύγει για την Ολλανδία...

-Ναι κορίτσι μου... Είχα φύγει, αλλά οικογενειακές υποχρεώσεις με ξανά έφεραν εδώ δυστυχώς...

-Είστε καλά; έκανε η Alya και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της

-Καλά κορίτσι μου, καλά! έκανε εκείνος και της χαμογέλασε. Λοιπόν ώρα να σε γυρίσω σπίτι!

-Το πτώμα;

-Έχω ήδη καλέσει την αστυνομία! Πάμε σπίτι εμείς!

-Ναι ναι... συμφώνησε κρατώντας το κεφάλι της. Τα είχε εντελώς χαμένα.

Μπαίνοντας στο αμάξι ο κύριος Τζέιμς έδωσε στην Alya το γράμμα.

-Αυτό μάλλον σου είχε πέσει! της γέλασε. Τι είναι αν επιτρέπεται;

-Ααα από τη θεία μου είναι...-η Alya προσπαθούσε να ξεφύγει από τον πανικό της- Με προσκαλεί στην Ολλανδία...

-Ααα να πας κορίτσι μου! Είναι πανέμορφα εκεί! της γέλασε

-Έτσι λέω! Αύριο κι όλα! Τα εισιτήρια που μού έβγαλε είναι για αύριο...

-Να πας! Να πας! Καλύτερα να ξεφύγεις και από αυτό τον τρόμο που βίωσες κορίτσι μου! Αν δεν σε έβλεπα και εγώ τυχαία... Ποιος ξέρει; της γέλασε ξανά ο κύριος Τζέιμς

Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα το απόγευμα έφτασε στο ξενοδοχείο 'Dreaming' όπου και χάθηκαν τα ίχνη της μετά τις επτά το απόγευμα.

Ξύπνησε το πρωί της Κυριακής με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Κάθισε στο κρεβάτι του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πάνε χρόνια από το ατύχημα που του συνέβη, παρόλα αυτά τα αδύναμα και 'άχρηστα' πόδια του, όπως συνήθιζε να τα αποκαλεί, έκαναν ακόμα πιο θλιμμένη την κατάσταση του. Τα άσπρα μούσια του έδειχναν ειρωνικά την πελώρια κοιλιά του. Έξυσε το γεμάτο από σημάδια του χρόνου, κεφάλι του και φόρεσε τα στρογγυλά γυαλιά του. Στηρίχθηκε στο χεράκι του αναπηρικού αμαξίδιου του. Έκανε μια απότομη κίνηση και κάθισε πάνω του. Έπιασε τις ρόδες του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Έβαλε σε ένα ποτήρι γάλα και το ζέστανε. Χασμουρήθηκε μια δυο φορές μέχρι να ζεσταθεί και έπειτα τού πρόσθεσε δυο κουταλιές καφέ και μια κουταλιά ζάχαρη. Έσυρε τις ρόδες και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Έκατσε δίπλα στο παράθυρο και έπιασε το χειριστήριο του ραδιοφώνου. Έβαλε σιγανά να παίζει ένα κομμάτι κλασσικής μουσικής. Άφησε το μυαλό του να πλανηθεί σε παλιές εποχές.

Θυμόταν τον εαυτό του να παίζει ποδόσφαιρο στο κολέγιο και με τον καλύτερο φίλο του, τον Πόλ, να κερδίζουν συνεχώς τις άλλες ομάδες. Τα κορίτσια φώναζαν τα ονόματα τους από τις κερκίδες και το κοινό τους αποθέωνε. Τότε είχε γυμνασμένο κορμί με γεροδεμένα χέρια. Η κοπελιά του φορούσε μια κίτρινη φουστίτσα με μπλε μπλούζα, όπως όλες οι τσιρλίντερ της ομάδας. Κατέβαινε με γρήγορο βήμα τις κερκίδες για να τον αγκαλιάσει. Άνοιξε τα χέρια του και την αγκάλιασε. Ο κόσμος γύρω του χειροκροτούσε δυνατά. Τότε ήταν ευτυχισμένος. Ένιωθε ότι κρατάει στα χέρια του όλο τον κόσμο.

Ένας ενοχλητικός ήχος χάλασε τις σκέψεις του και τον έκανε έξαλλο.

Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που ακουγόταν ο θόρυβος. Αντίκρισε το τηλέφωνο. Χτυπιόταν πάνω κάτω σαν τρελό και του φώναζε να το σηκώσει. Έκανε να το αποφύγει, αλλά ένιωθε ταυτόχρονα τον ήχο του να δυναμώνει. Έστριψε το καροτσάκι με εκνευρισμό και έπιασε το ακουστικό:

-Ναι!

Η φωνή του ήταν κοφτή.

-Κύριε Oliver... ακούστηκε μια φοβισμένη φωνή

- Ποιος είναι; συνέχισε εκείνος με αυστηρό τόνο

-Εεεε...ο Άρθουρ είμαι από το εργαστήρι!

Η φωνή του νεαρού ακουγόταν ακόμα ταραγμένη.

-Άρθουρ;

-Εεεμμ ναι! Είμαι ο καινούριος...οο...εε...που ήρθα την περασμένη εβδομάδα...δεν ξέρω αν με θυμάστ...

-Ααα ναι ναι! Ξέρω ξέρω!-γέλασε- Πες μου λοιπόν τι έγινε;

-Λοιπό... από που να το ξεκινήσω... Βασικά... Είχαμε ένα ατύχημα στο εργαστήρι...

-Ατύχημα; Τι ατύχημα;

-Δεν κατάλαβα ακριβώς... Το οξύ που βρήκαμε...εεε..με το υδροχλωρικό οξύ...και...

-Καλά καλά! - έκανε απότομα- Θα έρθω εγώ τώρα από 'κει να δω τι γίνεται!

Έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη. Έδωσε ώθηση στο καροτσάκι και μπήκε με φόρα στο υπνοδωμάτιο του. Από εκεί πήρε τα σύνεργα του και φόρεσε το ροζ πουκάμισο του με ένα μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο σακάκι. Βγήκε στο δρόμο και έψαξε για ταξί. Κουνούσε το χέρι του πάνω κάτω μα τίποτα. Οι οδηγοί των ταξί τον προσπέρναγαν επιδεικτικά. Μετά από δυο ήττες σαν και αυτές, τίναξε το σακάκι του και κινήθηκε λίγα βήματα πιο πέρα. Στο επόμενο λεπτό το σακάκι του γέμισε λάσπες. Ένας ακόμα ταξιτζής τον είχε προσπεράσει γεμίζοντας τον αυτή τη φορά και με λάσπες και χώματα από το δρόμο.

-Να πάρει! βρόντηξε

Μάζεψε όση υπομονή είχε και πήγε λίγα βήματα πιο κάτω. Μια τελευταία προσπάθεια. Σήκωσε το χέρι του. Το ταξί σταμάτησε εμπρός του.

Επιτέλους!

Όταν έφτασε στο εργαστήριο ήταν πολύ αργά. Γούρλωσε τα μάτια του και έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.
-Άρθουρ τι συμβαίνει εδώ;

Η φράση του ήταν κοφτή. Τον κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν.

-Εεε... Ήταν ένα ατύχημα. Όταν βασικά το οξύ αυτό με το υδρογόνο αυτό και αυτό το... έκανε κουνώντας τα χέρια του νευρικά από δω και από εκεί.

Ο Oliver ρουθούνισε δυο φορές νευριασμένα και έπειτα διέκοψε τη φράση του.

-Άρθουρ πες μου πως συνέβη αυτό! Τώρα! Το απαιτώ, δε σε ρωτάω να μου πεις! κούνησε το χέρι του απότομα προς τα σπασμένα δοχεία και τα πεταμένα στο πάτωμα υγρά.

-Εε...Ξέρετε...

Ο Oliver του έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσει να μιλάει. Τον πλησίασε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια με συγχυσμένο βλέμμα.

-Μόνο, φρόντισε να τα καθαρίσεις, έτσι όπως τα έκανες! γρύλισε και του γύρισε την πλάτη απότομα.

Τίναξε το σακάκι του και χτύπησε την πόρτα πίσω του.

Βγήκε στο δρόμο και πήρε μερικές ανάσες στην προσπάθεια του να ηρεμήσει. Σήκωσε το χέρι του και το πρώτο ταξί που πέρασε, σταμάτησε εμπρός του. Ο οδηγός κατέβασε το τζάμι και τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

-Που πάτε κύριε; έκανε τελικά

Ο Oliver μπήκε μέσα με φόρα και έκλεισε δυνατά την πόρτα. Ο οδηγός τον κοίταξε περίεργα και έβαλε εμπρός.

-Ξεκίνα εσύ και θα σου πω εγώ που να πας! πέταξε αυστηρά ο Oliver και έκλεισε το σακάκι του.
Το αμάξι ακολούθησε τις εντολές του.

Άνοιξε την πόρτα της αυλής του και περπάτησε μερικά βήματα. Κουνούσε το κεφάλι του γεμάτος δυσαρέσκεια και σιγοψιθύριζε.

-Έχω βαρεθεί αυτή τη ζωή! Όλες οι προσπάθειες μου πάνε χαμένες! Το πείραμα ενός χρόνου το διέλυσε αυτός ο... κράτησε το στόμα του για να μην τον βρίσει.

Κούνησε ξανά το κεφάλι του και έσυρε τις ρόδες του αμαξιδίου του. Έφτασε μπροστά από το κεφαλόσκαλο και έκανε να ανοίξει την πόρτα. Ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος.

-Τι στο καλό... ψέλλισε

Γύρισε το κεφάλι του και παρατήρησε ότι η δεξιά ρόδα πατούσε έναν φάκελο. Έσκυψε το σώμα του και το σήκωσε.

-Oliver...

Διάβασε δυνατά. Σούφρωσε τα χείλη του και το κοίταξε εξεταστικά. Ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του και έσυρε το καροτσάκι ως τον καλόγερο δίπλα από τον καναπέ. Έβγαλε το σακάκι του και το στήριξε στο χαμηλότερο χεράκι του. Τράβηξε την κουρτίνα απότομα προς τα αριστερά για να μπει το φως του ήλιου στο δωμάτιο. Προχώρησε ως το παράθυρο και άνοιξε το γράμμα γεμάτος περιέργεια. Ξεκίνησε να διαβάζει...

Αγαπημένε μου Oliver,

Τι κάνεις; Πώς πάει το καινούριο σου πείραμα; Είμαι σίγουρος πως θα έχει μεγάλη επιτυχία! Εγώ μετακόμισα τελικά όπως σου είχα πει στην Ολλανδία. Συνέβη όμως μια μεγάλη κακοτυχία! Ένα πρόβλημα στη θέρμανση δε με αφήνει να τακτοποιηθώ στο νέο μου σπίτι! Τώρα βρίσκομαι στο ξενοδοχείο 'Dreaming' και περιμένω να αποκατασταθεί η βλάβη! Θα χαιρόμουν αν έβρισκες έστω και λιγοστό χρόνο να έρθεις να με δεις!

Δικός σου,
Κάρολος

Ο Oliver κούνησε ειρωνικά το κεφάλι του.

-Ευτυχώς που έχω και σένα φιλαράκι! έκανε τελικά

Το απόγευμα γέμισε τις βαλίτσες του και κατά τις ένδεκα το βράδυ πήρε το αεροπλάνο. Την επόμενη μέρα έφτασε στο ξενοδοχείο 'Dreaming' από όπου και χάθηκαν τα ίχνη του.

-Έλα μαμά! Ναι ναι καλά είμαι! Συ; Ααα ωραιά! Όχι όχι εγώ δεν μαγείρεψα. Πίτσα παρήγγειλα. Εντάξει μαμά! Ναι ναι... Τα φιλιά μου στον μπαμπά! Άντε τα λέμε! Έλα γεια γεια! έκλεισε το κινητό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της

Δευτέρα! Η χειρότερη μέρα! Είχε τρεις εργασίες και μια πρόοδο να γράψει. Ξεφύσησε. Γύρισε πλευρό και άφησε τον εαυτό της να ηρεμήσει από μια ακόμα έντονη μέρα. Αγκάλιασε τα παπλώματα της και χάιδεψε με το μάγουλο της το μαξιλάρι της. Αχχχ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ο ύπνος άρχισε να την παίρνει μαζί του για να ταξιδέψει σε άλλους κόσμους. Τα μαύρα της μαλλιά είχαν απλωθεί εδώ και εκεί πάνω στο μαξιλάρι της. Ξαφνικά άκουσε έναν κρότο. Πρέπει να ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο. Ή από την κουζίνα. Σηκώθηκε ανήσυχη και έσυρε τις παντόφλες της ως την κουζίνα. Άνοιξε με μια δυνατή σπρωξιά την πόρτα και αντίκρισε τον Μάνο. Είχε ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο και την κοίταζε στα μάτια σκεπτικός.

-Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; του γέλασε και τον πλησίασε

-Μπήκα από το παράθυρο!- χαμογέλασε και εκείνος με τη σειρά του- Γνωστό το κόλπο! Απορώ γιατί σού φαίνεται περίεργο! σήκωσε τα φρύδια του και της έκανε νόημα με τα μάτια να τον πλησιάσει περισσότερο

-Α! Σωστά! τού έκλεισε το μάτι και τον αγκάλιασε

Εκείνος μύρισε τα μαλλιά της. Την πήρε κοντά του και της χάιδεψε τους ώμους.

-Τι έκανες πριν έρθω; ψιθύρισε στο αυτί της

-Τίποτα...Χαλάρωνα στο κρεβάτι μου! του χάιδεψε την πλάτη

-Σίγουρα; έκανε στον ίδιο χαλαρό τόνο εκείνος

-Ναι. Γιατί ακούγεσαι τόσο ανήσυχος; απομάκρυνε το πρόσωπο της και από την αγκαλιά του και τον κοίταξε στα μάτια

Το βλέμμα του σκοτείνιασε.

-Κάποιους λόγους θα έχω και 'γω! της πέταξε απότομα με μάτια που γυάλιζαν

-Μάνο, τι συμβαίνει;

Αμέσως της έπιασε τους καρπούς των χεριών της και την κόλλησε στον τοίχο.

-Για πες αλήθεια Τερψυχόρη...- την έπιασε από το λαιμό- Χθες βράδυ ήσουν με τον Τίμο;

Η Τερψυχόρη γούρλωσε τα μάτια της. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά.

-Έλα εδώ!

Την τράβηξε από το χέρι και την έσυρε ως την κρεβατοκάμαρα.

Την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο.

-Μάνο τι έπαθες; κραύγασε βεβιασμένα

Εκείνος δεν απάντησε. Την έριξε με δύναμη στο κρεβάτι.

-Μάνο με τρομάζεις! Γιατί φέρεσαι έτσι αλλόκοτα;

Το βλέμμα του ήταν άγριο. Ξάπλωσε από πάνω της και άρχισε να της φιλά τον λαιμό.Η Τερψυχόρη προσπαθούσε να τον σταματήσει, αλλά ο Μάνος της κρατούσε τα χέρια της σφιχτά πάνω στο κρεβάτι. Της πίεζε τους καρπούς της τόσο δυνατά που άρχισαν να μουδιάζουν οι παλάμες της. Άρχισε να βαριανασαίνει και να κουνάει τα πόδια της με δύναμη εδώ και 'κει για να τον χτυπήσει. Μάταια. Ήταν αρκετά δυνατός και κατάφερνε να την κρατά ακίνητη.

-Βοήθεια! Μάνο σταμάτα! ξεκίνησε να φωνάζει

Το στόμα του ρούφαγε το λαιμό της και μετά το στήθος της. Η Τερψιχόρη άρχισε να κλαίει και οι λυγμοί της τάραζαν το σώμα της. Κουνούσε με δύναμη το κεφάλι της λες και προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτόν τον εφιάλτη. Ο Μάνος της κράτησε με τα χέρια του το κεφάλι της. Εκείνο το λεπτό βρήκε την ευκαιρία η Τερψυχόρη και έπιασε ένα βαρύ βιβλίο από το τραπεζάκι δίπλα της. Με όση δύναμη διέθετε του χτύπησε το κεφάλι με το βιβλίο. Το σώμα του Μάνου έπεσε με δύναμη πάνω στο δικό της.Έβγαλε μια κραυγή πόνου.

Έσπρωξε με δύναμη το κορμί του από πάνω της. Οι ανάσες της ήταν τόσο γρήγορες που ένα ολόκληρο λεπτό δεν έφτανε για να τις μετρήσει κανείς. Το σώμα του Μάνου βρισκόταν κάτω στο πάτωμα δίπλα από το κρεβάτι. Η Τερψυχόρη τον πλησίασε. Στάθηκε από πάνω του και τον περιεργάστηκε. Τα μάτια του ήταν κλειστά και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του είχε εμφανιστεί ένα μεγάλο καρούμπαλο. Τον κοίταξε με μίσος και κλότσησε το δεξί του χέρι. Εκείνος δεν αντέδρασε. Αμέσως το μυαλό της άρχισε να παίρνει αντίστροφες στροφές. Στιγμιαία ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά της. Έσκυψε και έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του. Έβαλε το αυτί της στη μύτη του και προσπάθησε να ακούσει την αναπνοή του. Έμεινε κάποια δευτερόλεπτα να προσπαθεί. Όσο πέρναγαν τόσο πιο πολύ καταλάβαινε ότι δεν ανάσαινε. Σηκώθηκε σαν να την είχε χτυπήσει ρεύμα και έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια.

-Χριστέ μου! έκανε με τρεμάμενη φωνή

Αμέσως κάθισε στα γόνατα δίπλα του και τον έπιασε από τους ώμους.

-Μάνο! Μάνο μίλα μου! Μάνο! άρχισε να φωνάζει και κουνούσε τους ώμους του

Καμιά αντίδραση. Το σώμα του ταρακουνιόταν στα χτυπήματα της και τα μάτια του παρέμεναν κλειστά.

-Δεν μου συμβαίνει εμένα αυτό! τσίριξε πανικόβλητη και άρχισε να κινείται από δω και από κει μέσα στο δωμάτιο.

Έπιασε το χέρι του και συνειδητοποίησε ότι ήταν παγωμένο. Ο Μάνος δεν ζούσε πια!

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και έτρεξε προς το σαλόνι για να βρει το τηλέφωνο της και να καλέσει ένα ασθενοφόρο. Καθώς έφτανε προς την εξώπορτα του σπιτιού της γλίστρησε και έπεσε με δύναμη στο πάτωμα.

-Τι στο καλό...

Έκανε να σηκωθεί και έπιασε ένα γράμμα. Συνοφρυώθηκε και το άνοιξε μηχανικά.

Μικρή μου Τερψιχόρη,

Τι κάνεις; Πώς τα περνάς; Μου έλειψες μικρούλα μου! Μίλησα με τη μαμά σου και μού είπε ότι κουράζεσαι με τη σχολή σου και με τα μαθήματα... Έτσι αποφάσισα να σου κάνω μια πρόταση! Εγώ θα βρίσκομαι για αυτή τη βδομάδα στην Ολλανδία για να ξεσκάσω λιγάκι από τη δουλεία και την πίεση γενικότερα. Λοιπόν, θα ήθελες να έρθεις να με βρεις; Μένω στο ξενοδοχείο 'Dreaming'. Σου έχω βγάλει το εισιτήριο για να έρθεις να με βρεις! Δεν θέλω να ξοδευτείς καλή μου! Θα χαρώ πολύ αν έρθεις να με βρεις!

Με αμέτρητη αγάπη,

η νονά σου!

Δεν είχε άλλη επιλογή! Έπρεπε να εξαφανιστεί προτού μαθευτεί ότι σκότωσε το αγόρι της. Κάλεσε την αστυνομία και αμέσως μετά μάζεψε βιαστικά τα πράγματα της και έφυγε. Το εισιτήριο ίσχυε για εκείνη την ημέρα!

Τρίτη πρωί βρισκόταν έξω από το ξενοδοχείο 'Dreaming' από όπου χαθήκαν τα ίχνη της.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μοναχά οι χαράδρες από τα κλειστά παράθυρα έβαζαν λιγοστό φως μέσα του. Οι τοίχοι ήταν άσπροι και οι γωνίες του δωματίου αραχνιασμένες. Κάτι έτριζε μέσα στο σκοτάδι. Η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα και θάνατο. Που και που ακουγόντουσαν κάποια βήματα. Έπειτα ένα σύρσιμο και μετά ένας γδούπος. Ακολουθούσαν μουγκρητά και πνιχτές τσιρίδες. Σε ανύποπτο χρόνο ακουγόντουσαν και κάποια τριξίματα από καρέκλα μάλλον. Ξαφνικά ακούστηκες ένας ακόμα γδούπος. Πνιχτή φωνή που παρακαλούσε για βοήθεια και βήματα σταθερά πότε να πλησιάζουν και πότε να απομακρύνονται. Ένα φως που τρεμόπαιζε εμφανίστηκε κάπου στο βάθος. Όσο πλησίαζε το φως αυτό τόσο πιο καθαρά φαινόντουσαν πέντε ζευγάρια μάτια που το κοίταζαν. Το φως σταμάτησε κάπου λίγο πιο μπροστά τους. Ακούστηκε ένα ακόμα τρίξιμο και το επόμενο λεπτό άναψαν μικρές μικρές λάμπες εδώ και 'κει. Το δωμάτιο φωτίστηκε. Πέντε φιγούρες φαινόντουσαν τώρα καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη και μια στο κέντρο να τις κοιτάζει. Γνωστή σε όλους τους η έκτη φιγούρα. Κάτι σαν να έσταξε. Τα πέντε ζευγάρια μάτια γύρισαν και αντίκρισαν κρεμασμένα πτώματα από το ταβάνι και αίμα στο πάτωμα. Τα μάτια ξανά γύρισαν και αντίκρισαν την έκτη φιγούρα. Εκείνη πλησίασε λίγο πιο κοντά τους και άρχισε να μιλά με σταθερή φωνή.

-Abel Touister, David Blakhol, Alya Trousofski, Oliver Srau, Τερψυχόρη Σταυρουλάκη.

Το φως φώτισε τα πρόσωπα τους. Τα μάτια κοίταζαν γύρω γύρω ανήσυχα.

-Πέντε τα γράμματα λοιπόν, πέντε και εσείς!

Η έκτη φιγούρα γέλασε και έτριψε τα χέρια της.

-Όλοι ζείτε δυστυχισμένες ζωές! Καμιά πραγματική ευτυχία τελικά! Ένα τίποτα είναι οι ζωές σας! Και σας ξέρω καλά όλους σας!

Έπειτα πλησίασε τον Abel. Έκανε μια στροφή γύρω του και έσκυψε εμπρός στο πρόσωπο του.

-Abel Touister! Βουτηγμένος στο βόθρο και στην παρανομία μια ζωή! Σκότωσες τη μητέρα σου στα δεκαεπτά σου και είπες ψέματα στον πατέρα σου για το φόνο.Όλοι σε πίστεψαν! Άρχισες να δουλεύεις για δολοφόνους. Καθάρισες πολλούς. Ένα κάθαρμα ήσουν μια ζωή. Έπειτα απέκτησες πλούτη. Ξανά σκότωσες για να αναλάβεις τη μεγαλύτερη θέση της εταιρίας που δούλευες. Παντρεύτηκες την πιο όμορφη γυναίκα και έκανες δυο δυστυχισμένα παιδιά. Η ζωή σου περιτριγυριζόταν από πόρνες. Την απάτησες. Ποτέ δεν ασχολήθηκες με τα παιδιά σου. Την κακοποίησες πολλές φορές και δεν δίστασες να σκοτώσεις τον μικρότερο γιο σου όταν έμαθες ότι γεννήθηκε με αναπηρία στα πόδια. Είσαι ένα τέρας Abel! Σου αξίζει ένα τέτοιο τέλος!

Άπλωσε το χέρι του και έδειξε το αποκεφαλισμένο σώμα του φίλου του Τσάρλι.

-Φίλος και συνέταιρος σου, ο Τσάρλι, πήρε το τέλος που του άξιζε. Δε σταμάτησα να σε παρακολουθώ Abel μετά το σχολείο. Ήξερα ότι ήσουν διεστραμμένος! Λοιπόν πες μου αντίο! Πες το τελευταίο σου αντίο στον παλιό σου φίλο, Τσάρλι Μακόνιβελ! Πες μου αντίο Abel!

Η φιγούρα κούνησε νευρικά το όπλο της στο πρόσωπο του Abel. Ένα, δυο... το σώμα του Abel βρισκόταν στο έδαφος με μια σφαίρα στο κούτελο.

Η έκτη φιγούρα προχώρησε στη διπλανή καρέκλα. Το δεύτερο ζευγάρι μάτια την κοίταζε με τρόμο.

-Ευτυχώς που σας έχω δεμένους, γιατί δεν θα μπορούσα να αντέξω τη γκρίνια σου μικρέ! έκανε και έδειξε τον David

Γέλασε χαιρέκακα και έπειτα συνέχισε

-Λοιπόν, τι έχουμε εδώ; Ααα ναι! Μικρέ μικρέ David! Πόσο θλιμμένος είσαι στη ζωή σου;- τον κάρφωσε με το βλέμμα της και έκανε θεατρικά πως στεναχωριέται- Πάσχεις από αγοραφοβία και τον τελευταίο καιρό σού χτύπησε την πόρτα και η κατάθλιψη! Κάνω λάθος μικρέ;- τού έπιασε το σαγόνι και το έσπρωξε με δύναμη κάνοντας τον David να κλάψει- Tι την θες τη ζωή σου; Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα χρήσιμο! Είσαι ένα λάθος David! Από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα έτσι ήσουν! Δεν πρόκειται να αλλάξεις! Ένα βάρος είσαι στους γονείς σου! Η μητέρα σου είχε έρθει στο γραφείο μου στο σχολείο σου και μού ζητούσε να σου βάλω καλούς βαθμούς μπας και χαρείς και συ λιγάκι στη ζωή σου! Τώρα απάλλαξα τη μητέρα σου από την ταλαιπωρία σου!

Ο μικρός γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε το πτώμα της μητέρας του κρεμασμένο από ένα σχοινί. Στην εικόνα αυτή έβαλε τα κλάματα και άρχισε να χτυπιέται στην καρέκλα. Τα μάτια της φιγούρας γυάλισαν και αυτόματα χτύπησε με τη γροθιά του το παιδί. Εκείνο έπεσε στο πάτωμα και χτύπησε θανάσιμα στο κεφάλι του. Το πάτωμα γέμισε με αίμα.

Αμέσως μετά σειρά είχε η Alya. Τα μάτια της γυάλιζαν στο φως. Χτυπούσε τα πόδια της εδώ και κει. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει θόρυβο μήπως και ερχόταν κάποιος να τη σώσει. Τα χέρια και το στόμα της ήταν δεμένα και κάνανε την προσπάθεια της όλο και πιο δύσκολη.

-Γιατί χτυπιέσαι Alya; - ρώτησε ειρωνικά η φιγούρα- Λες να σωθείς; Δεν υπάρχει περίπτωση να σωθείς αγαπητή! Μια φορά σώθηκες και αυτή σε έσωσα εγώ! Δυο χρόνια γείτονας σου και κατάλαβα τα πάντα για εσένα! Πόρνη ήσουν πάντα και πόρνη θα ήσουν αν συνέχιζες να ζεις και μετά από αυτή τη βραδιά. Γιατί Alya να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Τόσο όμορφη κοπέλα, κρίμα είναι!- της χάιδεψε τα μαλλιά ενώ εκείνη τσίριζε πανικόβλητη- Έλα τώρα! Ας μην το κάνουμε πιο δύσκολο από ότι είναι! Δεν σου αξίζει αυτή η ζωή και δεν μπορείς να το καταλάβεις! Κάνεις ξανά και ξανά τα ίδια λάθη! Και πήρες και στο λαιμό σου μια γυναίκα!- της έδειξε το άψυχο σώμα της θείας της που κρεμόταν και αυτό από ένα σχοινί- Με ανάγκασες να τη σκοτώσω! Τι με κοιτάς; Αν δεν την σκότωνα πως θα σού έστελνα το γράμμα; Το θέμα ήταν να μην καταλάβεις πως είμαι εγώ και έτσι έπρεπε να κρύψω κάθε ίχνος της! Τώρα τίποτα δεν έχει ουσία!

Έκανε λίγα βήματα κοντά της. Η κοπέλα έτρεμε. Την κοίταξε για τελευταία φορά στα μάτια. Έπιασε το λαιμό της και...το σώμα της έπεσε νεκρό δίπλα στην καρέκλα.

Ο μόνος ψύχραιμος ήταν ο Oliver. Κοίταξε τη φιγούρα στα μάτια και της είπε σταθερά

-Σκότωσε με Μάθιου! Μην το καθυστερείς!

Η φιγούρα έστρεψε το κεφάλι της προς εκείνον.

-Φίλε μου Oliver! Πάντα δυναμικός και ορθολογιστής! Τέσσερα χρόνια από τότε που έφυγα από την ομάδα της NASA και είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από πάνω σου! Χμμμ... Λυπητερό το θέαμα σου! Χωρίς πόδια...

-Εσύ ευθύνεσαι για αυτό Μάθιου!

-Δεν ξέρεις καν την ταυτότητα μου για να μιλάς! Εσύ με ξέρεις ως Μάθιου. Οι άλλοι αλλιώς.

-Ξέρω τι κάθαρμα είσαι!

-Δεν έφταιγα εγώ για το λάθος που συνέβη εκείνο το βράδυ! του πέταξε με δύναμη στα μούτρα

-Εσύ Μάθιου...Είχα καταλάβει πως δεν είσαι καλά στα μυαλά σου!

Η φιγούρα γέλασε τρανταχτά.

-Δεν ξέρεις τίποτα Oliver! Τίποτα! Με ακούς;

Η φωνή του έτρεμε.

-Κάν'το! πρόσταξε ο Oliver Δεν αντέχω να βλέπω το άψυχο σώμα του φίλου μου!

Η φιγούρα τον πλησίασε και με μια κίνηση όπλισε το όπλο και τον χτύπησε στην καρδιά.

Η Τερψυχόρη έμεινε να τον κοιτάζει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε νόημα στη φιγούρα να της βγάλει την ταινία από το στόμα της.

-Εγώ δολοφόνησα τον φίλο μου. Διέπραξα ένα έγκλημα και ξέρω ότι φταίω για αυτό και θα το πληρώνω μια ζωή! Αλλά εγώ σκότωσα από ανάγκη κύριε Σταμάτη ή όπως αλλιώς σας λένε! Δεν σας ξέρω καλά αλλά έχω καταλάβει τι τέρας είστε!

-Ένα τέρας αγαπητή που φροντίζει για την απονομή της δικαιοσύνης και για να σας απαλλάξει όλους από τις μίζερες ζωές σας! Η νονά σου- έκανε και έδειξε το νεκρό κορμί της- Κάποτε με αγάπησε! Μόνο εκείνη κατάλαβε ποιος είμαι πραγματικά αλλά αναγκάστηκα να τη σκοτώσω για σένα!

-Ψεύτη! φώναξε η Τερψυχόρη και άρχισε να χτυπιέται στην καρέκλα. Είσαι ένας σχιζοφρενής!

Η φιγούρα όπλισε και πυροβόλησε το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας.

Πλέον γύρω του υπήρχαν μόνο πτώματα και αίματα. Η φιγούρα κοίταξε γύρω της.

-Είμαι ο Κέβιν ή όποιος αλλιώς θέλετε και ήρθε το τέλος μου! αναστέναξε και έβαλε το όπλο στον κρόταφο του.

-Τέλειωσε το κρυφτό!

Αυτή ήταν η ιστορία ενός ανισόρροπου δολοφόνου με διαστρεβλωμένη δικαιοσύνη που αποφάσισε να ορίσει ο ίδιος το δίκαιο.

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε