Διήγημα Μυστηρίου: Τα γράμματα ενός μυστήριου δολοφόνου (Μέρος Α')

2021-08-31

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...

Abel Touister

Abel Touister. Ετών 37. Επιτυχημένος γάλος αστός. Εργάζεται σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες καυσίμων στον κόσμο. Πλούσιος με μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Παντρεμένος με ένα από τα πιο γνωστά μοντέλα στον κόσμο και πατέρας τριών κακομαθημένων παιδιών. Διατηρεί έξι εξωσυζυγικές σχέσεις με άλλα μοντέλα, σταρ του σινεμά και γυναίκες της νύχτας. Παθιασμένος με την τοξοβολία. Ζει σε μια βίλα λίγο πιο έξω από τη Λιόν. Καθημερινά καπνίζει πούρα και τα βράδια εθίζεται παίζοντας τζόγο. Δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τα παιδιά του παρόλο που και τα τρία είναι ανήλικα. Χρόνιος καρδιοπαθής, με καμιά διάθεση για μεταμέλεια. Έχει διαπράξει ποικίλα εγκλήματα όπως βιασμούς γυναικών και εμπόριο ναρκωτικών. Ποτέ του δεν έχει πληρώσει για κανένα αδίκημα που έχει διαπράξει. Ψεύτης ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό. Εγωκεντρικός και σκληρός στις σχέσεις του με πολλούς εχθρούς. Ασύλληπτα εύστροφος με ακραία στοιχεία συμπεριφοράς.

David Blakhol

Ονοματεπώνυμο: Danid Blakhol. Ετών 17. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πόρτλαντ της Αμερικής. Η οικογένεια του εξαιρετικά δημοφιλής στον κοινό κόσμο, καθώς ο πατέρας του έχει υπάρξει υπουργός εξωτερικών της χώρας τέσσερις φορές έως τώρα. Θεωρούνται από πολλούς μια οικογένεια γαλαζοαίματων, μιας και από τα πολύ παλιά χρόνια, μέλη της οικογένειας αυτής υπήρξαν σημαντικές μορφές στο χώρο της πολιτικής και της τέχνης. Ο παππούς του David υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του κόσμου, με γνωστότερο έργο του τη 'Μαρία των ανέμων'. Η μητέρα του Mairy Papadopoulou, κατάγεται από τη Σαντορίνη όμως από πολύ νεαρή ηλικία έχασε επαφές με την οικογένεια της λόγω του ερχομού της στην Αμερική αφότου γνώρισε τον πατέρα του David, Markous Blakhol και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η Μairy ασχολήθηκε με τη μόδα και άνοιξε πριν από δέκα χρόνια το δικό της οίκο μόδας γνωστό ως 'Μ&Μ'. Ο David δεν έχει επισκεφτεί ποτέ του την Ελλάδα παρόλο που όνειρο του είναι να γνωρίσει την οικογένεια της μητέρας του. Αντίθετα με την ευφυία του πατέρα του και τα χαρίσματα της μητέρας του, ο νεαρός David αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα κοινωνικοποίησης. Πριν από δυο χρόνια διαγνώστηκε με αγοραφοβία. Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον στη ζωή του καθώς ζει μοναχικά μέσα στο σπίτι του. Περνάει τον περισσότερο χρόνο της καθημερινότητας του παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια γεμάτα βία προς του ανθρώπους.

Alya Trousofski

Alya Troysοfski. Ετών 25. Η Alya γεννήθηκε στην πόλη Χασαβιούρτ της Ρωσίας. Σε ηλικία οκτώ ετών οι γονείς της χώρισαν και έτσι η Alya μετακόμισε με τη μητέρα της στην Κοβρόφ. Τα πράγματα για μια μονογονεϊκή οικογένεια, όπως η οικογένεια της Alya, ήταν δύσκολα και γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα λόγω της έλλειψης μόρφωσης της μητέρας της. Η ίδια δούλευε ως οικιακή βοηθός από την ηλικία των δεκατριών μαζί με τη μητέρα της σε σπίτια πλουσίων. Δεν μορφώθηκε και δεν απέκτησε ούτε ηθικές αρχές, μιας και η μητέρα της έκανε πολλές απαγορευμένες σχέσεις. Η Alya γνώριζε όλους τους συντρόφους της μητέρας της και πολλές φορές είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά και σωματικά από αυτούς. Η πρώτη φορά που συνέβει κάτι τέτοιο ήταν όταν η Alya ήταν δώδεκα χρονών.Έτσι μεγάλωσε με πολλά τραύματα από τη μητέρα της που την οδηγούσαν πολλές φορές στο να χάσει την ταυτότητα της. Για ένα πράγμα όμως ήταν σίγουρη. Για την ομορφιά της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλά και του σώματος της χαρακτηρίζονταν από πολλούς ως 'τα τέλεια'. Έτσι στα δεκαεπτά της ακολούθησε το δρόμο του μόντελινκγ. Η σχέση της όμως με ένα δημοφιλή φωτογράφο χάλασε την καριέρα της οριστικά, καθώς άφησε να γίνει γνωστό ότι έμεινε έγκυος από τον ίδιο, την ίδια στιγμή που εκείνος παντρευόταν το πιο φημισμένο μοντέλο. Τα φλας δικαίωσαν τον γνωστό φωτογράφο, ενώ καταδίκασαν την Alya. Έχασε τη φήμη της και τα λεφτά της και μετατράπηκε σε μια κοινή πόρνη πέφτοντας αργότερα στα ναρκωτικά. Τώρα ζούσε στο πατρικό της σπίτι καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει και η ίδια παρέμενε πόρνη.

Oliver Srau

O Oliver Srau ή απλά Sr. είναι ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της NASA. Ένας άνθρωπος ήπιων τόνων, μελαγχολικός και αρκετά εσωστρεφής. Γεννήθηκε στο Γκίσεν της Γερμανίας από μια αρκετά φτωχή οικογένεια. Από πολύ νωρίς ξεχώρισε από τα υπόλοιπα παιδιά. Σε ηλικία δέκα ετών ο δάσκαλος του παρέπεμψε την οικογένεια του να στείλουν τον μοναχογιό τους στο Βερολίνο για να φοιτήσει σε ένα από τα μεγαλύτερα Γυμνάσια της Ευρώπης. Ο Oliver μάθαινε με τεράστια ταχύτητα κάθε τι νέο στα μαθήματα του και κέρδιζε πάντα τους καλύτερους βαθμούς. Λάτρευε τη κλασσική μουσική και έτσι έμαθε να παίζει μέσα σε τρία χρόνια έξι διαφορετικά μουσικά όργανα: πιάνο, βιολί, κιθάρα, λαούτο, λίρα και ακορντεόν. Αποφοίτησε με γενικό βαθμό Άριστα και λίγο αργότερα έγινε δεκτός σε ένα από τα μεγαλύτερα κολέγια της Αγγλίας. Όταν τελείωσε τις σπουδές του αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες αποκλειστικά. Τότε ξεκίνησε και η καριέρα του. Έγινε διάσημος και αναγνωρισμένος. Όλες οι εφημερίδες έλεγαν για εκείνον. Η φήμη του και φυσικά το μυαλό του τον βοήθησαν να γίνει μέλος της NASA. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Ένα ατύχημα που είχε καθώς πειραματιζόταν σε ένα εργαστήριο τον καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο για την υπόλοιπη ζωή του. Σιγά σιγά έχασε τη φήμη του και έγινε ένας κλασσικός βαρετός καθηγητάκος πανεπιστημίου. Ωστόσο ο ίδιος δεν έχασε ποτέ την αγάπη του για τη φυσική, το σύμπαν, τη χημεία και γενικά για τον κόσμο. Συνέχισε να πειραματίζεται και να βοηθά την ανθρωπότητα. Παρόλα αυτά αποφάσισε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήθελε να νιώθει όσο γίνεται σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, αν και αναγνώριζε και ο ίδιος από πολύ νωρίς ότι ήταν πραγματικά πολύ διαφορετικός.

Τερψιχόρη Σταυρουλάκη

Τερψιχόρη Σταυρουλάκη. Ετών 19. Τόπος διαμονής: Κάτω Πατήσια, Αθήνα. Φοιτήτρια. Η Τερψιχόρη μεγάλωσε στην Κόρινθο. Μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις μετακόμισε στην Αθήνα όπου σπουδάζει και εργάζεται. Όλοι μιλάνε για ένα κορίτσι με χαρίσματα. Στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου συμμετείχε για πρώτη της φορά σε ένα διαγωνισμό μουσικής, όπου και κατάφερε να πάρει την πρώτη θέση ανάμεσα σε διακόσια είκοσι πέντε παιδιά. Ασχολήθηκε με τη μουσική για πρώτη της φορά στα επτά της, όταν ακολουθώντας το δρόμο του πατέρα της ξεκίνησε να μαθαίνει φλάουτο και να τραγουδά. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έφτασε στα δεκαπέντε της χρόνια, δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο 'Μαθαίνοντας εμένα'. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναλύει τη ψυχολογία των εφήβων. Ήταν πάντοτε αγαπητή στους καθηγητές και συμμαθητές της, ενώ επί δυο χρόνια συνεχόμενα ήταν πρόεδρος του δεκαπενταμελούς του σχολείου της. Τώρα σπουδάζει στο Βιολογικό της Αθήνας, όπου πρόσφατα μέσω μιας εργασίας της κέρδισε μια πολύ σημαντική και αξιοζήλευτη υποτροφία. Κοινωνική και ευχάριστη πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα δεκαεννιά της χρόνια. Τον περασμένο μήνα έκανε την πρώτη της σχέση με ένα συμφοιτητή της, τον Στέλιο. Οι περισσότεροι τους θεωρούν αταίριαστους, αλλά η Τερψιχόρη κρατά μια διαφορετική άποψη για αυτό. Ο Στέλιος είναι ένα παιδί με ανήσυχο πνεύμα και διοργανώνει τις καταλήψεις της σχολής. Η Τερψιχόρη είναι ένα πιο ήσυχο πνεύμα παραμένοντας στο κομμάτι της θεωρίας σε πολλά πράγματα. Ο Στέλιος έχει κατηγορηθεί από πολλούς για πράξεις που αποκλίνουν από την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά. Η Τερψιχόρη δηλώνει ερωτευμένη μαζί του και διαψεύδει όλες αυτές τις 'φήμες' όπως συνηθίζει η ίδια λέει.

...

Μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ο Abel είχε γυρίσει από τη δουλειά του και ετοιμαζόταν να ξανά φύγει. Κοίταζε το πρόσωπο του στον καθρέφτη και καμάρωνε την ομορφιά του. Έφτιαξε τον γιακά τού πουκαμίσου του και έκανε να βγει από το δωμάτιο. Με μια απότομη κίνηση άνοιξε η πόρτα του δωματίου. Ο Abel αντίκρισε τη φιγούρα τής γυναίκας του.
-Θα βγεις; έκανε εκνευρισμένα εκείνη
-Ναι. της πέταξε αδιάφορα και βγήκε από το δωμάτιο.
-Και 'γω! του φώναξε με παράπονο
Ο Abel δεν έδωσε καμία σημασία και κατέβηκε τη ξύλινη σκάλα με γοργό βήμα. Η γυναίκα του τον ακολούθησε. Στάθηκε στο τελευταίο σκαλί. Έριξε το σώμα της στην κουπαστή. Το φως τη χτύπαγε στην πλάτη δίνοντας στην κομψή σιλουέτα της ένα μυστηριακό ύφος.
-Που θα πας;
Το βλέμμα της ήταν επίμονο.
-Τι ερώτηση είναι αυτή; Εγώ σε ρώτησα που θα πας;
Συνοφριώθηκε και την κοίταξε με νεύρα.
Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν οι δυο μικρότερες κόρες του.
-Γεια. ξεφούρνισε η πιο μικρή και μπήκε στην κουζίνα ακολουθώντας την αδερφή της
Τότε εμφανίστηκε από το διπλανό δωμάτιο η σπιτονοικοκυρά τους, η κυρία Louis.
-Κύριε Abel, έχω εδώ ένα γράμμα για εσάς. Το βρήκα το πρωί έξω από την πόρτα.
Η γριούλα τού άπλωσε το χέρι για να τού δώσει το γράμμα. Εκείνος το άρπαξε με βιασύνη.
-Ευχαριστώ Louis! απάντησε και ο τόνος της φωνής του ήταν παραξενεμένος
-Ποιος στο στέλνει; πετάχτηκε στη συζήτηση η γυναίκα του
Ο Abel αρκέστηκε στο να την κοιτάξει άγρια και έπειτα βγήκε από την πόρτα αφήνοντας πίσω του ένα κρότο. Η γυναίκα του στάθηκε στην πόρτα και τον κοίταζε να απομακρύνεται. Όταν πια εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο γύρισε και κοίταξε τη γριούλα εξεταστικά. Έμοιαζε σαν να ήθελε να ερευνήσει κάτι. Δεν μίλησε όμως. Ανέβηκε βαριεστημένα την ξύλινη σκάλα και κάθισε στο κρεβάτι. Ξεφύσησε δυο φορές και έβγαλε τα τακούνια της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε το μυαλό της να χαθεί στις σκέψεις της. Ήταν Παρασκευή βράδυ. Ώρα εννιά.

Ο Αbel έβαλε τον φάκελο μέσα στο σακάκι του και μπήκε στο γκαράζ του σπιτιού του. Έβαλε μπρος το αμάξι και κατευθύνθηκε προς το πιο χλιδάτο καμπαρέ την πόλης. Εκεί τον περίμενε μία από τις γυναίκες με τις οποίες διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Παράτησε το φάκελο μέσα στο αυτοκίνητο και κλείδωσε τις πόρτες. Μπήκε μέσα στο καμπαρέ. Ο χώρος μύριζε ιδρώτα, αλκοόλ και τσιγάρο. Κάθισε στο μπαρ με μάγκικο τρόπο και έκανε νόημα στο σερβιτόρο να τού φέρει ένα ποτό. Από το σκοτεινό διάδρομο δίπλα του φάνηκε μια γυναίκα. Πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι. Είχε κατάξανθα μαλλιά και κόκκινα χείλη. Φορούσε ένα κοντό μαύρο φόρεμα και ένα ζευγάρι ψηλές μαύρες μπότες. Στο χέρι της κρατούσε ένα τσιγάρο. Τον κοίταξε γεμάτη πρόκληση και του χάρισε ένα γοητευτικό χαμόγελο. Εκείνος της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. Η μουσική γύρω ήταν χαλαρή και ο κόσμος χανόταν στον ρυθμό και στους καπνούς των τσιγάρων. Ο Abel άναψε το πούρο του και την πήρε στην αγκαλιά του. Κάτι του ψιθύρισε εκείνη στο αυτί και τον έκανε να γελάσει. Κάθισε στα πόδια του και άρχισε να παίζει με τα μαλλιά της.

Η ώρα πέρασε με πολλά μπουκάλια γεμάτα αλκοόλ και την ξανθιά κοπέλα να γελά όλο και πιο δυνατά. Κάποια στιγμή ο Abel την τράβηξε από το χέρι και την έβγαλε έξω από το μαγαζί. Εκεί στην εξώπορτα άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα. Κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο και μετατράπηκε σε ένα άγριο θηρίο. Η κοπέλα τον τράβαγε όλο και πιο κοντά στην αγκαλιά της, ενώ τα φιλιά του είχαν απροσδιόριστες κατευθύνσεις. Στο λαιμό της, στα χέρια της, στα χείλη της, στο στήθος της. Απρόσμενα άκουσαν ένα θόρυβο. Σαν κάτι που είχε προσγειωθεί στο έδαφος. Ο Abel άνοιξε το κινητό του και ενεργοποίησε το φακό. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν μια πεσμένη τσάντα.

-Τι στο καλό... ψέλλισε

Δίπλα από την τσάντα στέκονταν δυο καλοσχηματισμένα πόδια. Ανέβασε το φως του φακού αργά σταθερά προς τα πάνω με κομμένη την ανάσα. Τελικά το φως έδειξε το πρόσωπο της γυναίκας του. Στεκόταν και τον κοίταζε με μίσος. Ο Abel έχασε τη λαλιά του.

-Μην ξανά έρθεις από το σπίτι γιατί θα φύγεις από αυτό νεκρός! τού γάβγισε η γυναίκα του

Τα μάτια της πέταγαν φλόγες. Ο Abel έκανε να κουνηθεί αλλά τα πόδια του είχαν κολλήσει στο έδαφος.

-Sandra... έκανε με σιγανή φωνή γεμάτη τρόμο και αναζήτησε την ξανθιά κοπέλα πίσω του

Εκείνη δεν ήταν πουθενά. Μάζεψε τα κομμάτια του και επέστρεψε στο αμάξι.

Βρόντηξε την πόρτα του αμαξιού του και κάθισε με φόρα στο κάθισμα του οδηγού. Δεν είχε που να πάει. Άρχισε να παίρνει τηλέφωνα τον τζογαδόρο φίλο του μπας και του προσέφερε ένα μέρος να κοιμηθεί. Είχε αρχίσει και έκανε κρύο. Όσες φορές και αν πατούσε το κουμπί για κλήση πάντα έβγαινε αυτή η αντιπαθητική κυρία που φώναζε μέσα στα αυτιά του ξανά ξανά την ίδια φράση: Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος. Η κλήση σας προωθείται. Πέταξε το κινητό του νευριασμένος στο διπλανό κάθισμα.

-Τώρα βρήκε να μην το σηκώνει και αυτός; φώναξε και χτύπησε τα χέρια του στο τιμόνι.

Δεν κατάλαβε το πότε τον πήρε ο ύπνος. Είδε ένα φρικτό όνειρο. Είδε τον εαυτό του άρρωστο, αδύναμο και με πεσμένα δόντια να στέκεται μπροστά από ένα καθρέφτη και όλα γύρω του να είναι μαύρα. Το επόμενο δευτερόλεπτο ένα χέρι ήρθε από πίσω του κρατώντας ένα κοφτερό μαχαίρι και τού μαχαίρωσε την πλάτη. Πετάχτηκε ιδρωμένος και ατημέλητος από το κάθισμα. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν επτά το πρωί. Είχε ξημερώσει. Γύρισε το κεφάλι του απότομα και είδε τον φάκελο. Στεκόταν εκεί που τον είχε αφήσει και περίμενε να τον διαβάσει. Τον άνοιξε με ιδρωμένα χέρια.

Abel, τι χαμπάρια φίλε; Εγώ έχω άσχημα νέα! Η μάνα μου αρρώστησε και πάω να τη δω, για να μου αφήσει τα κληρονομικά. Άντε να πεθάνει και αυτή και δεν έχω καμιά όρεξη να τρέχω στην Ολλανδία. Φίλε μου θα λείψω κάποιες μέρες. Το κινητό μου έχει χαλάσει, για αυτό και δεν σε κάλεσα να στα πω. Αν είναι έλα να με δεις για κάποιες μέρες. Θα είμαι στο ξενοδοχείο 'Dreaming'. Θυμήσου, σκοπός είναι τα λεφτά! Με καλεί το χρήμα τώρα αδερφέ! Θα μιλήσουμε! Ελπίζω να είσαι καλά!

Δικός σου,

Τσάρλι

Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ένιωθε τον εγωισμό του κλονισμένο και τον ανδρισμό του θιγμένο όσο ποτέ άλλοτε. Μια γυναίκα να του μιλήσει έτσι; Ωστόσο αυτός ήταν ο άντρας, οπότε θα επέβαλε τη δική του άποψη και θα πέρναγε το δικό του. Θα έπρεπε -το λιγότερο- να της μάθει να φέρεται! Τελικά τίποτα δεν τον σταμάταγε από το να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και να δώσει στη γυναίκα του καταλάβει ότι δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε και το δικαίωμα να του μιλά με αυτόν τον ντροπιαστικό τρόπο, ειδικά μπροστά σε μια από τις γυναίκες, με την οποία είχε συνάψει ερωτικό δεσμό.

Έβαλε εμπρός το αμάξι και γεμάτος θυμό και οργή άρχισε να τρέχει στους δρόμους για να τη βρει έστω και μια ώρα νωρίτερα. Το θηρίο μέσα του είχε ξανά εμφανιστεί! Έφτασε σπίτι και βρόντηξε την πόρτα. Άρχισε να φωνάζει δυνατά. Η φωνή του πέταγε μαχαιριές.

-Ανοίξτε μου!

Η σπιτονοικοκυρά άνοιξε την πόρτα τρομαγμένη.

-Τι έγινε αφέντη μου; τόλμησε να πει με τρεμάμενη φωνή

-Κάνε πέρα! της βρόντηξε εκείνος και την έσπρωξε με δύναμη

Η γριούλα έπεσε κάτω.

Ο Abel έτρεξε στο δωμάτιο τους φωνάζοντας με βροντερή φωνή

-Που είναι; Που είναι; Φέρτε την εδώ!

Η σπιτονοικοκυρά κράτησε την καρδία της από τον φόβο της και έκανε προσευχή να μην σκοτωθεί κανείς.

Ο Abel άνοιξε με βίαιο τρόπο την πόρτα. Αντίκρισε τη γυναίκα του καθισμένη στο κρεβάτι με τα μαλλιά της να πέφτουν εμπρός στα μάτια της. Γύρισε και τον αντίκρισε γεμάτη οίκτο. Ο Abel μόλις αντίκρισε το βλέμμα της, ένιωσε το θυμό του να φουντώνει και η οργή του να γίνεται ασταμάτητη. Της όρμηξε και με όλη τη δύναμη που είχε, έμπηξε τα δάκτυλα του στο λαιμό της. Η γυναίκα έβγαζε κάποιες πνιχτές κραυγές καθώς τα μάτια της γίνονταν κόκκινα.

-Δεν θα ξανά μιλήσεις έτσι! φώναξε μέσα στο πρόσωπο της. Αλλιώς εσύ θα είσαι η νεκρή!

Τότε ακούστηκε μια παιδική τσιρίδα. Στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου τους στεκόταν το μικρότερο κοριτσάκι τους, μόλις οκτώ χρονών, και τους κοίταζε με δάκρυα στα μάτια. Κρατούσε ένα καφετί αρκουδάκι και το έσφιγγε στην αγκαλιά του. Τα μαλλάκια του ήταν ανακατεμένα και κάποιες ξανθές τουφίτσες πέφτανε θλιμμένα στο αριστερό ματάκι της. Η καρδιά του Abel σφίχτηκε. Άφησε με μια γρήγορη κίνηση τον λαιμό της γυναίκας του και αντίκρισε την κορούλα του συγκλονισμένος. Το κοριτσάκι φοβήθηκε στη θωριά του και έτρεξε κλαίγοντας προς το δωμάτιο του. Η σπιτονοικοκυρά ακούγοντας τα κλάματα του παιδιού, έπιασε το κεφάλι της.

-Παναγιά μου, το παιδί! ψέλλισε και έτρεξε στη σκάλα.

Ανέβηκε τα σκαλιά γρήγορα και αντίκρισε τον Abel πεσμένο στο πάτωμα να κοιτάζει με τρόμο τη γυναίκα του και εκείνη να τον απειλεί με ένα πιστόλι στο χέρι.

-Το παιδί! τους φώναξε και μπήκε στο δωμάτιο της μικρής

Έπιασε το παιδί στα χέρια της και το κουνούσε στην αγκαλιά της για να σταματήσει να κλαίει.

-Φύγε τώρα από εδώ!

Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και του έκανε νόημα να φύγει. Εκείνος έτρεξε για να σωθεί.

Χρήματα είχε, κάθε άλλο. Ήταν έτοιμος να φύγει για Ολλανδία. Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του, αλλά ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τη τσέπη του. Θα αγόραζε κάτι καινούριο προσωρινά. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν ήθελε να μείνει σε ξενοδοχείο. Τα σιχαινόταν ως το κόκαλο γιατί του θύμιζαν εκείνες τις εποχές που ήταν ερωτευμένος, πριν παντρευτεί και κάνει παιδιά. Εκείνες τις εποχές που μέθαγε με ένα φιλί της. Όλα αυτά νοσταλγούσε και οι αναμνήσεις τού έσχιζαν τα σωθικά. Για ενοικιαζόμενο δωμάτιο, ούτε λόγος! Δεν θα έπεφτε τόσο χαμηλά, όπως όλο τον υπόλοιπο κοινό κόσμο. Η ανάγκη, λοιπόν, τον οδήγησε να πάει να μείνει λίγες μέρες σε ένα πανάκριβο ξενοδοχείο. Εξάλλου δεν θα ήταν μόνος του, θα ήταν μαζί με το παλιό καλό του φιλαράκι. Πήρε έτσι το δρόμο για την Ολλανδία.

Το ταξίδι ήταν κουραστικό, ιδιαίτερα για τον Abel, που είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Πήρε ένα ταξί και έφτασε έξω από το ξενοδοχείο. Ακολούθησε τις οδηγίες του φίλου του.

Και κάπου εδώ, χάθηκαν τα ίχνη του.

Το πρώτο γράμμα είχε σταλεί!

Μια συνηθισμένη μέρα. Πάλι Δευτέρα. Το ρολόι έδειχνε επτά το πρωί. Την πόρτα του χτύπησε δειλά η μητέρα του. Τον πλησίασε με απαλά βήματα.

-Ξύπνα μικρέ μου! Σήκω να ετοιμαστείς! Ώρα για το σχολείο.

Εκείνος έκανε πως δεν την άκουγε. Γύρισε πλευρό. Η μητέρα του τού χάιδεψε το κεφάλι του.

-David ξύπνα!

Τώρα δυνάμωσε λιγάκι η φωνή της.

Ο μικρός ρουθούνισε βαριεστημένα.

-David δεν το γλιτώνεις το σχολείο και σήμερα και το ξέρεις πολύ καλά αυτό! έκανε αυστηρά η μητέρα του

-Καλά! Βγες και θα έρθω και εγώ! πέταξε ο David

-Σε περιμένουμε στην κουζίνα μαζί με τον μπαμπά σου. είπε τελικά ελαφρά και έφυγε από το δωμάτιο

Ο David άνοιξε το φως της κρεβατοκάμαρας του. Τον τύφλωσε. Έτριψε τα μάτια του γεμάτος νεύρα. Φόρεσε ένα μαύρο τζιν και μια άσπρη μπλούζα με μια μαύρη μηχανή. Φόρεσε τα γυαλιά του και ανακάτεψε με δυσφορία τα μαλλιά του. Όταν βγήκε στην τραπεζαρία, η μαμά και ο μπαμπάς τον περίμεναν χαμογελαστοί.

-Καλημέρα! του γέλασε και ο πατέρας του, μα εκείνος δεν τον κοίταξε καν και έσυρε την καρέκλα για να κάτσει

-Έλα τώρα μικρέ! Τα πράγματα δεν θα πάνε και τόσο χάλια όσο πιστεύεις! Ξέρω δεν σου αρέσει ο πολύς κόσμος, αλλά πρέπει να πας τέλος πάντων! έκανε ο πατέρας και χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι

Έμοιαζε να μην μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση και να ήταν απελπισμένος.Ο μικρός έκλεισε τα αυτιά του με τα δυο του χέρια και έκανε πως δεν τον άκουγε.

-Φάε σε παρακαλώ! τού έσυρε το πιάτο με τα δημητριακά η μητέρα του

Ο David έφαγε ανόρεχτα. Τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει αρκετά. Η μητέρα κοίταξε το ρολόι. Η ώρα είχε πάει ήδη οκτώ παρά δέκα.

-Σήκω David! Θα αργήσεις και είναι περασμένη η ώρα! Σήκω! έκανε και τον τράβηξε από το μπράτσο

Ο μικρός δεν μίλαγε, μόνο κοίταζε κάτω το πάτωμα και ακολουθούσε τις συμβουλές τους.

-David θες να σε πάω εγώ στο σχολείο; ρώτησε ο πατέρας όσο ο David φόραγε την τσάντα του

-Όχι! πέταξε και έφυγε

Η μαμά και ο μπαμπάς κοιτάχτηκαν στα μάτια. Όταν έκλεισε η πόρτα η μητέρα κάθισε δίπλα από τον πατέρα και σταύρωσε τα χέρια της.

-Τελευταία ο μικρός έχει γίνει επικίνδυνος... ξεφούρνισε

-Τι εννοείς; ο πατέρας την κοίταξε περίεργα

-Την περασμένη εβδομάδα με κάλεσε στο γραφείο του ο διευθυντής- άρχισε να εξιστορεί η μητέρα- διότι ο David χτύπησε σχεδόν θανάσιμα ένα συμμαθητή του. είχε χαμηλώσει το κεφάλι της

-Όταν λες σχεδόν θανάσιμα; η φωνή του πατέρα ακουγόταν σκουριασμένη

-Τον πέταξε μέσα στην αίθουσα της φυσικής και συγκεκριμένα στη γωνία της έδρας του καθηγητή... στα μάτια της εμφανίστηκαν δυο δάκρυα

Το βλέμμα του πατέρα σκοτείνιασε.

-Πώς είναι τώρα το άλλο το παιδί; ρώτησε στεγνά

-Νοσηλεύεται. Δεν έχω κουράγιο να κοιτάξω στα μάτια τους γονείς του. ξεφύσησε

Ο πατέρας έμεινε να κοιτάζει το μισογεμάτο μπολ με δημητριακά του παιδιού του.

Ο David μπήκε με βαρύ βήμα στο προαύλιο του σχολείου του. Γύρω του τα παιδιά έτρεχαν από δω και από κει. Είχε έντονες τάσεις φυγής. Έκανε ένα και μετά άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Σκόνταψε στιγμιαία και προσγειώθηκε απότομα στο έδαφος. Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά φτιάχτηκαν σε σειρές για να κάνουν προσευχή. Μια καθηγήτρια τράβηξε τον μικρό από το χέρι με δύναμη

-David πήγαινε και εσύ στη σειρά! Να, όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά.

Η καθηγήτρια έδειξε με το δάκτυλο της την τελευταία σειρά των παιδιών. Ο David αναστέναξε. Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα και η δασκάλα τον τράβηξε από το μανίκι και τον έσυρε στη γραμμή. Τα παιδιά έκαναν τον σταυρό τους. Τα μιμήθηκε και ο David. Μετά 'φτιάξαν μια νέα γραμμή πιο μεγάλη. Τα μιμήθηκε και πάλι ο David. Έπειτα άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Άλλα γέλαγαν, άλλα έτρεχαν εδώ και 'κει και άλλα ζωγράφιζαν. Ο David έμεινε να τα κοιτάζει. Δεν μπορούσε να επιβιώσει εκεί μέσα. Ένιωθε σιγά σιγά να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Σκούπισε το μέτωπο του. Τότε εμφανίστηκε ξανά η δασκάλα.

-Παιδιά! Ανεβαίνουμε όλοι στην τάξη! Μαζέψτε τα μπλοκ και τα χαρτιά σας κορίτσια από κάτω και πάμε πάνω όλοι!

Ο David ακολούθησε το πλήθος. Ένιωθε άυλος ανάμεσα τους και του άρεσε αυτή η αίσθηση.

Η καθηγήτρια κάθισε στην έδρα και σταύρωσε τα χέρια της.

-Λοιπόν παιδιά το σχολείο μας θα πάρει μέρος στο πρόγραμμα Erasmus! Εμείς οι καθηγητές σας, επιλέξαμε πέντε άτομα που θα ταξιδέψουν στην Ολλανδία και θα μείνουν στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο 'Dreaming' ! Έχω λοιπόν τη χαρά να ανακοινώσω τα ονόματα των παιδιών που επιλέξαμε!

O David είχε ξαφνικά ένα άσχημο προαίσθημα. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και τα μηνίγγια του να τρεμοπαίζουν. Άρχισε να κάνει ευχές να μην βρίσκεται το όνομα του σε αυτή την εντελώς ανεπιθύμητη λίστα. Μάταια όμως... .

-Και... David Blakhol!

Ο David την κοίταξε με λύπηση. Εκείνη έκανε πως δεν κατάλαβε και του γέλασε χαρωπά. Ο David στρίμωξε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια. Δεν ήταν δυνατόν! Άλλο ένα τεράστιο πρόβλημα είχε εμφανιστεί και το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να το αλλάξει. Όταν χτύπησε το κουδούνι έπιασε την τσάντα του και σηκώθηκε με φόρα για να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την τάξη. Η καθηγήτρια τον σταμάτησε.

-Έλα εδώ David παιδί μου!

Εκείνος ξεφύσησε και ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του στην προσπάθεια του να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην της ορμήσει. Γύρισε και την κοίταξε με αδειανό βλέμμα.

-Άκουσε με, σε έβαλα στη λίστα αυτή γιατί πιστεύω πως είναι μια καλή ευκαιρία για σένα να αποδείξεις τι καλό παιδί είσαι, ειδικά τώρα μετά από όσα έγιναν...ξέρεις με τον συμμαθητή σου που χτύπησες τις προάλλες! έκανε και του έκλεισε το μάτι χαρίζοντας του ταυτόχρονα και ένα ψεύτικο χαμόγελο

Ο David δεν είπε τίποτα. Μοναχά την κοίταξε στα μάτια με το ίδιο εκείνο άδειο βλέμμα και αφού έφτιαξε την κουκούλα του έφυγε με αργό βήμα από την τάξη.

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε