Διήγημα Μυστηρίου: Χωρίς Όνομα (Μέρος Β')

Γράφει για το PhyloSofia ON η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...
@Σοφία Σιμέλα Θωίδη
Ένιωθα πως αυτό που ήθελε ο Κωνσταντής ήταν προσοχή. Ίσως για αυτό και η χθεσινή του συμπεριφορά. Από μικρός ήταν ιδιαίτερος.
-Καλημέρα! Καλημέρα καλά μου παιδάκια! Ξυπνήστε! Είναι ώρα για πρωινό! Σηκωθείτε!
Με τα χίλια ζόρια ανοίξαμε όλοι τα βλέφαρα μας. Με αργές κινήσεις σηκωθήκαμε και κινήσαμε προς την τραπεζαρία.
-Αργυρό! Θέλω να σου πω! με έπιασε από το χέρι ο Πέτρος
Τα μάτια του έδειχναν ότι ήταν ακόμα από τον ύπνο και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα πράγμα που τον έκανε αρκετά ελκυστικό.
-Τι έγινε; σταμάτησα να περπατάω και τον πλησίασα
-Για χθες...
-Α! Πες μου ότι άλλαξες γνώμη! γέλασα πικρόχολα
-Τι; Όχι! θίχτηκε
-Καλά! Άντε λέγε γρήγορα γιατί έχουμε μείνει αρκετά πίσω!
-Μετά! Θα σου πω μετά! μου έκλεισε το μάτι και με προσπέρασε με υπερηφάνεια
Στριφογύρισα τα μάτια μου και τον ακολούθησα.
{...}
Ο κακός χαμός γινόταν στην τραπεζαρία. Παιδιά από άλλες σκηνές φώναζαν συνθήματα κατά άλλων σκηνών και το αντίστροφο.
-Τι γίνεται; σκούντηξα την Ξένια που έτρωγε μια φέτα ψωμί επικαλυμμένη με βούτυρο
-Μα καλά! Ξέχασες; Σε δυο μέρες ξεκινάει ο πόλεμος! γούρλωσε τα μάτια της γεμάτη ενθουσιασμό
-Ωχ! Σωστά!
Ο πόλεμος! Το μεγαλύτερο παιχνίδι! Πόλεμος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών σε όλη την κατασκήνωση!
-Θα δεις τι έχει να γίνει! μου έκλεισε το μάτι του ο Κωνσταντής
Τα μάτια του λάμπανε.
-Και εσύ! τον κοίταξα με ύφος
Ο Πέτρος είχε μπουκωθεί με μια μικρή βάφλα και με κοίταζε με κοφτές ματιές. Δεν μπορούσα να μην γελάσω σε αυτό το θέαμα.
-Τι γελάτε; μας κοίταξε με απορία η Άννα
-Τίποτα! έξυσε το κεφάλι του ο Πέτρος
-Σηκωθείτε! Το πρόγραμμα σήμερα λέει σκάκι, ποδόσφαιρο και μετά μπάνιο. Το απόγευμα έχετε ελεύθερη ώρα! Εμπρός! Τι με κοιτάτε; Πάμε για σκάκι! έλαμψαν τα μάτια της Ξένιας
Η Κάτια εκεί γνώρισε τον Νίκο. Φαινόταν από την πρώτη στιγμή πως οι δυο τους ταιριάζανε και πως το ενδιαφέρον τους ήταν κάτι παραπάνω από φιλικό. Παρά τη μακροχρόνια και αρκετά σοβαρή για τα δεδομένα της Κάτιας σχέση της με τον Γιάννη, ήταν φανερό ότι όποτε μπορούσε να ασχοληθεί με κάποιον άλλο, θα το έκανε. Από μικρή έτσι ήταν. Τους αφήσαμε μόνους τους και εμείς σταθήκαμε μόνοι μας σε ένα τραπεζάκι με μια σκακιέρα απάνω του.
-Λοιπόν ποιος παίζει με ποιον; σταύρωσε τα χέρια της η Άννα
-Μαζί; την κοίταξε πονηρά ο Πέτρος
Ο Πέτρος ήταν γνωστός σε όλους μας για το πόσο καλός ήταν σε αυτό το παιχνίδι. Είχε κερδίσει πολλά βραβεία από μικρός.
-Ααα! Όχι με εσένα! γέλασε εκείνη
-Γιατί δεν παίζετε οι δυο σας; μας έδειξε ο Κωνσταντής με το δάκτυλο του
-Πολύ καλά λοιπόν! κάθισα απέναντι της και αρχίσαμε να στήνουμε τα πιόνια μας
-Πάμε καμιά βόλτα εμείς; άκουσα τον Κωνσταντή να λέει στον Πέτρο
Έπειτα χάθηκαν,.
Η παρτίδα με μου με την Άννα ήταν αρκετά δύσκολη. Είχε κοφτερό μυαλό και αυτό το αντιλήφθηκα πρώτη φορά όταν έμαθα πως στα δεκατρία της πέρασε και το προτελευταίο στάδιο διαγωνισμών για να μπει στη μαθηματική εταιρία. Το πάλεψα, αλλά το παιχνίδι με μια τόσο καλή αντίπαλο ήταν σκληρό!
Σηκωθήκαμε από το τραπεζάκι και αναζητήσαμε τους άλλους. Η Κάτια είχε εξαφανιστεί μαζί με εκείνο το παιδί, τον Νίκο και τα αγόρια δεν φαίνονταν να είναι κάπου κοντά μας.
-Μήπως να τους πάρουμε κανένα τηλέφωνο; έριξε την ιδέα η Άννα στο τραπέζι
-Δεν ξέρω! Άσε να μην τους ανησυχήσουμε! Μπορούμε να πάμε και καμιά βόλτα και ίσως τους βρούμε!
-Ωραία! Προς τα που θες;
-Πάμε από εδώ; έκανα και της έδειξα με το δάκτυλο μου το δρομάκι προς το γήπεδο του ποδοσφαίρου
-Και δεν πάμε! γέλασε
Η συζητήσεις μαζί της ήταν πάντα απολαυστικές.
-Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια πως τα έχω πάει... Οι βαθμοί μου βγάζανε μέσο όρο δεκαεπτά και οκτώ αλλά και πάλι δεν γνωρίζω το πως θα κυμανθούν οι βάσεις...
Η απαισιοδοξία της μπορούσε να με σκοτώσει!
-Τι λες βρε Άννα μου! Εγώ έγραψα δεκατρία και τέσσερα!
-Είσαι σε άλλη κατεύθυνση!
-Σωστά! Αλλά εσύ είσαι στην πιο δύσκολη! Θετική! Πάντα την έτρεμα!
-Γιατί; γέλασε
-Ε! Δεν ξέρω... καλύτερη είναι η αποστήθιση!
-Σωστά! Εγώ προτιμώ μαθηματικά και...
-Φυσικές και πράξεις και μπλα μπλα μπλα! Ξέρω ξέρω! της έκλεισα το μάτι
-Ποιος ήταν ο στόχος σου;
-Ρωσικών σπουδών. Το λατρεύω!
-Θα περάσεις! Έχω καλό προαίσθημα! γέλασε και φάνηκαν τα κατάλευκα δόντια της
-Εσύ;
-Χημικό! άστραψαν τα μάτια της
-Ωωωω.... γούρλωσα τα δικά μου
-Για δες! Ο Πέτρος δεν είναι αυτός; σάστισε εκείνη
Ακολούθησα το βλέμμα της. Καθόταν μοναχός του και φαινόταν να κλαίει.
Τον πλησιάσαμε γεμάτες περιέργεια.
-Πέτρο... ψέλλισα
Το να τον βλέπω να κλαίει ίσως ήταν το χειρότερο πράγμα σε αυτή τη γη. Δεν το ήξερα, μέχρι που τον είδα.
-Κορίτσια! πετάχτηκε από τη θέση του
-Είσαι καλά; πήρε το λόγο η Άννα
-Καλά! βιάστηκε να απαντήσει
-Τι καλά; Εσύ κλαις! Δεν μπορεί! Κάτι θα έγινε! συμπέρανα και κάθισα δίπλα του
-Τίποτα δεν συνέβη!-ήταν πολύ απότομος-Απλά κάτι έμαθα... έσκυψε το κεφάλι του
-Είναι προσωπικό;
-Για μια στιγμή! Που είναι ο Κωνσταντής; πετάχτηκα
Το βλέμμα μου κάρφωσε το δικό του.
-Ο Κωνσταντής; Ε.. να εδώ κάπου θα είναι! Πήγε να μου πάρει ένα μπουκάλι νερό για να νιώσω καλύτερα! έξυσε το σβέρκο του
Λέξη δεν πίστεψα!
-Ωραία!-έπιασε το κούτελο της η Άννα-Να τον περιμένουμε τότε! Μην φύγουμε έτσι και σε ψάχνει!
-Ε; Α! Ναι ναι! σκούπισε και τα τελευταία δάκρυα του
-Πέτρο πες μου σε παρακαλώ τι έγινε! έσυρα το κορμί μου κοντά του
-Τι;- με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του-Τίποτα! Δεν έγινε κάτι, απλά μην φύγεις από δίπλα μου! μού έπιασε το χέρι
Ένιωσα ένα σκίρτημα μέσα μου.
-Δεν θα έφευγα έτσι κι αλλιώς! του χαμογέλασα και με κοίταξε με ανακούφιση
-Απλώς κορίτσια ήταν κάτι οικογενειακό... έχει να κάνει με την αδερφή μου... είπε με το βλέμμα του να πλανιέται στο χώρο
-Σωστά! Οικογενειακό! Κορίτσια μην γίνεστε πιεστικές! πετάχτηκε ο Κωνσταντής από πίσω μας κόβοντας μας την ανάσα
-Κάθε άλλο! Απλά από ενδιαφέρον ρωτήσαμε... είπε σιγανά η Άννα έχοντας γίνει κατακόκκινη από τη ντροπή της
-Καλά, δεν πάμε στη σκηνή; Θα μας περιμένει η Ξένια! είπα τελικά εγώ ορμητικά
-Ναι! μου χαμογέλασε ο Κωνσταντής
Σηκωθήκαμε και βαδίσαμε προς τη σκηνή.
Ο Πέτρος με σταμάτησε και με κράτησε από τον καρπό.
-Μην μείνεις στιγμή μακριά μου! μού είπε με ελαφριά φωνή
-Σς! Θα μας ακούσουν τα παιδιά! φέρθηκα σαν γυμνασιόπαιδο
-Είναι ήδη μακριά μας ! μου χαμογέλασε και γοητεύτηκα από το αγαθό του χαμόγελο σε συνδυασμό με τα κλαμένα μάτια του
Αρκέστηκα στο να τον
πάρω μια ζεστή αγκαλιά. Ένιωθα πολλές τύψεις που τον είχαμε πιέσει με
την Άννα να μας πει τι του συνέβαινε. Ήμουν σίγουρη πως όταν ηρεμούσε θα
μου μιλούσε.
Τελευταία μέρα πριν τον μεγάλο πόλεμο. Ο Πέτρος φαινόταν να είναι αρκετά καλά. Το μόνο που είχε ουσιαστικά αλλάξει ήταν ότι ήμασταν συνέχεια μαζί. Πάντα και παντού. Κάθε μέρα που περνούσε τον ερωτευόμουν ακόμα πιο πολύ. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχα λάβει και κάποιο τρομακτικό μήνυμα που να λέει ότι οι ώρες μου τελειώνουν ή δεν ξέρω και εγώ τι. Η φαρσούλα αυτή φαινόταν να έχει τελειώσει. Ίσως και να είχε δίκαιο ο Κωνσταντής που μου είχε πει να το πάρω στα σοβαρά.
-Καλημέρα!
-Καλημέρα Ξένια! άκουσα τη νυσταγμένη φωνή της Κάτιας
-Σηκωθείτε πια παίδες! μας σφύριξε
-Τώρα! νιαούρισε η Άννα και γελάσαμε όλοι μαζί
Είχε πραγματική πλάκα όταν έκανε αυτή τη φωνή!
-Το πρόγραμμα λέει μετά το πρωινό ζούμπα, μεσημεριανό, ψάρεμα και περπάτημα στο βουνό.
Το πρόγραμμα τα έσπαγε!
Το πρωινό πέρασε γρήγορα με εμάς να σέρνουμε τα αγύμναστα κορμιά μας εδώ και εκεί και να τρώμε λαίμαργα το κοτόπουλο με τις πατάτες που είχαμε για μεσημεριανό.
-Λοιπόν ανά δυο στις βάρκες παρακαλώ!
-Αργυρό έλα μαζί μου! μου είπε σιγανά ο Πέτρος
Μπήκαμε στην ίδια βάρκα. Ο Κωνσταντής μπήκε μαζί με την Άννα και η Κάτια φυσικά μαζί με τον Νίκο.
Τα γέλια μας πρέπει να ακουγόντουσαν σε όλη τη λίμνη. Η Άννα γέλαγε με εμένα που τσίριζα από τρόμο κάθε φορά που νομίζαμε πως πιάναμε ένα ψάρι και ο Πέτρος γέλαγε με την Άννα που είχε αστείο γέλιο όπως έλεγε ξανά και ξανά. Ο Κωνσταντής φαινόταν σκεπτικός.
-Ει! Κωστή! του σφύριξα
-Τι;
-Τι έχεις ρε; με πρόλαβε ο Πέτρος
-Της μαύρες του που δεν πιάνει κανά ψάρι! πετάχτηκε η Άννα
Εγώ γέλασα. Ο Κωνσταντής μου επιτέθηκε.
-Γιατί εσύ έχεις πιάσει κανένα;
Εγώ σάστισα.
-Μια πλάκα έκανα! Έχεις όντως τις μαύρες σου! συμπέρανα και γύρισα το βλέμμα μου προς τον Πέτρο
Φαινόταν διστακτικός.
Δεν ξανά μιλήσαμε. Η ώρα πέρασε και εγώ με τον Πέτρο βρεθήκαμε κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο να μιλάμε.
-Για περίπατο ήρθαμε αλλά και πάλι μας βλέπω να καθόμαστε! γέλασε ο Πέτρος
-Και καλά εσύ δεν έχεις θέμα αλλά εγώ.. έκανα και έδειξα την φαρδιά μου περιφέρεια
-Εσύ είσαι τέλεια όπως είσαι! μου είπε αποφασιστικά
Δεν τον είχα ξανά δει έτσι. Ομολογώ πως και αυτή η πλευρά του μου άρεσε.
Με όλα όσα είχαν γίνει τα τελευταία εικοσιτετράωρα είχα ξεχάσει το ρομάντζο μου.
Έσκυψα και του έδωσα ένα μαλακό φιλί στον λαιμό. Τον ένιωσα να ανατριχιάζει. Μου γέλασε και έπειτα ήρθε ένα ζεστό φιλί στα χείλια.
Ο Πέτρος έβγαλε μια κραυγή πόνου και με έκανε να κοκαλώσω
-Τι; Σε τσίμπησα; πετάχτηκα και έκλεισα το στόμα μου με την παλάμη μου
-Όχι δεν είναι αυτό...
Ο Πέτρος άγγιξε την πλάτη του και έβγαλε από πάνω της ένα πλαστικό βέλος που είχε καρφωθεί στην κουκούλα της μπλούζας του.
-Τι στο καλό είναι αυτό; τσίριξα
-Οι ώρες σου τελειώνουν. Τι δράμα! διάβασε το χαρτί ο Πέτρος
-Έ! Όχι δεν πάει άλλο αυτό! ένιωθα το αίμα να έχει ανεβεί στο κεφάλι μου
Κανένας δεν θα μου χάλαγε την υπέροχη στιγμή του πρώτου μου φιλιού!
Έκανα να φύγω αλλά ο Πέτρος με κράτησε από τον ώμο.
-Περίμενε! Πρέπει να σου πω! μου φώναξε
-Μέτα! Τώρα πρέπει να μάθω ποιος κρύβεται πίσω από αυτό! του πέταξα και τον άφησα μόνο του κάτω από το πλατάνι.
-Ποιος είσαι; Πες μου ποιος είσαι; φώναζα στα δέντρα λίγο πιο δίπλα από το πλατάνι μας
Κανένας δεν ακουγόταν. Δεν μπορεί! Κάποιος κρυβόταν εδώ πριν από ένα λεπτό και πέταξε αυτό το βέλος πάνω στον Πέτρο. Δεν ήταν αστείο όλο αυτό, ούτε καν γελοίο. Έπρεπε να μιλήσω στον Κωνσταντή. Στο κάτω κάτω μόνο εκείνος ήξερε για όλο αυτό!
{...}
Είχε φτάσει μεσημέρι. Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει. Η Κάτια είχε βρει το πρωί στα παπούτσια της οδοντόκρεμα. Το κατεξοχήν δείγμα πολέμου! Οι τσιρίδες της μας ξύπνησαν σήμερα. Δεν το λες και το καλύτερο ξημέρωμα! Μετά το μεσημεριανό είχαμε ελεύθερη ώρα. Το βράδυ ξεκινούσε η πρώτη φάση του τελικού και δεν ήξερα αν θα είχα την ευκαιρία να του ξαναμιλήσω.
-Κωνσταντή! τον φώναξα από μακριά
Με κοίταξε χαμογελαστός.
-Πες μου! μου είπε τελικά χαρμόσυνα αφού με πλησίασε
-Θέλω να σου πω...
-Ακούω!
-Όχι εδώ! Πάμε λίγο πιο πέρα! τον έπιασα από τον αγκώνα και τον έσυρα λίγα μέτρα πιο μακριά από τη σκηνή μας
Όλοι οι άλλοι παίζανε παιχνίδια στη σκηνή και έτσι δεν θα μας έπαιρνε κανένας αυτί.
-Έγινε πάλι χθες! Και μάλιστα ήταν επικίνδυνο !
-Τι έγινε; το βλέμμα του ήταν γεμάτο απορία
-Κάποιος πέταξε με ένα βελάκι πάνω στην πλάτη του Πέτρου αυτό το σημείωμα. έκανα και του έδειξα το σημείωμα που είχαμε βρει
-Οου! Το έχουνε χοντρίνει πολύ το πράγμα! έτριψε με την παλάμη του το σαγόνι του
-Αυτό λέω και εγώ!-διαμαρτυρήθηκα- Και πάνω που έλεγα πως με είχαν αφήσει ήσυχη...
-Κοίτα μπορεί να είναι και λόγω πολέμου...
-Ναι αλλά αυτό δεν είναι μέσα στους κανονισμούς!
-Το ξέρω βρε Αργυρό μου... μου χάιδεψε την πλάτη και με κοίταξε στοργικά
-Πώς ξέρεις ότι δεν σχεδιάζει κάτι ο Πέτρος;
-Ο Πέτρος; Δεν θα είσαι με τα καλά σου! Δεν θα έκανε κάτι τόσο άσχημο! Άσε που εκείνη την ώρα ήταν μαζί μου... οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να ήταν αυτός!
-Και τι σε εμποδίζει από το να πιστέψεις ότι συνεννοείται με κάποιον;
-Τι; Τι είναι αυτά που λες; Δεν το πιστεύω!
Το βλέμμα του με κάρφωνε κάνοντας αυτή την εκδοχή όλο και πιο πειστική.
-Λες; είπα τελικά νιώθοντας βαθιές τύψεις
-Δεν ξέρω! Απλά έδωσα μια εκδοχή! μου έκλεισε το μάτι
-Παιδιά! Μαζευτείτε όλοι σας στη σκηνή! Ήρθαν οι νέοι κανόνες του πολέμου! Ελάτε!
Η Όζι, η κοινοτάρχησα μας είχε βγει έξω στα δρομάκια της κοινότητας μας και μας φώναζε να κατευθυνθούμε όλοι στις σκηνές μας. Το σοκολατένιο χρώμα της που πρόδιδε την αφρικανική καταγωγή της σε συνδυασμό με τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της τη κάνανε να μοιάζει με αμαζόνα!
Εγώ και ο Κωνσταντής σηκωθήκαμε και τρέξαμε στη σκηνή μας. Η Ξένια θα μας περίμενε ήδη εκεί!
-Λοιπόν παιδιά! Επιτέλους μαζευτήκαμε όλοι μας! Είστε έτοιμοι να ακούσετε τους νέους κανονισμούς; η χαρά της δεν κρυβότανε
Ο Πέτρος μου έκανε νόημα να καθίσω δίπλα του.
-Μην πολυκάθεσαι μαζί του! μου γρύλισε ο Κωνσταντής
-Γιατί; γέλασα
Πίστεψα ότι ζήλευε.
-Θα σου πω...
-Πέτρο μη μιλάς τώρα! Είναι σημαντικό να ξέρετε πως παίζεται αυτό το παιχνίδι! Όσα χρόνια κι αν είστε κατασκηνωτές ξέρετε πολύ καλά πως κάθε χρόνο υπάρχουν αλλαγές!
Η Ξένια με τα πολύχρωμα μαλλιά της μας έβαλε σε τάξη.
-Λοιπόν, όπως έλεγα, τα
παλιά κολπάκια με τις οδοντόκρεμες στα παπούτσια, την κλοπή ρούχων και
την εισβολή στις σκηνές με σκοπό να τις μετατρέψουν σε στάβλο ισχύουν
όπως και παλιά. Η διαφορά από πέρσι είναι πως το παιχνίδι μπορεί να
γίνει ακόμα πιο σκληρό και πιο ανατριχιαστικό αν θέλετε!-μας έκλεισε το
μάτι- Τα υλικά υπάρχουν στην αποθήκη της κοινότητας μας και εσείς
μπορείτε να αυτοσχεδιάσετε! Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει παιδιά! φώναξε και η
κόρνα του πολέμου αντήχησε σε όλη την κατασκήνωση
-Αργυρό θέλω να σου πω! με κράτησε από το χέρι ο Πέτρος
-Τι έγινε;
-Είναι κάτι σημαντικό...!
-Μα καλά τι έχεις πάθει εσύ τις τελευταίες μέρες;
Τον ακολούθησα έξω από τη σκηνή.
-Αυτό που έχω πάθει είναι ότι ο Κωνσταντής δεν είναι και τόσο καλός όσο νομίζεις!
-Πέτρο τι σου συμβαίνει; Φέρεσαι πολύ διαφορετικά από όσο μας έχει συνηθίσει!
-Που να ήξερες εκείνος πόσο διαφορετικά φέρεται!
-Τι...
-Άκουσα το όνομα μου! φάνηκε ο Κωνσταντής χαμογελαστός
-Καλώς τον! του έγνεψα
-Τι λέτε;
-Τίποτα δεν λέμε! Έτσι δεν είναι Αργυρό;
-Ε; Έτσι έτσι! έξυσα το κεφάλι μου
-Ακούσατε τι έχει να γίνει τώρα το απόγευμα;
-Όχι! Τι θα γίνει;
-Εμ βέβαια! Που να ακούσεις Αργυρό μου αφού ο Πέτρος όλο σε απομονώνει! μου έκλεισε το μάτι και το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στον Πέτρο
-Αγόρια τι συμβαίνει με εσάς τους δυο;
-Τι να συμβαίνει; Πλάκα κάνουμε! Πειράζουμε ο ένας τον άλλο! Αντρικοί κώδικες! γέλασε ο Κωνσταντής και σκούντηξε τον Πέτρο
-Ναι! ξεροκατάπιε και εκείνος με τη σειρά του
-Και όπως έλεγα, απόψε θα ανέβουμε πάνω στο βουνό!
-Μη μου πεις... γούρλωσα τα μάτια μου
-Ω ναι! μου έγνεψε
-Πόλεμος με αριθμάκια! γέλασα
Ήταν το αγαπημένο μου. Ανεβαίνουμε πάνω στο βουνό και στις κοιλιές μας έχουμε ζωγραφίσει έναν αριθμό. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να βρούμε την κρυμμένη σημαία χωρίς ο εχθρός να δει τον αριθμό που έχει γραφτεί στην κοιλιά μας. Διαφορετικά βγαίνουμε εκτός παιχνιδιού. Οι δυο ομάδες είναι αυτή των αγοριών και εκείνη των κοριτσιών. Παρά τη δυσκολία του παιχνιδιού, το μικρόσωμο κορμί μου και η ταχύτητα της σκέψης μου με οδήγησαν στο να βρω τη σημαία δυο φορές!
{...}
Είχε φτάσει βράδυ. Η Ξένια έγραψε στην κοιλιά μου με κόκκινα γράμματα τον αριθμό 365. Βγήκα στον πόλεμο μαζί με την Άννα και την Κάτια. Ο καιρός δεν μας βοηθούσε. Είχε αρχίσει να βρέχει και το φως των προβολέων πάνω στο βουνό γινόταν όλο και πιο θολό από τη φόρα της βροχής.
-Παναγιά μου! άκουσα τη φωνή της Κάτιας
-Τι έγινε; έτρεξα κοντά της
-Πρόσεχε υπάρχει αγόρι εκεί! μου φώναξε η Άννα
Σύρθηκα κοντά στην Κάτια.
-Κοίτα! Θεέ μου! Αίματα! άκουσα τη σπασμένη φωνή της
-Αίματα... πλησίασα και ακούμπησα το κόκκινο υγρό
-Μην...μην τα πιάνεις! Αααα! η τσιρίδα της μου έκοψε το αίμα
Γύρισα απότομα το κεφάλι μου και η Κάτια είχε εξαφανιστεί. Η βροχή είχε γίνει ακόμα πιο πυκνή.
-Κάτια! Κάτια! τσίριζα μέσα στο σκοτάδι
-892! άκουσα μια αντρική φωνή να αντηχεί
-Άουτς! την ξανά άκουσα
-Ποιος είναι εκεί;
Ένα αγόρι την είχε σύρει κοντά του για να διαβάσει τον αριθμό της.
-Είσαι καλά; την κράτησα στα χέρια μου
-Κοίτα! Κοίτα πως έγινε η καινούρια μου φούστα!
Αχ! Κλασσική Κάτια.
-Μα καλά για αυτό κάνεις έτσι; Και εγώ νόμιζα ότι έπαθες κάτι! της έδωσα μια ελαφριά σπρωξιά
-3... δεν βλέπω καλά Δημήτρη... άκουσα έναν αντρικό ψίθυρο
-Αγόρια! φώναξα στην Άννα και πέσαμε κάτω.
-312! Το είδα εγώ Βαγγέλη!
-Άννα! της φώναξα
-Βγαίνω! τους έκανε νόημα
-Και τώρα έμεινες εσύ!
Και οι δυο τους με πλησίασαν απειλητικά. Μια αστραπή μου έκοψε την αναπνοή. Αγκάλιασα τον κορμό ενός δέντρου.
-Έλα τώρα κοπελιά! μου γέλασε ο ένας
Η ανάσα μου ήταν γρήγορη και ένιωθα τον πανικό να με κατακλύζει.
-Αργυρό! μου φώναξε ο Κωνσταντής
Τον κοίταξα με ανακούφιση.
-Έλα εδώ! μου άνοιξε τα χέρια του
Τον αγκάλιασα για να μην φανούν οι αριθμοί μας.
-Άδικο! άκουσα τον έναν από τους δυο τύπους να του φωνάζουν
Ήταν προδότης για εκείνους.
-Σταματήστε το! τους έτριξα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου
Ένιωσα την ανάσα του βαθιά.
-Αργυρό όχι σε αυτόν! πετάχτηκε από το πίσω δέντρο ο Πέτρος
-Τι έγινε μικρούλη; τον ειρωνεύτηκε ο Κωνσταντής
-Ε ! Παιδιά! φώναξα
-Μην τον αγκαλιάζεις! συνέχισε ο Πέτρος
-Κόφτε το!
-Τι θες εσύ Πέτρο;
-Παράτα την! Παράτα μας! πετάγονταν πιτσιλιές νερού από το στόμα του Πέτρου
Η βροχή μας είχε μουσκέψει. Τα μαλλιά μου κολλούσαν πάνω στο λαιμό μου. Συνέχισα να έχω στην αγκαλιά μου τον Κωνσταντή.
Ακούστηκε η κόρνα τέλους.Η σημαία βρέθηκε από ένα αγόρι.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και οι τρεις και έπειτα έτρεξα μακριά τους.
Η υπόλοιπη βραδιά ήταν πολύ περίεργη. Όταν γυρίσαμε στις σκηνές μας γνωρίζαμε πως ένα από τα αγόρια της διπλανής κοινότητας είχε βρει την σημαία. Όλοι ήμασταν εξαντλημένοι, μα εγώ ένιωθα ένα πολύ έντονο μπέρδεμα μέσα μου πράγμα που με δυσκόλευε να τους αντικρίσω κατάματα. Άφησα το βράδυ να περάσει χωρίς καν να ανταλλάξω λέξη με κανέναν από τους δυο. Το επόμενο πρωί αποφάσισα να τους μιλήσω.
-Δεν είναι σωστό όλο αυτό που γίνεται και δεν ξέρω για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό μεταξύ σας!
-Ποιο; έκανε τον ανήξερο ο Κωνσταντής
-Όλη αυτή η έχθρα!
-Απλά αυτός-πήρε το λόγο ξανά ο Κωνσταντής και έδειξε με υποτιμητικό τρόπο τον Πέτρο- Δεν είναι κατάλληλος για εσένα!
-Γιατί; Και τέλος πάντων από πότε έχεις εσύ αγνά αισθήματα για την Αργυρό; τον πυροβόλησε με τις λέξεις του ο Πέτρος
-Και που ξέρεις εσύ τι νιώθω;
-Νιώθεις κάτι για μένα Κωνσταντή; πετάχτηκα στη συζήτηση αλλά κανένας από τους δυο δεν μου έδωσε σημασία
-Άλλα μου έλεγες εμένα προχθές και δεν μου φάνηκαν και τόσο αγνά! ύψωσε τη φωνή του ο Πέτρος και σηκώθηκε από τη θέση του
-Α μπα! Τόλμα να ξεστομίσεις κάτι και σε έχω κάνει χώμα! γρύλισε και ο Κωνσταντής
-Τι να πει; Τι είπατε; Και τέλος πάντων τι αγνοώ εγώ;
Είχα χάσει την υπομονή μου και ένιωθα όλο μου το κορμί να καίγεται
-Είσαι τρελός! Έχεις θέματα Κωνσταντή! Πάρ'το χαμπάρι! του χύμηξε ξανά ο Πέτρος
-Πάτε καλά; άρχισα να κοπανάω τα χέρια μου πάνω στα πόδια μου για να μου δώσουν σημασία
-Παιδιά! Τι γίνεται εδώ; μας διέκοψε η Όζι
-Τίποτα! χαλάρωσε τη φωνή του απότομα ο Κωνσταντής
Άλλαξε διάθεση από τη μια στιγμή στην άλλη με έντονο τρόπο και αυτή του η στάση μου προκάλεσε ανησυχία.
-Καλά...-έκανε αδιάφορα η Όζι- Πηγαίνετε στις σκηνές σας! Καλό είναι να ξεκουραστείτε γιατί το βράδυ είναι ο μεγάλος τελικός του πολέμου!
Έφυγε και μείναμε μόνοι μας.
-Δεν τελειώσαμε εδώ κύριοι! τους αγριοκοίταξα
-Σωστά! Δεν έχω πει ακόμα την τελευταία μου κουβέντα! έκανε απειλητικά ο Κωνσταντής και απομακρύνθηκε
Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Η τελευταία φάση του πολέμου!
Τα παιδιά είχαν ξεχυθεί στα στενά. Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ. Το πέπλο της νύχτας είχε σκεπάσει την κατασκήνωση. Ήμουν στη σκηνή μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά και την Ξένια.
-Σε δέκα λεπτά ακριβώς ξεκινάει ο πόλεμος! Θα πρέπει να βρείτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε τους πέντε γρίφους και να ψάξετε τα στοιχεία που κρύβονται πίσω από αυτούς. Έπειτα θα φτάσετε στο θησαυρό και θα κατακτήσετε τη νίκη! Αγόρια θα φύγετε και θα αγωνιστείτε μαζί με τη σκηνή 8. Κορίτσια θα μείνετε στην κοινότητα μας!
-Γιατί; φάνηκε ταραγμένος ο Πέτρος
-Γιατί μην ξεχνάς Πέτρο ότι σε αυτόν τον αγώνα παίζετε αγόρια εναντίον κοριτσιών! του έκλεισε το μάτι
-Πάμε; σηκώθηκε αποφασιστικά ο Κωνσταντής
-Πάμε... έκανε απρόθυμα ο Πέτρος
Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Λίγο πριν βγει έξω με κοίταξε με πόνο.
-Να προσέχεις! μου είπε φευγαλέα
Δεν πρόλαβα να αντιδράσω.
{...}
Μια γυναίκα με κόκκινα σγουρά μαλλιά και βαμμένα κατάμαυρα μάτια μας ψιθύρισε τον πρώτο γρίφο.
-Πετάει ψηλά και ψάχνει τη ζέστη. Γνωστό δρομολόγιο, κάθε εποχή και άλλο.
Έπειτα κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και έφυγε μακριά.
-Κορίτσια καταλάβατε; μας σκούντηξε μια γαλανομάτα κοπέλα
-Ιδέα δεν έχω... σήκωσε τους ώμους της η Κάτια
-Κορίτσια! Χελιδόνι! Ο γρίφος μιλάει για τα χελιδόνια! έλαμψαν τα μάτια της Άννας
-Μη! Μη φωνάζεις! Θα μας ακούσουν τα αγόρια! πετάχτηκε μια μαυρομάλλα νεαρή
Όλη η κατασκήνωση ήταν μαζεμένη στα πόδια μας. Ήταν απίθανο το σενάριο να μην μας ακούσουν.
-Χελιδόνια παιδιά! φώναξε ένα μικρό παιδάκι στα υπόλοιπα αγόρια και τρέξανε μπροστά μας
-Τρέξτε! Θα μας προλάβουν! φώναξα με όλη μου τη δύναμη
Ένα αγόρι άρπαξε το κλειδί από το κλαδί του δέντρου εμπρός μας και άρχισε να τρέχει. Τον ακολούθησε η μαυρομάλλα κοπέλα και με μια γρήγορη κίνηση του το πήρε μέσα από τα χέρια. Την ακολουθήσαμε όλοι. Το αγόρι έβγαλε μια κραυγή θυμού και έτρεξε κοντά της.
Άνοιξε το μπαούλο με τα κλειδιά και μας διάβασε τι έγραφε πάνω του το ξύλινο χελιδόνι.
-Δεξιά και αριστερά τρέξτε! Πρέπει να βρείτε έναν άντρα με ψηλά πόδια και άσπρο μανδύα.
Έπιασα από το χέρι την Κάτια και η Κάτια την Άννα και τρέξαμε προς τα δεξιά.
-Περιμένετε! άκουσα τη φωνή της Άννας
-Τι έγινε; τρόμαξα
-Το πόδι μου!
Το αριστερό πόδι της είχε κολλήσει σε μια τρύπα.
-Πονάς πολύ; κάθισε δίπλα της η Κάτια
-Αρκετά! Να καλέσουμε την Όζι! ξεροκατάπιε
-Αργυρό τρέξε εσύ! Θα μείνω κοντά της!
-Είστε σίγουρες πως δεν με χρειάζεστε;
-Ναι! Τρέξε! μου είπαν με μια φωνή και έφυγα για να βρω εκείνον τον άντρα
Έτρεχα για πολλή ώρα. Είχα χάσει τον προσανατολισμό μου μέσα στο σκοτάδι. Πιάστηκα από ένα δέντρο και πήρα μερικές ανάσες.
-Θεέ μου... ψέλλισα
Δεν άντεχα άλλο τρέξιμο. Είχα φτάσει στα όρια μου.
-Αργυρό... άκουσα μυστηριακή τη φωνή του Κωνσταντή
-Που βρέθηκες εσύ εδώ; Δεν ψάχνεις τον θησαυρό;
-Μπα!-γέλασε και ανατρίχιασα-Έχω άλλα ενδιαφέροντα! μου έκλεισε το μάτι
Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Δεν φαινόταν και πολύ καλά.
-Είσαι καλά; τον πλησίασα
Το επόμενο δευτερόλεπτο ένιωσα την παλάμη του μπροστά από το στόμα μου να με πιέζει και το άλλο χέρι του να μου τραβά τα μαλλιά. Δεν μπορούσα να ανασάνω.
Με έσπρωξε ανάμεσα σε κάτι δέντρα.
-Τι κάνεις; τον έφτυσα και τον έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη
-Τώρα όλα εδώ θα πληρωθούν! γέλασε ύπουλα
-Τι; Πέτρο! μου έκοψε την ανάσα η εικόνα του
Ήταν δεμένος και πεσμένος στο χώμα. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα και το βλέμμα του απελπισμένο.
-Τι του έκανες τέρας; όρμηξα και πάλι στον Κωνσταντή
Εκείνος τον άρπαξε από τον ώμο και τον σήκωσε εμπρός μου.
-Πέτρο μου... τον πλησίασα και τότε τον είδα να κλαίει για δεύτερη φορά
-Αντί να επιλέξεις εμένα, επέλεξες αυτόν! Είσαι άξια την μοίρας σου! Είσαι μια άχρηστη και θα πάρω εκδίκηση για κάθε φορά που με αρνήθηκες! Θέλω να πονάς σε όλη σου τη ζωή! η φωνή του Κωνσταντή έτρεμε
Έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη του και σημάδεψε τον Πέτρο.
-Κωνσταντή άσε τα κολπάκια με τα ψεύτικα όπλα από την αποθήκη στης κοινότητας μας! τον διέταξα
-Τα ποια; γέλασε
-Αργυρό μην πλησιάζεις! μου φώναξε ο Πέτρος
Αυτή ήταν και η τελευταία του φράση.
Ο Κωνσταντής τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Πέτρος πέθανε εμπρός στα μάτια μου.
Αυτό ήταν το πιο άγριο αντίο που μου είπαν ποτέ.
Να μην πλησιάσω.
Μπορεί να σας φάνηκε
ξαφνικό το τέλος , αλλά και εγώ έτσι το βίωσα τότε. Από τη μια στιγμή
στη άλλη άλλαξε όλη μου η ζωή. Πάντα θα θυμάμαι αυτό το καλοκαίρι. Πάντα
θα αναζητώ τρόπους να το ξεχνάω,αλλά πάντα εκείνο θα γυρίζει μέσα στις
διακλαδώσεις του εγκεφάλου μου.
Αργυρό Τσιλίου
Τέλος