Διήγημα Μυστηρίου: Χωρίς Όνομα (Μέρος Α')

2021-08-27

Γράφει για το PhyloSofia ON η Σοφία Σιμέλα Θωίδη, φοιτήτρια Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ...

@Σοφία Σιμέλα Θωίδη

Αγκαλιαστήκαμε και τα πρώτα του φιλιά πέσανε στα χείλη μου. Ο αέρας μας χτυπούσε χαριτωμένα και τα μαλλιά σου ταξιδεύανε στο ρυθμό του. Έπιασα το πρόσωπο σου. Ήταν ζεστό παρά το δροσερό αεράκι. Είχες καιρό να με δεις. Σε τράβηξα από το χέρι και τρέξαμε ως τον κεντρικό δρόμο. Ο Πειραιάς ήταν γεμάτος κόσμο. Μια μελωδία ήταν ολονών οι φωνές και εμένα τίποτα άλλο δεν με ένοιαζε παρά μόνο το ζεστό σου χέρι μέσα στην χούφτα μου.

Ένιωθα ακόμα ζαλισμένη από το πρωινό ξύπνημα και τα πόδια μου όπου να 'ναι θα με άφηναν πάνω στα χέρια σου. Έτσι και έγινε. Με πήρες στα δυο σου χέρια και οι χούφτες σου γίνανε η κούνια μου. Ταξίδεψα πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Σου χαμογέλασα και εσύ μου έκλεισες τα μάτια με ένα φύσημα των χειλιών σου. Έκτοτε δεν σε ξανά είδα ποτέ μου. Η κούνια μου έγινε καπνός και εγώ έπεσα με φόρα στο χώμα. Σηκώθηκα μισόγυμνη και σε φώναζα γύρω στης άμμου τα καλούδια. Η φωνή μου έτρεμε μπροστά στον αέρα και με κλότσαγε να πέσω πίσω. Έγδαρα το πρόσωπο μου με τα δάκτυλα μου και τα κλάματα μου μού κάψανε τις πληγές. Τα μαλλιά μου πέσανε εμπρός στα μάτια μου και μου τύλιξαν τον λαιμό μου. Έκανα να τα τραβήξω πίσω και εκείνα με την εντολή του ανέμου όλο και πιο πολύ έσφιγγαν τις φλέβες μου. Ο πνιγμός μου ήταν προ των πυλών.

Έπιασα με πόθο και με τρέμουλο που με αηδίαζε την καρδιά μου και την ξερίζωσα. Σηκώθηκα στα δυο μου πόδια και άρχισα να τριγυρνώ σαν να πούλαγα παλιοπράγματα μέσα στην άμμο. Έψαχνα να βρω το βλέμμα σου. Να τυλίξω την καρδιά μου στα δεσμά που με δένανε μαζί σου και να στη δώσω να τη στολίσεις στις συλλογές της μνήμης σου.

Όσο γύρναγα γύρω από μένα τόσο ο αέρας με ταλάνιζε με τα κοφτερά του δόντια. Ξάπλωσα με τα στήθια μου χωρίς καρδιά και το σώμα μου νεκρό από τις πολλές αναμνήσεις. Η καρδιά μου έπεσε και εκείνος ο αλύπητος αέρας την κλότσησε μέσα στη θάλασσα. Όσο κι αν ήθελα να σηκωθώ να την πιάσω δεν μπορούσα. Τα πόδια μου είχαν ήδη γκριζάρει από το δηλητήριο του έρωτα σου και τα δάκτυλα των χεριών μου με κορόιδευαν που άφησα τον εαυτό μου να πέσει τόσο χαμηλά. Κάποιοι πιο πέρα με βρίζανε. Σταμάτα! Σταμάτα πια καρδιά μου! Όλο το ίδιο και το ίδιο τραγούδι παίζει ο εγκέφαλος μου. Το ίδιο εκείνο πολυαγαπημένο τραγούδι της ερωτευμένης καρδιάς του.

Ένιωσα αίμα να τρέχει από τα χείλη μου. Που τη βρήκα τόση δύναμη και τα δάγκωσα; Μάλλον πια έχω δύναμη μοναχά για να κάνω κακό στο ήδη αδικημένο μου κορμί! Τι ντροπή να σέρνομαι έτσι!

Μα που πήγανε τα ρούχα μου; Κανένα κάλυμμα πια εμπρός στα δυο σου μάτια! Πρώτη φορά τα έβλεπα τόσο μαύρα μέσα στο καστανό τους χρώμα! Κάθισα στα δυο μου γόνατα με το αίμα να τρέχει από το ανοιχτό μου στήθος και τα δαγκωμένα χείλη μου. Σήκωσες τα δυο σου χέρια, την παιδική μου κούνια και έσυρες την άμμο κατά πάνω μου. Την διέταξες να με πνίξει. Στα κλάματα μου μέσα έμοιαζες ένα πετράδι κοινό σαν όλα τα άλλα μέσα στον ωκεανό, σε ρώτησα γιατί μου το κάνεις αυτό και εσύ απάντησες κοφτά πως το έκανες για να σταματήσει το αίμα να τρέχει από τις πληγές μου.

Η άμμος ήρθε ορμητικά απάνω μου και μου τρύπησε τα μάτια, βράδυ Σαββάτου, ξημέρωμα Κυριακής. Το μόνο που είδα στο κιτρινιασμένο τοπίο μου ήταν η καρδιά μου ένα μπεγλέρι κακοφτιαγμένο στα χέρια σου να κλαίει.

Κατασκήνωση πήγαινα εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτη φορά που πήγα πρέπει να ήταν όταν ήμουν μόλις έξι ετών! Μου άρεσε η εξοχή και ποτέ μου δεν είχα πρόβλημα προσαρμοστικότητας. Έτσι λοιπόν, διακοπές στην κατασκήνωση ήταν η καλύτερη επιλογή για εμένα, αλλά και για τους γονείς μου που θα έβρισκαν επιτέλους λίγο χρόνο μόνοι τους, μακριά από εμένα και από τον ατίθασο χαρακτήρα μου.

Τώρα είμαι δεκαοκτώ, δηλαδή μόλις χθες τα έκλεισα. 27 Σεπτεμβρίου. Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν το τελευταίο καλοκαίρι μου στην κατασκήνωση. Τουλάχιστον ως κατασκηνώτρια.

Πρώτη μέσα της δεύτερης κατασκηνωτικής περιόδου όλος ο κόσμος πηγαινοερχόταν εδώ και εκεί και ο ένας κουτούλαγε πάνω στον άλλο. Ψάχνανε να βρούνε τις σκηνές τους και άλλοι έπεφταν πάνω από τεράστιες σελίδες με ονόματα και αριθμούς σε μια προσπάθεια να καθοδηγήσουν τον καθένα από τους κατασκηνωτές στην κοινότητα του. Για εμένα τα λημέρια ήταν γνωστά. Άλλωστε δεν είχα πάει ποτέ μου σε άλλη κατασκήνωση πέρα από την 'Holliday's Happiness' και η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να πάω και πουθενά αλλού.

Στο γήπεδο του μπάσκετ είχε στηθεί ένα ακόμα περίπτερο γεμάτο κόσμο που προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τρεις ομαδάρχες. Πλησίασα κοντά τους μπας και έβλεπα κανέναν γνωστό μου. Αναγνώρισα από σχετικά μακριά τα πορτοκαλί μαλλιά της περσινής μου ομαδάρχησας, της Γεωργίας. Την χαιρέτησα και εκείνη με την πρώτη ευκαιρία ήρθε κοντά μου.

-Καλέ Αργυρό πως μεγάλωσες έτσι; με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια και με αγκάλιασε σφιχτά

-Αλήθεια; γέλασα αμήχανα εγώ

-Ναι ναι! Τελικά ήρθες και φέτος!

-Στο είχα πει! Δεν θα άφηνα αυτή μου την ευκαιρία να πάει χαμένη! Άλλωστε είναι τελευταία μου χρονιά πια ως κατασκηνώτρια...

-Να δηλώσεις για ομαδάρχησα αν θες! Αλλά τι λέμε τώρα;- γέλασε και φάνηκαν τα ολόασπρα δόντια της- Φέτος θα είναι μια ξεχωριστή χρονιά! Όλα τα καλά αξίζουν από ένα ακόμα καλύτερο τέλος! μου έκλεισε το μάτι

-Γεωργία! ακούστηκε μια αντρική φωνή από το περίπτερο

-Πρέπει να πάω Αργυρό μου! Ξέρεις που πρέπει να πας σωστά;

-Ναι ναι! Μου τα έστειλε όλα η Ξένια σε μήνυμα!

-Πολύ ωραία! Άντε τα λέμε! με αγκάλιασε

-Αργυρό!-της φώναξα ενώ εκείνη είχε ήδη απομακρυνθεί- Ξέρεις αν θα έρθουν τα παιδιά;

-Ιδέα δεν έχω! Πέρα από την Ξένια δεν γνωρίζω για τους άλλους!

Μου γύρισε την πλάτη και έφυγε.

Εγώ προχώρησα προς τη σκηνή μου. Σύντομα θα μάθαινα για τους φίλους μου.

Περπατώντας μέσα στα στενά και τα ξύλινα σπιτάκια όλες οι αναμνήσεις που είχαν κρυφτεί σε διακλαδώσεις του εγκεφάλου μου κάνανε την εμφάνιση τους. Θυμήθηκα εκείνο το στενάκι που παίζαμε κρυφτό εγώ, η Κάτια, η Άννα, ο Πέτρος και ο Κωνσταντής. Ήταν τόσο αγνά χρόνια που όσος καιρός και να πέρναγε πάντα έμενε στα χείλη μου εκείνη η ίδια γεύση νοσταλγίας. Προχώρησα και στον δρόμο μου φάνηκε η σκηνή δεκατρία, η πρώτη σκηνή στην οποία έμεινα. Τότε κοινωτάρχησα μας ήταν η κυρία Αθηνά. Ήταν γενναιόδωρη και καλοσυνάτη. Θυμάμαι μια φορά που είχα σηκώσει πυρετό και έκλαιγα επειδή δεν ήθελα να με πάνε στο νοσοκομείο. Εκείνη με έβαλε στη δική της σκηνή και με πρόσεχε έως ότου να πέσει ο πυρετός μου. Το επόμενο καλοκαίρι δεν είχε έρθει. Από όσο έμαθα από την Ξένια πήγε σε άλλη κατασκήνωση.

Μετά από λίγα βήματα και πολλές αναδρομές έφτασα στη σκηνή μου. Η σκηνή τέσσερα στεκόταν εμπρός μου και ήταν έτοιμη να με καλωσορίσει. Χαμογέλασα και με ένα μεγάλο βήμα μπήκα στην τελευταία σκηνή ως κατασκηνώτρια. Εμπρός μου συνάντησα έναν άντρα. Ήταν ψηλός και είχε καστανά μαλλιά. Όπως έπεφτε το φως από το παράθυρο το χρώμα τους έμοιαζε με κόκκινο. Τον παρατήρησα έτσι όπως είχε σκύψει για να δέσει τα κορδόνια του. Άφησα τη τσάντα μου κάτω και ο κρότος της τον τάραξε. Σήκωσε το κεφάλι του για να με δει.

-Πέτρο;

-Αργυρό! συμπέρανε με χαρά

-Που; Πως; Πότε; έφυγαν άναρχα οι λέξεις από το στόμα μου

Είχε αλλάξει πραγματικά πολύ!

-Είμαστε στην ίδια σκηνή! άνοιξε τα χέρια του για να με αγκαλιάσει

Έτρεξα με φόρα μέσα της και τον κοίταξα στα μάτια.

-Πώς γίνεται να είμαστε κορίτσια και αγόρια στην ίδια σκηνή;

-Α! Ήταν δική μου ιδέα! μου έκλεισε το μάτι

-Τι έγινε; έκανα και βγήκα από μέσα της

-Ζήτησα από τη Ξένια να γίνει ομαδάρχησα μας και εμείς, η παλιά παρέα, να μείνουμε όλοι μαζί! γέλασε διάπλατα

-Τι;- ορθάνοιξα τα μάτια μου- Οι άλλοι; Με συγχωρείς!-κατάπια με φόρα-Αλλά δεν ήξερα τίποτα...

-Το ξέρω! Μίλησα με την Ξένια και εκείνη μου είπε ότι θα έρθετε όλοι! Είναι τελευταία μας χρονιά και ήθελα να την περάσουμε όλοι μαζί!

Ο Πέτρος από μικρός ήταν γλυκός, αλλά ποτέ μου δεν με είχε γοητεύσει αυτό. Ποτέ έως τώρα!

-Είσαι φοβερός! είπα τελικά κοιτώντας τον με λαμπερά μάτια

-Που θα κοιμηθεί; με κοίταξε με ενωμένα φρύδια

-Που λες; του γέλασα

-Έλα εδώ! χτύπησε το χέρι του στο διπλανό από το δικό του κρεβάτι

Ακολούθησα τις εντολές του.

-Οι υπόλοιποι; Πότε θα έρθουν; τον κοίταξα με ενθουσιασμό

-Δεν ξέρω...Λογικά θα έρθουν!

-Γεια σας! ακούστηκε με παιχνιδιάρικο τρόπο μια γυναικεία φωνή

-Άννα! πεταχτήκαμε και οι δυο

Αγκαλιαστήκαμε και άκουγα την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή

-Δεν είμαι μόνη! μας έκλεισε το μάτι

Από το φως της ημέρας φάνηκε η Κάτια να σέρνει μια τεράστια μοβ βαλίτσα. Η κλασσική Κάτια!

-Άννα είμαστε σωστά εδ....

Η φράση της κόπηκε μόλις μας είδε. Έβγαλε μια κραυγή χαράς και έτρεξε κοντά μας.

-Πόσο μου λείψατε! είπε σφίγγοντας μας με όλη της τη δύναμη

Ευτυχώς τα εξαιρετικά αδύνατα μπράτσα της δεν αποτελούσαν απειλή.

-Πόσο έχετε αλλάξει! έκανα και κράτησα τα γέλια μου στην εικόνα του Κωνσταντή που μόλις είχε φτάσει

-Βρε καλώς τον! έτρεξε κοντά του ο Πέτρος

Έμοιαζε να βρήκε μια χείρα βοηθείας μέσα σε τόσες γυναίκες. Ο Κωνσταντής ήταν πάντοτε πιο μαζεμένος από όλους εμάς. Μας γέλασε και χτύπησε φιλικά την πλάτη του φίλου μας.

-Κορίτσια! Σαν να μην πέρασε μια μέρα!

Γελάσαμε και καθίσαμε όλοι μαζί στο κρεβάτι του Πέτρου και στο δικό μου. Ο Κωνσταντής στάθηκε όρθιος και μας παρατηρούσε.

Πήγαινε καιρός!

Ήταν το πρώτο βράδυ και μόλις είχαμε φύγει από την τραπεζαρία. Καθίσαμε έξω από τη σκηνή. Η Ξένια γύρναγε από εδώ και από εκεί σε μια προσπάθεια να ολοκληρώσει μια σειρά από εργασίες. Κάναμε έναν κύκλο και αρχίσαμε να συζητάμε. Εγώ κάθισα δίπλα από τον Πέτρο. Τον παρατηρούσα. Είχε αλλάξει πραγματικά πολύ! Τα μαλλιά του και πάλι παίζανε με τα μάτια μου. Το χρώμα τους καστανό με τις άκρες τους κόκκινες. Τα μάτια του δεν είχαν αλλάξει καθόλου από τότε που τα θυμάμαι.Η αλήθεια είναι ότι τα πάντα πάνω του ήταν αρμονικά.

-Θυμάστε εκείνη τη φορά που η Κάτια είχε χτυπήσει το γόνατο της και είχε ξεσηκώσει όλη την κατασκήνωση με τα γέλια της; με έβγαλε από της σκέψεις μου η φωνή της Άννας

-Έλα ρε συ! έκανε με παράπονο η Κάτια

-Ναι ναι θυμάμαι! γέλασε ο Πέτρος

-Κυρία κυρία το πόδι μου πονάει! Θα μου το κόψουν; έκανε με θεατρική φωνή ο Κωνσταντής και την κοίταξε με νόημα

Εκείνη του χάρισε ένα ναζιάρικο χαμόγελο. Κλασσική Κάτια.

-Για να θυμηθούμε τα δικά σου Κωνσταντή! τον κοίταξε με επίμονο βλέμμα

-Τα δικά μου; Δεν καταλαβαίνω! Εγώ πάντα ήμουν ήρεμο παιδί! σταύρωσε τα χέρια του και την κοίταξε με το ίδιο ύφος

-Όπα παιδιά! Είδα έναν κροκόδειλο στη θάλασσα! τον κορόιδεψε ο Πέτρος

Τα λακάκια του ήταν χαριτωμένα. Μα τι είχα πάθει;

Ο Κωνσταντής κατσούφιασε.

-Α! Ναι! Αυτές οι χαζές φάρσες που έκανε μια ζωή και κανένας δεν τον πίστευε! πετάχτηκε η Άννα

Γέλασαν όλοι μαζί. Εγώ είχα χαθεί στις σκέψεις μου. Ήταν πολύ περίεργο.

-Αργυρό είσαι καλά; με έβγαλε ξανά από το λήθαργο μου η Άννα

-Μια χαρά! Μόνο λιγάκι κουρασμένη! της γέλασα

-Πάμε για ύπνο; πρότεινε και σηκώθηκε

-Και δεν πάμε! της έκλεισε το μάτι ο Πέτρος

Ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά μου.

Σηκωθήκαμε όλοι μαζί.

Όλο το βράδυ τον ένιωθα να ανασαίνει δίπλα μου. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω κάποια στιγμή. Κοιμόταν γαλήνια. Είχα αρχίσει να φοβάμαι τον εαυτό μου. Σηκώθηκα και βγήκα λιγάκι έξω για να ανασάνω καθαρό αέρα.

Περπάτησα στην μικρή αυλή. Γύρω μου ησυχία. Τη γαλήνη της νύχτας διέκοψε ένας ήχος απροσδιόριστος. Κοίταξα γύρω μου. Στο πίσω δέντρο είδα ένα χαρτί καρφωμένο στον κορμό του. Πλησίασα και έπιασα τα μαλλιά μου μια αλογοουρά. Διάβασα ο χαρτί.

'Το πρώτο στάδιο ολοκληρώθηκε με επιτυχία! Τον ερωτεύτηκες! Άρχισε να μετράς τις ώρες σου αντίστροφα!'

-Τι στο καλό... άφησα τις λέξεις να βγουν από το στόμα μου

Έσκισα το χαρτί και έτρεξα μέσα στη σκηνή. Κάποιο παιδί μου έκανε πλάκα. Κακόγουστη αλλά πλάκα!

Το επόμενο πρωί σηκώθηκα ανανεωμένη. Δεν είχα κοιμηθεί πολλές ώρες, όμως είχα πείσει τον εαυτό μου ότι η χθεσινή κακόγουστη φάρσα ήταν πλασμένη από εμένα την ίδια και ότι αργά ή γρήγορα θα την ξεχνούσα και όλα θα κυλούσαν κανονικά.

-Καλημέρα! μου φώναξε από τις έξω βρύσες ο Πέτρος

Είχε ρίξει νερό στο πρόσωπο του και κρατούσε στα χέρια του μια άσπρη πετσέτα για να σκουπιστεί.

-Καλημέρα! έγνεψα και τον πλησίασα

-Πώς κοιμηθήκαμε;

-Σχετικά καλά... είπε ξεροβήχοντας

-Σχετικά;

-Ε, να μωρέ...

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και από πίσω μου φάνηκε ο Κωνσταντής.

-Μέρα! φώναξε με μια δόση ανακούφισης

-Οπ! του έκλεισε το μάτι ο Πέτρος

-Καλημέρα! ανταπέδωσα

-Οι άλλες; ρώτησε με πείσμα ο Πέτρος

-Η Άννα πριν από λιγάκι σηκώθηκε και παλεύει να ξυπνήσει και την Κάτια... σήκωσα τους ώμους μου

-Τι λέει σήμερα το πρόγραμμα;

-Δεν ξέρω... θα μας πεις η Ξένια! μας έδειξε με το δάκτυλο του ο Κωνσταντής

-Σηκωθήκατε βλέπω! -μας χαμογέλασε- Ελάτε για πρωινό γρήγορα γρήγορα γιατί μετά έχουμε τένις και μπάσκετ. Το μεσημέρι φαγητό και ύπνος αν θέλετε και το απόγευμα δεκατιανό, πινκ πονκ και βραδινό μπάνιο!

-Ουαου! Το ένα καλύτερο από το άλλο! άστραψαν τα μάτια του Πέτρου

-Λοιπόν ετοιμαστείτε! έκανε επιτακτικά η Ξένια

{...}

Μετά από λίγο καταφέραμε να σηκώσουμε από το κρεβάτι την Κάτια. Στην τραπεζαρία επικρατούσε το χάος. Ήμασταν πάνω από χίλια άτομα και όπου και να κοίταζες έβλεπες ομαδάρχες και ομαδάρχησες να τρέχουν δεξιά και αριστερά για να ετοιμάσουν τα φαγητά. Εμείς καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο και αρχίσαμε να μιλάμε μεγαλόφωνα για να ακουγόμαστε. Η ώρα κύλισε ευχάριστα.

Στο τένις παίξαμε αντίπαλοι εγώ με τον Κωνσταντή, ο Πέτρος με την Άννα και ο νικητής όλων, δηλαδή ο Πέτρος με την Κάτια που ήταν άπαιχτη σε αυτό το άθλημα. Το τένις ήταν ευχάριστο σε αντίθεση με το μπάσκετ που κατέληξε πιο τραγικά από όσο περίμενα. Η Κάτια χτύπησε ελαφρά το χέρι της σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί μια βίαιη πάσα του Κωνσταντή και βγήκε εκτός παιχνιδιού. Δεν την ένοιαζε που βγήκε εκτός, κάθε άλλο. Θα έλεγα πως το πρόβλημα είχε να κάνει με εμένα περισσότερο. Όταν χτύπησε, το παιχνίδι σταμάτησε για λίγο με τον Κωνσταντή να της ζητά συγγνώμη για τη δύναμη που είχε βάλει στην πάσα του. Εκείνη γέλαγε με τη στάση του και του εξηγούσες ξανά και ξανά πως δεν ήταν κάτι σημαντικό. Εκείνος όμως που φάνηκε να ανησυχεί πιο πολύ από όλους μας, ακόμα και από τον Κωνσταντή που την είχε χτυπήσει, ήταν ο Πέτρος. Έμεινε κοντά της για όλο το υπόλοιπο παιχνίδι και έτρεξε να της φέρει πάγο για το χέρι της. Ήξερα πως ήταν πολύ ευγενικός, αλλά στον αέρα μού φαινόταν ότι πλανιόταν κάτι διαφορετικό. Παρόλα αυτά έκανα πως δεν με νοιάζει και συνέχισα τη μέρα μας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όλα αυτά έως το βράδυ στην παραλία.

Καθίσαμε όλοι μαζί στην αμμουδιά. Ήταν μια ζεστή βραδιά και όλοι γύρω μας απολάμβαναν το νερό.

-Να ανάψουμε φωτιά;

-Αν είστε σίγουροι ότι ξέρετε πως, τότε ναι Κωνσταντή!

Η Ξένια χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ο Πέτρος με τον Κωνσταντή ανέλαβαν να ανάψουν τη φωτιά. Μετά από λίγα λεπτά είχαμε εμπρός μας μια ωραία φλόγα. Όσο ζεστή κι αν είναι μια καλοκαιρινή νύχτα, πάντα χρειάζεται μια φλόγα. Μετά από λίγο άναψε και η συζήτηση.

-Πρόσφατα χώρισα. Ήταν λάθος επιλογή! δήλωσε με πείσμα η Κάτια

-Εγώ πάλι είμαι σε σχέση και νιώθω πολύ ευτυχισμένη ! Να σας τον δείξω; πρότεινε η Άννα και μας έδειξε μια φωτογραφία ενός ξανθού αγοριού

-Με εμένα δεν παίζει τίποτα το σπουδαίο...! Μου αρέσει μια κοπέλα και πολύ μάλιστα, αλλά προτιμώ να ξεμπερδέψω με τις πανελλήνιες και μετά. Να βγουν και οι βάσεις να δω που πέρασα και έπειτα με καθαρό μυαλό να κάνω το βήμα μου. Εσύ Αργυρό;

-Εγώ; Τίποτα! Απολύτως τίποτα! σήκωσα τους ώμους μου δήθεν αδιάφορα

-Εγώ δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι ερωτευμένος! γέλασε ο Πέτρος

Ξανά εκείνο το ίδιο τσίμπημα στην καρδιά μου.

-Με ποια; τον ρώτησε όλο περιέργεια η Άννα

-Α!-αναστέναξε-Δεν την ξέρετε!

-Εγώ πάω να φέρω τις πετσέτες! δήλωσα για να αποφύγω τη συνέχεια

Ένιωθα ήδη απογοητευμένη.

Άνοιξα τη μεγάλη τσάντα για να βγάλω τις πετσέτες μας. Μέσα στο σκοτάδι ένιωσα κάτι σκληρό. Άνοιξα τη φωτεινότητα του κινητού μου και διαπίστωσα ότι ήταν ένα κομμάτι χαρτί. Πάνω του έγραφε με κόκκινα γράμματα

'Τι έγινε; Απογοητεύτηκες; Δεν θέλει εσένα! Αποδέξου το! Και μην ξεχνάς! Ο χρόνος σου έχει ήδη ξεκινήσει να μετρά αντίστροφα!'

Τα χέρια μου ίδρωσαν. Το τσαλάκωσα και το πέταξα στην άμμο. Πήρα μερικές ανάσες και επέστρεψα πίσω στην παρέα μου.

-Παιδιά, έφερα τις πετσέτες! είπα και τους τις μοίρασα

Το βράδυ ήμουν πραγματικά πολύ κουρασμένη. Ωστόσο ξύπναγα κάθε δυο ώρες βλέποντας ξανά και ξανά το ίδιο φριχτό όνειρο, ένα γεροδεμένο χέρι με ένα κοφτερό μαχαίρι να με απειλεί πως θα μου αφαιρέσει τη ζωή μου. Αυτή η φάρσα έπρεπε να τελειώσει!

Κατά τις έξι το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι με πρησμένα μάτια. Κάθισα δίπλα από τις βρυσούλες και έμεινα να κοιτάω τον καταγάλανο ουρανό. Κάποια στιγμή άκουσα αργά βήματα να καταφτάνουν προς το μέρος μου. Γύρισα απότομα.

-Τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα;

Ήταν ο Κωνσταντής. Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και κάθισε δίπλα μου με φόρα.

-Τι να κάνω....απλά δεν είχα ύπνο! σήκωσα δήθεν αδιάφορα τους ώμους και του χαμογέλασα

Εκείνος χασμουρήθηκε.

-Εσύ;

-Τι εγώ;

-Τι κάνεις ξύπνιος τόσο νωρίς;

-Α!-έξυσε το κεφάλι του- Δεν ξέρω! Απλά ξύπνησα νωρίς σήμερα! μου χαμογέλασε

-Ωραία μέρα ξημερώνει! του έδειξα με το βλέμμα μου τον ουρανό

-Ναι... Μου φαίνεσαι κάπως όμως Αργυρό...

Η φωνή του σαν να σκάλωσε.

-Πώς;

-Δεν ξέρω...σκεφτική θα έλεγα!

-Ίσως και να είμαι...! του έκλεισα το μάτι

-Θες να μου πεις;

-Κοίτα, δεν ξέρω ακόμη, αλλά....

-Αλλά τι; φαινόταν ανυπόμονος

-Νομίζω ότι κάποιος μου κάνει μια εξαιρετικά κακόγουστη φάρσα!

-Δηλαδή; έσμιξε τα φρύδια του

-Δεν ξέρω...Απλά από προχθές δέχομαι απειλητικά μηνύματα. Ότι τελειώνει ο χρόνος μου....

-Μην ανησυχείς!-γέλασε νευρικά-Κανένα παλιόπαιδο από εδώ θα είναι! Μην το ψάξεις! Έχω ξανά ακούσει παρόμοιες ιστορίες! Το χρόνο σου χάνεις!

-Λες;

-Ναι βρε χαζό! μου έκλεισε το μάτι και σηκώθηκε απότομα

-Εγώ πάω να πλυθώ. Σε λίγο θα χτυπήσει το ξυπνητήρι και η Ξένια θα μας ταράξει στις φωνές εάν δεν ετοιμαστούμε νωρίς!

-Έχεις δίκαιο! Θα έρθω σε λιγάκι! χαμογέλασα

Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει. Ήταν ένα γοητευτικό πρωινό. Τα λόγια του με είχαν καθησυχάσει!

-Το πρόγραμμα λέει: πρωινό, ελεύθερη ώρα, μεσημεριανό, μπάνιο στη θάλασσα και το βράδυ...έρχεται το καλύτερο! Ντίσκο παιδιά! έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο η Ξένια

Τα πρόσωπα μας φωτίστηκαν! Ντίσκο! Πήγαινε πολύς καιρός!

Η Ξένια βγήκε από τη σκηνή και χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο.

-Το ακούσατε; Ντίσκο! μας σφύριξε η Κάτια

-Ναι! Επιτέλους! Περίμενα ολόκληρο χειμώνα για αυτό! την πήρα αγκαλιά

-Πφφφ!-σήκωσε τα φρύδια του ο Πέτρος-Βαριέμαι να χορεύω... έκανε θεατρικά

-Θα χορέψω εγώ με τις όμορφες δεσποινίδες! μας έκλεισε το μάτι ο Κωνσταντής και μας πήρε την αγκαλιά του

-Μην ξεχνάτε εμένα! παραπονέθηκε η Άννα που μόλις είχε κατέβει από το κρεβάτι της

-Έλα! της άνοιξε την αγκαλιά του ο Κωνσταντής

Ο Πέτρος μας κοίταξε δήθεν προβληματισμένος με την κατάσταση μας.

-Παιδιά! Είναι ώρα για πρωινό! ακούστηκε η φωνή της Ξένιας

-Πάμε πάμε! φώναξε ο Πέτρος και βγήκαμε από τη σκηνή

{...}

Είχε έρθει επιτέλους η ελεύθερη ώρα! Εγώ με την Άννα και την Κάτια καθόμασταν στη σκηνή και δοκιμάζαμε τα καλά μας ρούχα. Τα αγόρια τρέχαν από έξω παίζοντας πινγκ πονγκ. Η Κάτια φόρεσε ένα στενό ροζ φόρεμα που αναδείκνυε τις καμπύλες της και το μεγάλο μπούστο της. Άφησε ελεύθερα τα μαλλιά της και έκανε μια στροφή. Εκείνη την ώρα μπήκαν τα αγόρια μέσα. Ο Πέτρος έμοιαζε να κοκκινίζει στην όψη της. Τα μάτια του έλαμψαν και το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της.

-Είσαι πανέμορφη μπορώ να πω! της είπε με μια ανάσα και εκείνη έτρεξε στην αγκαλιά του

Ένιωθα τόσο λίγη και μικρή μπροστά της. Επίσης η όλη κατάσταση με είχε φέρει σε πολύ άσχημη θέση.

-Εγώ βρίσκω πιο όμορφη την Αργυρό με τη μπλε της μπλούζα και το κολλητό μαύρο παντελόνι της! μου έκλεισε το μάτι ο Κωνσταντής και με αγκάλιασε.

Ήταν και αυτό μια παρηγοριά!

-Και εμένα ποιος με βρίσκει όμορφη; έκανε η Άννα με πείσμα

-Μα είσαι η πιο όμορφη! έκανε γελώντας ο Πέτρος και η Άννα κόλλησε απάνω του

Το βράδυ δεν θα περνούσαμε καλά στην ντίσκο... .

H μουσική είχε δυναμώσει. Τα φώτα έσβησαν και τη θέση τους πήραν χρωματιστοί προβολείς που γύρναγαν μανιασμένα γύρω γύρω στο χώρο. Η αλήθεια είναι ότι η Κάτια έκλεβε την παράσταση. Το σώμα της λιγνό και γυμνασμένο μέσα στο κοντό ροζ φόρεμα της κέρδιζε όλα τα βλέμματα. Τα λιτά ξανθά μαλλιά της της δίναν έναν τόνο φυσικότητας που ισοστάθμιζε το πολύ έντονο μακιγιάζ του προσώπου της. Και οι τρεις μας χορεύαμε στο ρυθμό, ενώ τα αγόρια καθόντουσαν λίγο πιο πέρα και πίνανε δυο πορτοκαλάδες που τους είχε φέρει η Ξένια. Κάποια στιγμή άφησα τα κορίτσια μόνα τους και πλησίασα τον Κωνσταντή και τον Πέτρο.

-Τι κάνετε εσείς εδώ; Δεν θα χορέψετε; έκανα λαχανιασμένη και κάθισα δίπλα στον Κωνσταντή

-Τι να κάνουμε και εμείς; Να σηκωθούμε και να χορεύουμε σαν παλαβοί όπως οι φίλες μας; μας έγνεψε ο Κωνσταντής δείχνοντας μας τα κορίτσια

-Είναι πάντως όμορφη! συμπέρανε ο Πέτρος χαζεύοντας την Κάτια

Η κατάσταση είχε γίνει εξαιρετικά πιεστική.

-Το καταλάβαμε! είπα με ελαφρύ θυμό

-Εσύ τι θέμα έχεις; μου επιτέθηκε ο Κωνσταντής

Δεν το περίμενα.

-Τι έπαθες εσύ;

-Τίποτα! Ξέχνα το! μου πέταξε και σηκώθηκε βιαστικός

Πήγε κοντά στα κορίτσια και άρχισε να χορεύει το ίδιο μανιακά.

-Είχε τίποτα το ποτό; είπα κοροϊδευτικά για τον Κωνσταντή και γέλασα διάπλατα

-Ποιος ξέρει! μου γέλασε ο Πέτρος

-Τα μάτια σου είναι κόκκινα! Γιατί; τον πλησίασα για να τον δω καλύτερα μέσα στο σκοτάδι

-Τι μου συμβαίνει; επανέλαβε με ύφος

-Πέτρο είσαι καλά;

-Αυτό μου συμβαίνει! έκανε και με ταχύτητα με φίλησε στο στόμα

Τα χείλια του είχαν τη γεύση ποτού.

Τον τράβηξα ταραγμένη μακριά μου και τον κοίταξα στα μάτια με την ψυχή μου στο στόμα. Το βλέμμα του ήταν σοκαρισμένο.

-Πέτρο τι κάνεις; του χίμηξα

-Δεν ξέρω... έσκυψε το κεφάλι του

-Σήκω τώρα! τον τράβηξα από το χέρι

Μεταφερθήκαμε λίγο πιο πέρα. Γύρω μας επικρατούσε ησυχία και κανένας δεν φαινόταν να έρχεται προς το μέρος μας.

-Τι συμπεριφορά είναι αυτή; φώναξα νιώθοντας να χάνω την ψυχραιμία μου

-Αν ήξερα ότι θα σε πείραζε τόσο δεν θα το έκανα! μου είπε με βλέμμα να πλανιέται γύρω μου

Φαινόταν αρκετά αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Θα τον πίεζα όμως ως το τέρμα.

-Μισό λεπτό! Αποφάσισε πρώτα ποια θέλεις και τι θέλεις και μην παίζεις έτσι με τις καρδιές των ανθρώπων! έσμιξα τα φρύδια μου και σταύρωσα τα χέρια μου

-Αν είχα να επιλέξω ξανά και ξανά θα επέλεγα...εσένα. μου είπε σταθερά χωρίς να με κοιτά

Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.

-Τι; είπα τελικά

-Τι τι;

-Η Κάτια...δε.. η λέξεις βγαίνανε με μεγάλη δυσκολία από το στόμα μου

-Δεν είναι για μένα! Άσε που δεν την είχα σκεφτεί και ποτέ έτσι! σήκωσε τους ώμους του

-Μα εσύ... έκλεισα το στόμα μου με την παλάμη μου

-Τι εγώ μωρέ;

Με τη φράση του αυτή ένιωσα να με χτυπά ο αέρας βάναυσα στην πλάτη μου.

-Όλο αυτό είναι ένα θέατρο! Αλλά εσύ που να καταλάβεις... μου γύρισε την πλάτη

-Έχεις πιει! Δεν ξέρεις τι λες! του επιτέθηκα

-Έχω πιει ναι! Έχω πιει για να στα πω όλα αυτά! γύρισε και με κάρφωσε με το βλέμμα του

-Δεν...

-Παιδιά! Που είστε; ακούστηκε η φωνή της Ξένιας

-Εδώ! φώναξε ο Πέτρος

Από τα δέντρα από πίσω μας φάνηκε η Ξένια.

-Ώρα για ύπνο! Δεν ακούσατε ότι το πάρτι τέλειωσε;

Η καλοσχηματισμένη φιγούρα της είχε ντυθεί το χρώμα του φεγγαριού.

-Τώρα ερχόμαστε!

-Σας περιμένω στη σκηνή!

-Θα έρθεις; μου άπλωσε το χέρι του

-Πήγαινε και έρχομαι! είπα άγρια

Το μυαλό μου ήταν πραγματικά θολωμένο.

Έκανα να φύγω και μια κίνηση στα φυτά πίσω μου με σταμάτησε. Γύρισα απότομα να δω τι ήταν. Ξανά τα ίδια. Ένα σημείωμα έγραφε με μεγάλα γράμματα κολλημένο στον κορμό ενός δέντρου:

'ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΧΕΙ ΧΟΝΤΡΙΝΕΙ! ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ!'

Έπεται συνέχεια...

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε