Διήγημα: Κόκκινοι Χορευτές

2021-08-08

Γράφει για το PhyloSofia ON η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Β' Λυκείου...

« Είναι και μερικές φορές που η Γη υποκλίνεται μπροστά στον άνθρωπο. Όχι από θαυμασμό, αλλά από τρόμο. Αυτή είναι μία από εκείνες τις φορές. Τις φορές που ο δημιουργός, είτε αυτός λέγεται Θεός, είτε λέγεται φύση, θλίβεται με το δημιούργημά του. Και, πιο συγκεκριμένα, με το τέρας που έχει δημιουργήσει. Γιατί όταν η ανθρωπότητα αρχίζει και χάνει την ανθρωπιά της, το μόνο που μένει είναι στάχτη και τέρατα. Όχι αυτά που φοβόμασταν μικροί. Τα άλλα, αυτά που γίναμε. Είναι θλιβερό όταν καταλαβαίνεις πως, το τέρας που φοβόσουν ότι ζει κάτω από το κρεβάτι, στην ουσία κοιμόταν πάνω σε αυτό.»

Τα λόγια του παππού της τριγύριζαν στα μονοπάτια της μνήμης της, καθώς παρατηρούσε το τοπίο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος από το παχύ νέφος του καπνού που τον αγκάλιαζε, ενώ η λίμνη είχε γίνει κόκκινη από την αντανάκλαση της φωτιάς που έκαιγε το βουνό. Εκείνη, αμίλητη, άπλωσε το χέρι της και το βούτηξε βαθιά στο νερό της λίμνης. Δεν μπόρεσε να το αφήσει πολύ μέσα της, όμως. Το νερό έβραζε. Πήρε, απότομα, το χέρι της και το τοποθέτησε στο στέρνο της. Ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό και τότε μικρές σταγόνες άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα από τα μάτια της.

Καθώς οι σταγόνες έπεφταν στο ιδρωμένο πρόσωπό της, έκαναν την κάψα του να κοπάσει για μερικά δεύτερα. Όμως η καταστροφή ήταν μεγάλη για να ηρεμήσει μόνο με μερικά δάκρυα. Έκανε ένα βήμα πίσω και μετακίνησε το βλέμμα της στο βουνό. Τότε, καθώς έβλεπε με φρίκη τις φλόγες να καταβροχθίζουν το παρθένο δάσος, τα μάτια της έπεσαν πάνω σε ένα ελαφάκι. Προσπαθούσε να κατέβει το βουνό, όμως είχε εγκλωβιστεί στην φωτιά.

Χωρίς να χάσει χρόνο, βούτηξε μέσα στο καυτό νερό της λίμνης και άρχισε να κολυμπάει. Όταν το νερό ακούμπησε το δέρμα της, μία κραυγή βγήκε από τα χείλη της, τόσο δυνατή που ακόμα και η ίδια τρόμαξε με τον ήχο. Τώρα τα μάτια της έτσουζαν με τον πόνο που ένιωθε και, καθώς μικρές σταγόνες προσγειώνονταν μέσα τους, η αγανάκτηση άρχισε να παραδίνετε στον φόβο. Ήταν μόνο εκείνη και η λίμνη που έβραζε.

Μετά από μερικά λεπτά, είχε φτάσει, κιόλας, στην απέναντι όχθη. Βγήκε από το νερό όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μόνο για να διαπιστώσει τι είχε κάνει στον εαυτό της. Σε όλο της το σώμα υπήρχαν εγκαύματα, όχι σοβαρά, όμως ακόμα κι αυτά ήταν αρκετά για να την κάνουν να πονέσει. Ήθελε να κλάψει από το συναίσθημα της οργής που άρχισε να την κατακλύζει, όμως θυμήθηκε τον σκοπό που την έκανε να βουτήξει.

Άρχισε να τρέχει κατευθυνόμενη προς το ελαφάκι που ακόμα πάλευε να σωθεί. Καθώς περνούσε ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων, αγκάθια έμπηγαν τα πόδια της και κλαδιά τραυμάτιζαν το πορσελάνινο πρόσωπό της. Ώσπου έφτασε μπροστά από την καταστροφή. Τεράστιες φλόγες, η μία μεγαλύτερη από την άλλη, καταβρόχθιζαν με μανία ότι υπήρχε στον διάβα τους, αφήνοντας μόνο στάχτη στο πέρασμά τους. Γύρισε το κεφάλι της ψάχνοντας για το ζώο, όταν ξαφνικά το βρήκε. Ήταν εκεί, ανάμεσα στην φωτιά, ανήμπορο να κουνηθεί.

Με ένα σάλτο, βρέθηκε δίπλα του χωρίς, καν, να καταλάβει πως. Αγνοώντας την φωτιά, το πήρε στα χέρια της και άρχισε να κατευθύνετε προς την λίμνη. Το ακούμπησε, απαλά, στο έδαφος και άρχισε να το χαϊδεύει, όμως εκείνο δεν αντιδρούσε. Τότε, κοίταξε τα πόδια του και διαπίστωσε πως ήταν καμένα. Σηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να φωνάξει, όμως τα δάκρυά της δεν της το επέτρεψαν. Κοίταξε με πόνο την λίμνη, έπεσε στα γόνατα και φώναξε: «Θεέ μου, κατέστρεψέ μας!»

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε