Διήγημα: Φτερά και Σκόνη (Β' Μέρος)

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
Ο δρόμος της επιστροφής ήταν άδειος. Η μόνη συντροφιά της, τώρα, ήταν τα φώτα των φαναριών και οι μοναχικοί στύλοι που στέκονταν κόντρα στην ορμή του ανέμου. Περπατούσε και παρατηρούσε σιωπηλή. Βιτρίνες, άλλες μικρές, άλλες μεγάλες, στόλιζαν τα πεζοδρόμια. Φωτεινές ταμπέλες καταστημάτων, εστιατορίων αλλά και νυχτερινών κέντρων είχαν, κιόλας, βάλει τα καλά τους προσφέροντας ένα θέαμα που έκανε ακόμα και το πιο αχόρταγο μάτι να χορτάσει.
Κοίταξε το γιγαντιαίο ρολόι της πόλης ακριβώς απέναντί της. Δεν είχε πάει έντεκα η ώρα ακόμα. «Λίγο νωρίς για ύπνο...», μουρμούρισε και αμέσως μια ιδέα πέρασε φευγαλέα από το νου της. Άρχισε να περπατάει με γοργά βήματα προς το «στέκι» της, το νυχτερινό μαγαζί που συνήθιζε να πηγαίνει με την αδερφή της. Είχε να το επισκεφτεί χρόνια, πέντε συγκεκριμένα, όσα είχαν περάσει από το ατύχημα της Αγάπης. Μόνο μαζί της πήγαινε σε αυτό το μαγαζί και από τότε που εκείνη πέθανε, όλα την θύμιζαν. Ακόμα και το «Στέκι».
Έφτασε στην είσοδο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα, τοποθέτησε το χέρι της στο πόμολο της εξώπορτας και την άνοιξε. Ο χώρος δεν είχε αλλάξει, σχεδόν, καθόλου. Ήταν οι ίδιοι αναπαυτικοί καναπέδες ο ίδιος ξύλινος πάγκος και το ίδιο παλιό jukebox, το οποίο έστεκε εκεί μπροστά της, έτοιμο να της θυμίσει όλα τα μυστικά που είχαν μυριστεί μαζί του. Αν και χαλασμένο, αυτό το jukebox πάντα την γοήτευε. Το έντονο κόκκινο χρώμα του, που τώρα φάνταζε ξεθωριασμένο ροζ, ήταν η πηγή της έμπνευσής της. Από αυτό, άλλωστε πήρε αφορμή για το βιβλίο της. «Πνοές», λεγόταν. Το είχε γράψει την ημέρα που χάθηκε η Αγάπη και στάθηκε η αιτία να ακουστεί το όνομά της παντού.
Καθώς προχωρούσε πιο βαθιά μέσα στο μαγαζί, βρήκε ένα άδειο τραπέζι, ακριβώς απέναντι από το παράθυρο. Αμέσως, μνήμες πέρασαν μπροστά από τα μάτια της κι εκείνα γέμισαν με δάκρυα. Σήκωσε το χέρι και έκανε νόημα σε έναν σερβιτόρο. Εκείνος μόλις την είδε, την πλησίασε και είπε με χαμόγελο : «Παρακαλώ, τι θα θέλατε;». Η Ερατώ σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και απάντησε με σιγανή φωνή: «Ένα μαρτίνι με τριμμένο πάγο.». Αμέσως, ο σερβιτόρος έγνεψε καταφατικά και με μια απότομη κίνηση εξαφανίστηκε, σχεδόν όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί, δίνοντας χώρο στις σκέψεις της να πάρουν ξανά τα ηνία.
Έκανε αναδρομή στο παρελθόν, ανέσυρε μνήμες που δεν θυμόταν πως είχε. Είχε βυθιστεί στον κόσμο της, σε ένα κόσμο μαγικό, γεμάτο χαμόγελα και ευτυχία. Ώσπου, ξαφνικά, ο ήχος από το σύρσιμο της πόρτας διέκοψε ακαριαία τις σκέψεις της. Γύρισε το κεφάλι της και τότε αντίκρισε εκείνον. Ήταν ο ίδιος άντρας που είχε γνωρίσει στο μετρό εκείνο το πρωί. Έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένη. Τα ίδια μπλε μάτια που λαμπυρίζαν από το φως του ηλίου, τώρα φεγγοβολούσαν από τα φώτα του μαγαζιού. Καθώς έψαχνε για μια κενή θέση, γύρισε κι εκείνος το κεφάλι και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το βλέμμα του την έλουζε. Την πλησίασε και της είπε ζωηρά:
-«Φαίνεται είναι πολύ μικρή αυτή η πόλη τελικά.»
-«Πείτε το ψέμματα!», απάντησε εκείνη.
-«Δεν σας συστήθηκα το πρωί, Άρης.», είπε δίνοντας το χέρι του.
-«Ερατώ.»
-«Χαίρω πολύ, Ερατώ».
-«Κι γώ.», απάντησε, μα πριν προλάβει ο Άρης να πάρει τον λόγο, συνέχισε: «Αν θες έχει αρκετό χώρο ο καναπές..»
-«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, αλλά δεν θέλω να γίνομαι βάρος.»
-«Κανένα βάρος και.. μίλα μου στον ενικό..».
Ο νεαρός κάθισε και αμέσως η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε από την χημεία τους. Μιλούσαν όλο το βράδυ, γελούσαν και συζητούσαν σαν να μην υπάρχει το μετά, μόνο το τώρα. Όταν άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες ηλιαχτίδες του ηλίου, κατάλαβαν πως ήταν η ώρα να φύγουν.
-«Πήγε κιόλας έξι;», ρώτησε γεμάτη απορία η Ερατώ.
-«Πάλι καλά που είναι Σάββατο..»
-«Ναι, αυτό! Λοιπόν χάρηκα πολύ που σε γνώρισα..», είπε και σηκώθηκε όρθια, όμως ζαλίστηκε με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στον Άρη. Εκείνος την κράτησε και ξαφνικά τα μάτια της ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να δει.
-«Είσαι καλά;»
-«Ναι.. μια χαρά..», απάντησε και παραπάτησε, ξανά.
-«Δεν σε αφήνω να πας μόνη σου σπίτι, θα καλέσω ταξί.»
-« Σιγά, όχι, είμαι μια χαρά!», φώναξε και πήγε να σηκωθεί μα η δύναμη της βαρύτητας την νίκησε για ακόμα μια φορά.
-«Δεν ακούω κουβέντα, καλώ ταξί και για τότε δύο.».
Πήρε το κινητό του στα χέρια και άρχισε να καλεί. Μόλις έφτασε το ταξί, τους περίμενε ακριβώς έξω από την είσοδο. Μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν, πρώτα, για το σπίτι της Ερατούς. Μόλις έφτασαν, έκανε νόημα στον οδηγό να περιμένει και την οδήγησε έξω από την πόρτα της.
-«Που πας;», τον ρώτησε σιγανά μέσα στην νύστα της.
-«Σπίτι μου, θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο να μιλήσουμε.»
-«Μα δεν χρειάζεται να φύγεις από τώρα!»
-«Ερατώ είσαι μεθυσμένη, μπες μέσα να ξαπλώσεις και μόλις ξυπνήσεις θα σε πάρω εγώ τηλέφωνο, το υπόσχομαι.»
-«Θα σε χάσω.. δεν θέλω να σε χάσω πάλι, όχι τώρα που σε
βρήκα!», είπε και τον πλησίασε...