Διήγημα: Άυλες Μάσκες

Γράφει για το PhyloSofia On η Ειρήνη Πατατανέ...
Το φως του στύλου, ήταν το μοναδικό φως που έμπαινε στο δωμάτιο. Εκείνη, καθισμένη μπροστά από το μεγάλο παράθυρο, παρακολουθούσε τις σταγόνες της βροχής, καθώς έπεφταν με μανία πάνω στα παγωμένα τζάμια. Η απαλή λάμψη του στύλου, τις έκανε να μοιάζουν με μικρά κρύσταλλα, που χόρευαν στον ρυθμό του ανέμου. Το απαλό σφύριγμα του αέρα, σε συνδυασμό με τον ήχο της καταιγίδας, παντρεύονταν ειρηνικά με το τοπίο.
Καθώς θαύμαζε την εικόνα με κομμένη την ανάσα, δάκρυα πλημμύρησαν τα μάτια της. Ένα κύμα δέους κυρίευσε όλο της το κορμί. Ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε μικρά κομμάτια. Έσπαγε γλυκά, απαλά. Σχεδόν μελωδικά. Οι λέξεις ήταν πολύ φτωχές, για να περιγράψουν την συγκίνηση που ένιωθε εκείνη την στιγμή.
Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο. Αμέσως, όλες της οι αναμνήσεις, πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό της. Άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά με λυγμούς. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Προσπαθούσε, μα ήταν ανώφελο. Άνοιξε τα μάτια της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν άντεχε να ξαναβλέπει τις ίδιες εικόνες.
Σηκώθηκε απότομα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπό της και έπειτα το σκούπισε, με απαλές κινήσεις. Τότε, όπως έκανε να φύγει, αντίκρισε τον εαυτό της στον καθρέφτη... Δεν ήταν η Ζωή αυτή. Ήταν απλά μια ξένη που της έμοιαζε. Δεν υπήρχαν τα ροζ μάγουλα και, το σπινθηροβόλο βλέμμα είχε δώσει τη θέση του σε κάτι κουρασμένα μάτια. Το δέρμα της έμοιαζε αφυδατωμένο και τα χείλη της ήταν γεμάτα πληγές. Δεν άντεχε στο θέαμα του εαυτού της. Της φαινόταν αποκρουστικός.
Προσπάθησε να στρέψει το βλέμμα της αλλού, αλλά εκείνο δεν υπάκουσε. Ήταν σαν να τη πρόσταζε να κοιτάξει. Να κοιτάξει κι ας ήξερε ότι αυτό που έβλεπε την πονούσε. Και πράγματι, όσο πιο πολύ κοιτούσε, τόσο πιο πολύ πονούσε. Και κάθε λεπτό που περνούσε, έπαιρνε μαζί του και μια στάλα ελπίδας... ώσπου οι στάλες τελείωσαν. Αυτό όμως, δεν εμπόδισε τα λεπτά από το να περνάνε. Αυτή την φορά, όμως, έδιναν κομμάτια κενού.
Τι κι αν δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού; Στο μυαλό της, ήδη ταξίδευε. Όμως άλλο μυαλό, άλλο ψυχή. Ναι... ψυχή. Και τι δεν θα έδινε για να ταξιδέψει με εκείνη. Ίσως να την πήγαινε σε μέρη που το μυαλό ποτέ δεν θα μπορούσε. Αλλά δεν της έδινε σημασία. Κοίταζε να ταΐσει μόνο το μυαλό. Νόμιζε πως μπορούσε να κάνει περισσότερα με εκείνο. Αλλά δεν ήξερε, γιατί κανείς δεν της είχε μάθει το αντίθετο.
Καθώς στεκόταν μπροστά από τον καθρέπτη, παρατήρησε πως λίγο πιο δίπλα, ήταν τα καλλυντικά της. Άπλωσε το χέρι της και πήρε την πούδρα. Άνοιξε το καπάκι και άρχισε να την απλώνει πάνω στο πρόσωπό της. Αμέσως, εκείνο έλαμψε. Της άρεσε αυτή η λάμψη, μα ένιωθε πως κάτι έλειπε. Πήρε το κραγιόν και έβαλε μια στρώση στα χείλη της. Οι πληγές εξαφανίστηκαν, αλλά κάτι έλειπε ξανά.
Βαφόταν για πολλή ώρα. Το πρόσωπό της είχε γίνει κουκλίστικο. Είχε φύγει η λύπη και ο πόνος. Έμοιαζε, σχεδόν, χαρούμενη. Παρόλα αυτά, όμως, κάτι εξακολουθούσε να λείπει. Δεν καταλάβαινε τι ήταν, αλλά κάτι δεν της άρεσε πάνω της. Και τότε πρόσεξε τα μάτια της. Και όταν το έκανε, το είδε.. Ήταν το «τίποτα», ζωγραφισμένο μέσα στις κόρες τους.
Η παλέτα με τις σκιές ,που κρατούσε, έπεσε στο πάτωμα. Εκείνη, σοκαρισμένη με αυτό που αντίκρισε, άρχισε να ουρλιάζει. Φώναζε στο είδωλό της, με όλη της την δύναμη. Οι φωνές, όμως, προσελκύουν. Μπορεί να μην κρατάν τον κόσμο, αλλά προσελκύουν. Αυτό, βέβαια, ισχύει μόνο για εκείνες που μπορούν να ακουστούν. Τις άλλες, τις κρυφές, δεν τις ακούει κανείς. Ούτε καν εκείνος που φωνάζει.
Έκλεισε το στόμα της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκανε λίγα βήματα πίσω και άρχισε να απομακρύνεται από τον καθρέφτη. Είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να δει τον εαυτό της μέσα του. Νόμιζε πως αυτό και μόνο έφτανε. « Δεν το βλέπω, άρα δεν υπάρχει.», ψιθύρισε. Επανάλαβε την φράση τέσσερεις φορές και έπειτα έφυγε για την κουζίνα.
Αυτό της έμαθαν να λέει για κάθε πρόβλημα που δεν ήταν «σημαντικό». Δεν το βλέπεις, άρα δεν υπάρχει... Με αυτή την ψευδαίσθηση ζούσε, χρόνια τώρα. Με κάποιον τρόπο, της είχαν φυτέψει την ιδέα, πως, μόνο ό,τι αφορά την ύλη ήταν σημαντικό. Στα πάντα, μέχρι και στα προβλήματα.
- Φάε, είναι στο μυαλό σου.
- Απλά μην είσαι λυπημένη, δεν είναι δύσκολο!
- Δεν είναι τίποτα, απλά είσαι κουρασμένη.
- Σταμάτα να ζητάς προσοχή!
- Ψυχολογικά και βλακείες, μια χαρά είσαι.
- Σιγά μην πάω το παιδί μου σε τρελογιατρό!
- Βάψου λίγο και θα δεις πόσο καλά θα νιώσεις.
Τώρα μόνο αυτές οι φράσεις τριγυρνούσαν στο
μυαλό της. Και κάθε φορά που τις άκουγε, προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι τις
πιστεύει. Τι κι αν ήξερε; Τις έμαθαν να κρύβεται, πίσω από άυλες μάσκες.