Αθώα

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
Σήκωσε το χέρι της και άρχισε να σκουπίζει το φρέσκο αίμα από την μύτη και το στόμα του, πριν τον αφήσει να πέσει στο κρύο πάτωμα. Η όψη τού απόλυτου σκοταδιού, που βασίλευε μέσα στο δωμάτιο, δεν ήταν αρκετά δυνατή για να κρύψει την αλήθεια. Το περιθώριο που άφηνε στο φως της πανσελήνου, μαρτυρούσε λέξη προς λέξη ένα συναίσθημα που μετατράπηκε σε φρικαλεότητα. Επικρατούσε χάος. Δεν υπήρχε γωνία του σαλονιού που να μην έβλεπες σκόρπια αντικείμενα, πεταμένα ρούχα και σπασμένα γυαλιά.
Παρόλο τον χαμό, όμως, η ησυχία μπορούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου. Της τρυπούσε τα τύμπανα των αυτιών τόσο άγρια, που της ερχόταν να βάλει τις φωνές. Μάζεψε τα γόνατα κοντά στο στέρνο της και ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο πίσω της. Με μια κίνηση, πήρε μια στάλα αίματός του που είχε πεταχτεί στο μάγουλό της και άρχισε να παρατηρεί το κόκκινο υγρό στα δάχτυλά της, που τώρα έμοιαζε να πήζει. Άρχισε να κοιτάζει τον μπροστά της και, τότε αντίκρισε ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι , σφηνωμένο πάνω στον αριστερό μηρό του. Αφού το κοίταξε για μερικά δεύτερα, το πλησίασε και με μια απότομη κίνηση το έβγαλε από το πόδι του, τοποθετώντας το ανάμεσα στα χέρια της.
Για μια στιγμή, σκέφτηκε να τον αποτελειώσει. Να τον κάνει να πληρώσει για όλα, μα κοντοστάθηκε όταν κατάλαβε πως το είχε, ήδη, κάνει. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της, καθώς ξεσπούσε σε γέλια, μπήγοντας το γυαλί βαθιά μέσα στο χέρι της. Καθώς το κοφτερό πράγμα άγγιζε το δέρμα της, το έκοβε στα δυο επιτρέποντας στις πρώτες κόκκινες στάλες να κάνουν την εμφάνισή τους, πέφτοντας στο πάτωμα, δημιουργώντας «λίμνη». Μόλις η λίμνη μεγάλωσε αρκετά, τράβηξε το γυάλινο κομμάτι από πάνω της και έδεσε το χέρι της με λίγο ύφασμα από την μπλούζα του. Βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα στο ίδιο της το αίμα και άρχισε να γράφει στον ίδιο τοίχο που μέχρι πριν ακουμπούσε.
Τα πλακάκια του πατώματος έκαναν τις καυτές σταγόνες να κρυώνουν απότομα, μα ήταν αρκετά ζεστές ακόμα, ώστε να νιώθει την κάψα τους στο χέρι της. Βουτούσε και ξανά βουτούσε τα άκρα της στην λιμνούλα, ώσπου στο τέλος η δημιουργία της ήταν έτοιμη. Έκανε δυο βήματα πίσω για να θαυμάσει αυτό που είχε κάνει και έπειτα, πήρε μια ικανοποιητική ποσότητα αίματος στην χούφτα της. Πλησίασε το κορμί του και άφησε την υγρή, μπορντό, πλέον, μάζα να πέσει με δύναμη στο πρόσωπό του. Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, άλλαξε ρούχα και στο τέλος εμφανίστηκε ξανά δίπλα του.
Τώρα η
πανσέληνος φώτιζε ακόμα περισσότερο τον χώρο, λούζοντάς τον προς όλες τις
κατευθύνσεις. Ο άνεμος που τρύπωνε από το μισάνοιχτο παράθυρο και ο ήχος από το
θρόισμα των φύλλων έδιναν την δική τους τρομακτική πινελιά. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και ξανά κοίταξε τι είχε γράψει προτού χαθεί για πάντα μέσα στην νύχτα. Χαμογέλασε
σιωπηλά, έριξε μια κλεφτή μάτια πάνω του και ακούμπησε με το χέρι της το, υγρό
από την υγρασία, πόμολο της πόρτας. Η θύρα άνοιξε και εκείνη είχε εξαφανιστεί,
με την δίκη της φράση να έχει σφηνώσει βαθιά μέσα στα βάθη του μυαλού της: «Δεν
ήμουν αθώα.».