Άγγελοι στην κόλαση

2021-09-29

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ' Λυκείου...

@Ειρήνη Πατατανέ

Ο ουρανός είχε ένα περίεργο χρώμα. Καταχνιά παντού. Και στο τέλος του δρόμου, σαν καθρέφτης, αποτυπωμένη η μορφή του στο υγρό τσιμέντο. Εκείνος, σιωπηλός και αμέριμνος, κοιτούσε της ψιχάλες που έπεφταν, μανιωδώς, πάνω στο έδαφος. Ήταν μούσκεμα, μα η ψυχή του ήταν στεγνή. Ανέγγιχτη. Απελευθερωμένη από το βάρος του ανθρώπου και προστατευμένη από το πόνο του. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αν και θα ορκιζόταν πως το μέσα του έβραζε. Το ένιωθε να φλέγεται και οι φλόγες αυτές να μετατρέπονται σε συναισθήματα με την μορφή δακρύων.

Απέναντι υπήρχε ένα δέντρο. Ένα ψηλό,όμορφο, δέντρο που κάποτε έστεκε καμαρωτό. Που δεν το άγγιζαν οι απειλές του χειμώνα και ο θυμός του καλοκαιριού. Τώρα, όμως ήταν αλλιώς. Είχε αρχίσει να λυγίζει από την βιαιότητα του χρόνου, μα προσπαθούσε να αντισταθεί στην μοίρα του. Το παρατηρούσε, καθώς η βροχή έριχνε τα πέπλα της πάνω του. Το χάιδευε κι εκείνο χαιρόταν. Το χάιδευε κι εκείνο αγαλλίαζε, υποταγμένο στο θέλημα της. Για μια στιγμή, από το μυαλό του πέρασε, φευγαλέα, μια σκέψη.Χάθηκε, όμως, σχεδόν όσο ήρεμα είχε εμφανιστεί, μόλις κατάλαβε.

Η παρουσία του στο τέλος του δρόμου ήταν τυχαία. Τουλάχιστον, έτσι πίστευε. Μέχρι ετούτη την στιγμή, που όλα του τα πιστεύω δεν είχαν σημασία,σαν κατάλαβε που ήταν. Άρχισε να τρίβει τα μάτια του με μανία. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα του φτάνοντας μέχρι και τα κόκκαλα. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κατευθύνεται προς τον κορμό του δέντρου. Τον ακούμπησε και αμέσως ένιωσε όλες του τις αισθήσεις να λειτουργούν στο έπακρο. «Εσύ;», ψυθίρισε μια ερώτηση της οποίας η απάντηση τον πονούσε πολύ.

Το κάρμα δεν ξέχασε. Είχε αφήσει, απλά, λίγο χρόνο. Χρόνο για συγχώρεση. Για να δει πόσο μεγάλο κρότο πρέπει να κάνει. Μα η συγχώρεση δεν ήρθε ποτέ και ο κρότος έπρεπε να είναι διαπεραστικός. Να σπάει το φράγμα του ήχου. Να κάνει την παρουσία του πιο αισθητή από ό,τι υπήρξε ποτέ. Και έτσι έγινε. Στεκόταν από το σημείο που την έθαψε. Ακουμπούσε τον τάφο που με την βία της είχε χτίσει. Και έτρεμε. Έτρεμε καθώς μνήμες άρχισαν να κατακλύζουν το κεφάλι του.

Έπεσε στα γόνατα και ικέτευσε για εξιλέωση. Πλέον, όμως, ήταν αργά για συγχώρεση. Γιατί το θέμα είναι να μετανιώσεις την σκέψη, όχι την πράξη. Να μετανιώνεις πάντα, όχι για μια στιγμή. Και να θυμάσαι. Να τα θυμάσαι όλα, όχι μόνο εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις καλά. Γιατί αλλιώς εθελοτυφλείς. Και άνθρωπος που εθελοτυφλεί είναι μίσος. Και καταδικασμένος.

Καθώς ήταν σκυμμένος μπροστα από το δέντρο, ένιωσε ένα άγγιγμα να ταλεντεύει τον ώμο του. Ύψωσε το βλέμμα του και τότε την είδε. Ηταν εκεί, ήταν στ'αλήθεια εκεί. Έμοιαζε ζωντανη και χαρούμενη, ακριβώς όπως την ημέρα πριν της στερήσει και τα δυο. «Συγγνώμη.», ούρλιαξε και την πήρε αγκαλιά. Η κοπέλα δεν μίλησε. Τον αγκάλιασε, του σκούπισε τα δάκρυα και έπειτα είπε, με σιγανή, αλλά ταυτόχρονα καθαρή φωνή: «Σε συγχωρώ. Από πάντα σε είχα συγχωρέσει. Αυτή θα είναι πάντα η τιμωρία σου.».

Βροντές άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και η βροχή πήρε τρομακτικές διαστάσεις. Γύρισε το κεφάλι του να δει τι γινόταν. Χαλασμός. Όταν ξανά έστρεψε το βλέμμα του σε εκείνη, η κοπέλα είχε εξαφανιστεί και εκείνος καλωσόριζε τον κρότο... .

@Λογοτεχνία

2021 Ανερχόμενος Καλλιτεχνικός Σύλλογος | Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε