Αφρός κι αλάτι

Γράφει για το PhyloSofia ΟΝ η Ειρήνη Πατατανέ, μαθήτρια της Γ΄' Λυκείου...
@Ειρήνη Πατατανέ
Αυτός ο ήχος της σύγκρουσης ανάμεσα σε ακτή και κύματα έκανε την καρδιά του να φτερουγίζει. Έμοιαζε με μουσική που οι νότες της είχαν αυτοσκοπό να κλέψουν την πνοή του και να την χαρίσουν στην θάλασσα, στάλα στάλα, σαν δώρο. Δώρο για την ύπαρξη που έκρυβαν τα μάτια του κάθε φορά που περίμενε να βγει η πρώτη αχτίδα του ηλίου. Για την μελωδία που έβγαζε η κιθάρα του κάθε φορά που οι χορδές τις αντίκριζαν το φως του ουρανού. Κι εκείνος εκεί, καθισμένος στην αμμουδιά, δίπλα από τον πελώριο βράχο να παίζει στο μυαλό του αναμνήσεις ασταμάτητα και να αγναντεύει το απέραντο γαλάζιο, που έκανε τα μάτια του να χορταίνουν.
Εκείνη την ημέρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο ήλιος δεν είχε βγει. Αντί αυτού, ο ουρανός ήταν καλυμμένος με πυκνά σύννεφα και η θάλασσα, αν και ήρεμη, φάνταζε επικίνδυνη. Η άμμος ήταν λουσμένη με αίμα και τα χέρια του βαμμένα κόκκινα. Στεκόταν όρθιος πάνω από ένα πτώμα, το δικό της πτώμα. Φορώντας μια θηλιά από τύψεις, προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε κάνει. Να καταλάβει γιατί το είχε κάνει. Την κοιτούσε και το πρόσωπό του καιγόταν κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε πάνω στα μισάνοιχτα μάτια της. Γαλάζια κι αυτά, όπως η θάλασσα.
Φορούσε ένα μπεζ φουστάνι, που τώρα είχε γίνει κόκκινο, και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πάνω. Από το στόμα της έτρεχε μια λωρίδα αίματος και στα πλευρά της υπήρχε μια κόκκινη λίμνη. Έμοιαζε σαν σκηνή από κάποιο θρίλερ, αλλά ήταν πραγματικότητα. Κι εκείνος απλά κοιτούσε την φρίκη του τέρατος που είχε μετατραπεί. Του τέρατος που είχε επιλέξει να μετατραπεί.
«Τι έκανες;», ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε, ταράζοντας τα ήρεμα, ως τότε, νερά της θάλασσας. Ερχόταν από πίσω του. «Ποιος είναι;», ξεστόμισε, τότε, απορημένος εκείνος. Μα δεν γύρισε στιγμή να δει ποιος ήταν. Κοίταζε μόνο της σκιά που απλωνόταν μπροστά του και έχυνε τρόμο μπρος τα μάτια του. Η φωνή αντήχησε ξανά: «Τι προσπαθείς να αποδείξεις;», τον ρώτησε. Ο άντρας δεν απάντησε. Πως μπορούσε να απαντήσει, άλλωστε; Ούτε ο ίδιος ήξερε τι προσπαθούσε να αποδείξει. Μόλις είχε σκοτώσει μια κοπέλα και απλά κοιτούσε το άψυχο σώμα της. «Δεν έπρεπε να την σκοτώσεις την πίστη», άκουσε τα λόγια της σκιάς.
Το πρόσωπό του αγρίεψε. Έσφιξε τις γροθιές του και ένιωσε τις φλέβες του λαιμού του να σπάνε. Δάγκωσε τα χείλη του για να μην μπορέσει να ξεστομίσει τις λέξεις, μα εκείνες βρήκαν τρόπο και ξεπήδησαν από το στόμα του χωρίς να το καταλάβει. «Ή θα την σκότωνα ή θα με σκότωνε.», είπε αυστηρά και γύρισε πίσω του να δει ποιος ήταν η σκιά. Και τότε αντίκρισε μια κοπέλα. Ήταν όμορφη, ντυμένη στα λευκά. Κρατούσε ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και στα μαλλιά της είχε μικρά κοχύλια, περασμένα σε μια κορδέλα. «Δεν ήταν η πίστη που έπρεπε να σκοτώσεις.», του αποκρίθηκε. «Όχι δεν ήταν..», είπε σιγανά καθώς δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα βλέφαρά του, σχηματίζοντας ρυάκια στα δυο του μάγουλα. «Εμένα έπρεπε.», είπε η κοπέλα.
Ο νεαρός πήρε
στο χέρι του μια πέτρα. Την κράτησε σφιχτά και έπειτα κοίταξε μέσα στα μάτια
της. Το ζεστό καφέ τους, έκανε τον αέρα που άρχισε να φυσάει να τον διαπερνάει
σαν ρεύμα. Ήταν τόσο δυνατό, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά μόνο να
πετάξει την πέτρα που κρατούσε κάτω. «Ρίξε μου.», του είπε. «Δεν μπορώ.. Όχι σε
σένα Ελπίδα..», της απάντησε.